Ρώμη G20 (2021): Διχασμένες κοινωνίες σε έναν διχασμένο κόσμο – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Στην Ελλάδα δεν συζητήθηκε καθόλου η Σύνοδος των 20 πλουσιότερων χωρών, που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη την εβδομάδα που μας πέρασε. Επισκιάσθηκε από τη συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν, που έγινε στο πλαίσιο της Συνόδου. Αιτία ήταν η επιμονή πολλών εγχώριων Μέσων Ενημέρωσης, τα οποία τόνιζαν ότι ο κ. Μπάιντεν θα τιμωρήσει τον Ερντογάν και θα αρνηθεί να τον συναντήσει, κάτι που φυσικά δεν έγινε.
Όμως αυτά που συζητήθηκαν στη σύνοδο είναι σημαντικά για το μέλλον των κοινωνιών, ώστε να καλυφθούν από τις ανοησίες κάποιων Μέσων Ενημέρωσης, που έφτασαν να λένε ότι ο Μπάιντεν τελικά συνάντησε τον Ερντογάν για να του τα ψάλλει. Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να αναδείξω το πραγματικό επίδικο της Συνόδου.
Η φετινή G20 ήταν μια σύνοδος διχασμένων κοινωνιών σε έναν διχασμένο κόσμο. Η Κίνα, η Ρωσία, η Ιαπωνία, η Σαουδική Αραβία και το Μεξικό δεν εκπροσωπήθηκαν από τους αρχηγούς του κράτους, αλλά από υπουργούς. Μάλιστα η Κίνα, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία δεν δέχθηκαν να αναλάβουν καμιά δέσμευση στο πλαίσιο της κοινής διακήρυξης που σφράγισε τη Σύνοδο. Σύμφωνα με τον κ. Μπάιντεν, βασικός λόγος της στάσης τους ήταν η άρνηση να συμφωνήσουν στην απολιγνιτοποίηση. Αυτό μπορεί να ισχύει για την Κίνα, όμως για τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία μεγαλύτερο ρόλο σίγουρα έπαιξε η απροθυμία τους να αναλάβουν δεσμεύσεις για αύξηση της παραγωγής πετρελαίου και αερίου, ώστε να σταματήσει η αλματώδης αύξηση των τιμών της ενέργειας. Τέλος, ειδικά για τη Σαουδική Αραβία, ρόλο στην αποχή της πρέπει να έπαιξε και η σαφής αναφορά της κοινής διακήρυξης «στην ισότητα των δύο φύλων και την ενίσχυση των γυναικών». Σε κάθε περίπτωση, είναι αναμφίβολο ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με Κίνα, Ρωσία και Σαουδική Αραβία βρίσκονται πλέον σε οριακό σημείο.
Σε αυτό το πλαίσιο οι Αμερικανοί επιδίωξαν να εμφανιστούν ξανά ως οι ηγέτες της Δύσης. Αγνοώντας την απουσία Κίνας και Ρωσίας, πέτυχαν τη συναίνεση των υπόλοιπων χωρών σε μια ατζέντα αναμόρφωσης της αρχιτεκτονικής της παγκόσμιας οικονομίας. Χαρακτηριστική ήταν η πρώτη φράση του Προέδρου Μπάιντεν στη συνέντευξη Τύπου: «Αυτό που είδαμε στη Ρώμη ήταν η δύναμη της Αμερικής όταν εμφανίζεται…». Προφανώς αναφερόταν σε μια δυναμική επάνοδο μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από τα διεθνή forums επί Προεδρίας Τραμπ.
Όμως το σημαντικό είναι το περιεχόμενο της κοινής διακήρυξης της Ρώμης. Στο 20σέλιδο κείμενο περιγράφεται ένας κόσμος που βρίσκεται στο έλεος της πανδημίας, μπροστά στην πιθανότητα του στασιμοπληθωρισμού και της διατροφικής κρίσης, σε κλιματική κρίση αλλά και με τα προβλήματα της ανισότητας, της μετανάστευσης και της προσφυγιάς σε έξαρση. Η λογική του κειμένου είναι ότι όλα αυτά τα προβλήματα είναι αποτυχίες αγοράς και θα αντιμετωπισθούν με φόρους και δασμούς που θα χρηματοδοτήσουν πολιτικές αντιμετώπισής τους. Στην πραγματικότητα, πίσω από τις βαρύγδουπες εκφράσεις κρύβονται ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που επιδιώκουν έναν ανηλεή εμπορικό πόλεμο απέναντι στην Κίνα, με τέλη και δασμούς στα προϊόντα της λόγω κλιματικής επιβάρυνσης και στον εξαναγκασμό των παραγωγών πετρελαίου και αερίου να αυξήσουν την παραγωγή ώστε να ελεγχθεί η άνοδος των τιμών. Παράλληλα είναι σαφές ότι οι Αμερικανοί επιδιώκουν πλέον τη σύσταση ενός διευθυντηρίου που θα επιβάλλει και θα ελέγχει τις βασικές πλευρές της οικονομικής πολιτικής και των συναλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουν να αποδυναμώσουν εκτός από τις περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ρωσία, και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενσωματώνοντάς τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία στη δική τους ατζέντα.
Το πρόβλημα του κ. Μπάιντεν είναι ότι μπορεί να κατάφερε να επιβάλει την ατζέντα του στους Ευρωπαίους, όμως έχει πρόβλημα να την επιβάλει στους Αμερικανούς. Όπως έσπευσαν να του θυμίσουν οι αμερικανοί δημοσιογράφοι στη συνέντευξη Τύπου, το πρόγραμμά του για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αλλά και την ανανέωση των υποδομών συναντά μεγάλες αντιδράσεις στη Γερουσία, ενώ η δημοτικότητά του βρίσκεται στο ναδίρ. Με άλλα λόγια, η Αμερική παραμένει η διχασμένη χώρα των τελευταίων προεδρικών εκλογών και το πολιτικό κατεστημένο δεν έχει καταφέρει, όπως και στις υπόλοιπες χώρες, να διατυπώσει ένα πειστικό αφήγημα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Για την ελληνική κοινωνία το βασικό δίδαγμα είναι ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο έντονης ρευστότητας τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά. Σε αυτό το πλαίσιο, η πλήρης ευθυγράμμιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη με το αμερικανικό άρμα δεν προσφέρει κανένα εχέγγυο. Είναι ένα σύνολο μονομερών δεσμεύσεων που δίνει ελευθερία κινήσεων στους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους, ενώ δεσμεύει τα όποια περιθώρια κινήσεων για την κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ