Γ. Κουμουτσάκος στο “ΠΑΡΟΝ”: Η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία: Τρία μέρη αποτροπή, ένα μέρος διάλογος
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΜΟΥΤΣΑΚΟΥ
Βουλευτή του Βόρειου Τομέα της Αθήνας με τη Νέα Δημοκρατία,
με προηγούμενη μακρά θητεία ως Διπλωμάτη στο υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας
Η Ελλάδα έχει απέναντί της τον τουρκικό αναθεωρητισμό, ο οποίος στην εποχή Ερντογάν έχει πάρει τη μορφή μιας νεο-οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, έχει να αντιμετωπίσει το προσωπικό στοίχημα του Ερντογάν για επικράτηση στις επόμενες εκλογές (2023).
Ένας υπερφιλόδοξος πολιτικός δεν θα ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα, αν η Τουρκία δεν λειτουργούσε με τη λογική της «ενός ανδρός αρχής». Δυστυχώς, στη γείτονα λείπουν, και κυρίως δεν λειτουργούν, μηχανισμοί που θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν τις επιθυμίες του Ερντογάν. Έτσι, έχει όλο τον χώρο και την εξουσία για να εφαρμόζει ανεμπόδιστα τις πολιτικές του, να δημιουργεί συνεχώς εντάσεις στην περιοχή, κυρίως δε με την Κύπρο και την Ελλάδα, δυναμιτίζοντας κάθε προσπάθεια ουσιαστικού διαλόγου.
Το 2023, όμως, δεν είναι μόνο έτος εκλογών για την Τουρκία. Είναι και χρονιά επετείου για τα 100 χρόνια από τη δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας και συγχρόνως επέτειος της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης.
Μιας θεμελιώδους διεθνούς συμφωνίας, πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η σταθερότητα και η ειρήνη στην, κατά τα άλλα, εύφλεκτη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Με λίγα λόγια, το 2023 είναι χρονιά μνήμης για τον Κεμάλ Ατατούρκ, τον ηγέτη της σύγχρονης Τουρκίας, τον οποίο επίμονα προσπαθεί να ξεπεράσει ο σημερινός Πρόεδρος. Το έδειξε από το ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας, όταν υποστήριξε την επαναφορά του Ισλάμ στη δημόσια ζωή, που με κόπο είχε αποκλείσει ο Ατατούρκ, δημιουργώντας ένα κοσμικό κράτος. Σημειολογική αλλά και ουσιαστική κορύφωση αυτής της μετάλλαξης και μετακίνησης της Τουρκίας όλο και βαθύτερα στον μουσουλμανικό κόσμο είναι η προκλητική και απαράδεκτη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Η διπλή αυτή επέτειος είναι –στην αντίληψη του Ερντογάν– η μεγάλη ευκαιρία για να μείνει στην Ιστορία ως ο μεγαλύτερος ηγέτης της σύγχρονης Τουρκίας. Το σχεδιάζει εδώ και καιρό, έχοντας ως στρατηγικό στόχο την, κατά την άποψή του, «βελτίωση» της Συνθήκης της Λωζάννης, που αποτελεί τη γεωπολιτική κληρονομιά που άφησε ο Κεμάλ. Την αμφισβητεί σε κάθε ευκαιρία και προσπαθεί να την αλλάξει προς όφελος της Τουρκίας. Από τη Συρία έως τη Λιβύη, από την Κύπρο έως τον Καύκασο και βεβαίως στο Αιγαίο και στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο, κατ’ εφαρμογήν του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Είναι επίσης ενδεικτικό ότι δύο ακόμα γεγονότα ξεχωριστής σημειολογίας έχουν σχεδιαστεί από την τουρκική ηγεσία να συμβούν το 2023. Πρόκειται για δύο μεγάλα προγράμματα που τρέχουν αυτήν τη στιγμή και προβλέπεται να ολοκληρωθούν μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Πρώτο είναι το πυρηνικό εργοστάσιο Ακουγιού και δεύτερο το λεγόμενο «αεροπλανοφόρο τσέπης –ελικοπτεροφόρο στην ουσία–, το «Αναντολού». Όλα αυτά, μαζί με το μεγαλεπήβολο σχέδιο δημιουργίας διώρυγας στην Κωνσταντινούπολη, έρχονται να συνθέσουν στο μυαλό του Ερντογάν μια εικόνα προσωπικού θριάμβου.
Όλα δείχνουν λοιπόν ότι ο τούρκος Πρόεδρος θα συνεχίσει να κλιμακώνει την ένταση και να συμπεριφέρεται ως «Σουλτάνος» και ως περιφερειακός νταής. Την προσπάθεια υλοποίησης αυτού του σχεδίου του δεν θα την ανακόψουν ούτε οι δύσκολες σχέσεις που έχει με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Γαλλία ούτε η εσωτερική προβληματική κατάσταση της χώρας του και της τουρκικής οικονομίας ειδικότερα.
Απέναντι σε αυτά, η Ελλάδα χρειάζεται ένα πλέγμα συμμαχιών ανάσχεσης και αποτροπής. Αυτό κάνει η ελληνική κυβέρνηση. Πλέγμα συμμαχιών σε περιφερειακό επίπεδο, δηλαδή με την Αίγυπτο, την Κύπρο, το Ισραήλ, αλλά και ευρύτερα, με μεγάλους και ισχυρούς συμμάχους, όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Ακολούθησε πιο πρόσφατα και η Αγγλία. Επιπλέον, ειδική βαρύτητα έχει και η συνεχής προβολή των ελληνικών θέσεων και επιχειρημάτων στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένα τείχος διπλωματικής ανάσχεσης της Τουρκίας. Ταυτόχρονα και επάνω σε αυτήν τη βάση χτίζεται η ελληνική αμυντική δύναμη αποτροπής, με την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων.
Έχει αποδειχθεί ότι η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν σαφώς διαφορετική αντίληψη για την ύφεση και τις σχέσεις καλής γειτονίας. Για εμάς η ύφεση, η σταθερότητα και ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο αποτελούν συνειδητή στρατηγική επιλογή. Όχι όμως για την Άγκυρα, η οποία αντιλαμβάνεται την ύφεση ως τακτικό ελιγμό για να δημιουργούνται εντυπώσεις και η ίδια να κερδίζει χρόνο, χωρίς να μεταβάλλει κατ’ ελάχιστο τις αναθεωρητικές επιδιώξεις και διεκδικήσεις της.
Συμπέρασμα. Διπλωματική ανάσχεση, αμυντική αποτροπή από τη μία πλευρά και διάλογος από την άλλη είναι τα δύο «συστατικά» του «μείγματος» πολιτικής που χρειαζόμαστε απέναντι στη σημερινή, ερντογανική Τουρκία. Τη συγκεκριμένη περίοδο η αναλογία αυτού του «μείγματος» πρέπει να είναι «τρία μέρη ανάσχεση και αποτροπή και ένα μέρος διάλογος».
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ