Το persona non grata του Ερντογάν και ο ενδοτισμός των δυτικών χωρών

Το persona non grata του Ερντογάν και ο ενδοτισμός των δυτικών χωρών


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Πρόσφατα γεγονότα και εξελίξεις στις ευρωτουρκικές σχέσεις και στις σχέσεις της Τουρκίας με άλλες δυτικές χώρες επιβεβαιώνουν όσα κατά καιρούς έχουμε επισημάνει για τον βαθύ εθνικισμό και το αντιδυτικό πνεύμα που διακατέχει το καθεστώς Ερντογάν και το πολιτικό κατεστημένο της Τουρκίας.

Παράλληλα επιβεβαιώνεται και η ενδοτική στάση πολλών δυτικών χωρών έναντι της Τουρκίας, γεγονός που εκμεταλλεύεται δεόντως ο σημερινός τούρκος Πρόεδρος, όπως έκαναν και οι περισσότεροι από τους προκατόχους του. Λίγες ημέρες μετά τη Σύνοδο του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (21 – 22 Οκτωβρίου), στο κείμενο συμπερασμάτων του οποίου γίνεται ευρεία αναφορά και καταδικάζεται η τουρκική παραβατικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, οι μονομερείς ενέργειες στην Κύπρο και συγχρόνως οι υβριδικές απειλές από πλευράς της Τουρκίας στα σύνορα της ΕΕ, οι πρέσβεις δέκα δυτικών χωρών (ΗΠΑ, Γερμανίας, Φινλανδίας, Ολλανδίας, Δανίας, Γαλλίας, Καναδά, Νέας Ζηλανδίας και Νορβηγίας), διαπιστευμένοι στην Άγκυρα, απέστειλαν προς το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών κοινή δήλωση, με την οποία ζητούσαν την αποφυλάκιση του τούρκου ακτιβιστή και επιχειρηματία Οσμάν Καβαλά, ο οποίος κρατείται στη φυλακή από διετίας, χωρίς να έχει ακόμα προσδιορισθεί ημερομηνία προσαγωγής σε δίκη, ενώ δεν του έχει απαγγελθεί συγκεκριμένη κατηγορία, όπως επιτάσσουν οι κανόνες δικαίου.

Η ασυνήθης αυτή ενέργεια στη διπλωματική πρακτική προκάλεσε την άμεση αντίδραση του τούρκου Προέδρου, ο οποίος σε δημόσιες δηλώσεις του απείλησε να κηρύξει τους πρέσβεις των δέκα χωρών σε persona/e non grata/e (ανεπιθύμητα πρόσωπα), που συνεπάγεται απέλαση. Η δυνατότητα κήρυξης ενός διαπιστευμένου πρέσβη ή άλλου μέλους μιας διπλωματικής αντιπροσωπείας με διπλωματική ιδιότητα σε persona non grata προβλέπεται από τη Συνθήκη της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις, όταν διαπιστωθεί ότι ο εγκαλούμενος ή εγκαλούμενοι υπερέβησαν τα επιτρεπόμενα όρια άσκησης των καθηκόντων τους.

Ο κηρυχθείς persona non grata καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα εντός μιας προθεσμίας ολίγων ημερών και μπορεί να επιστρέψει όταν επέλθει ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Η κήρυξη ενός διπλωματικού εκπροσώπου ως persona non grata συνήθως ακολουθείται από αντίστοιχες απελάσεις από την άλλη χώρα. Θυμίζουμε την περίπτωση των δύο ρώσων διπλωματών που απελάθηκαν προ ετών από την Ελλάδα, επί υπουργίας Νίκου Κοτζιά, επειδή είχε διαπιστωθεί ανεπίτρεπτη δραστηριότητά τους στη Βόρεια Ελλάδα για αντιδράσεις στη Συμφωνία των Πρεσπών. Η Μόσχα είχε σπεύσει να ανταποδώσει με την απέλαση ισάριθμων διπλωματικών υπαλλήλων της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα.

Στην περίπτωση των πρέσβεων των δέκα χωρών, η απειλή Ερντογάν δεν υλοποιήθηκε γιατί στο μεταξύ ο αμερικανός πρέσβης, διαπιστευμένος στην Άγκυρα –όπως και οι άλλοι πρέσβεις που είχαν προσυπογράψει την επιστολή για αποφυλάκιση του τούρκου ακτιβιστή–, έσπευσε στο μεταξύ να παράσχει εξηγήσεις με δημοσίευσή του στο Twitter, διευκρινίζοντας ότι η επιστολή του δεν είχε την έννοια επέμβασης στα εσωτερικά της Τουρκίας και ότι σέβεται πλήρως τις διατάξεις του άρθρου 41 της Σύμβασης της Βιέννης περί μη επέμβασης στα εσωτερικά της χώρας διαπίστευσης! Οι παρασκηνιακές συνεννοήσεις προς αποφυγή όξυνσης των διμερών σχέσεων και άλλων λόγων είναι προφανείς. Ο Ερντογάν έσπευσε να θριαμβολογήσει, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι η σθεναρή αντίδρασή του ανάγκασε τις δέκα δυτικές χώρες να βάλουν –όπως συνήθως λέγεται όταν κάποιος αναγκάζεται να υποχωρήσει– την ουρά κάτω από τα σκέλια. Γιατί, όμως, υποχώρησαν οι δέκα χώρες; Αν είχαν εμμείνει στις θέσεις τους και προέβαιναν σε αντίστοιχες απελάσεις των τούρκων πρέσβεων, ποιος θα ήταν ο πραγματικά ζημιωμένος; Αυτές ή η Τουρκία; Περαιτέρω, ποια είναι η διεθνής εντύπωση που δημιουργείται για την υποχωρητική στάση των δέκα χωρών; Προφανώς δεν ενισχύεται η αξιοπιστία τους για προάσπιση των αρχών και αξιών του Δυτικού Κόσμου.

Στην ίδια λογική εμπίπτει και η ανοχή που παρατηρείται στην τουρκική παραβατικότητα, η οποία δεν οφείλεται μόνο σε κάποια ασυνεννοησία στη λήψη κοινών και αποφασιστικών μέτρων κατά της Τουρκίας για τις συνεχείς παραβατικές συμπεριφορές της, κατά βάθος αντιδυτικές. Ο Ερντογάν και το καθεστώς του απαιτούν ρόλο περιφερειακής δύναμης και συγκυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, στον χώρο της Βόρειας Αφρικής και του Καυκάσου, επιδιώξεις που είναι αντίθετες προς τα δυτικά συμφέροντα. Οι φιλοδοξίες Ερντογάν οφείλονται κατά κύριο λόγο στον τουρκικό εθνικισμό, ο οποίος έχει βαθιές ρίζες. Τρέφεται από το οθωμανικό παρελθόν και επενδύει στον Ισλαμισμό, του οποίου εμφανίζεται ως προστάτης και εκπρόσωπος. Μεγάλο μέρος του πολιτικού της κόσμου, όπως και του βαθέως κράτους, απαρτίζεται από άτομα που προέρχονται από την Ανατολία, ενώ ο αριθμός των δυτικότροπων των μεσογειακών ακτών είναι συγκριτικά και αναλογικά περιορισμένος. Η κεμαλική παρακαταθήκη για μια Τουρκία ενταγμένη στον Δυτικό Κόσμο υποχωρεί συνεχώς.

Μόνο λίγες χώρες φαίνεται –μεταξύ αυτών η Γαλλία– να το αντιλαμβάνονται. Άλλες το παραβλέπουν, μάλλον ηθελημένα, ενώ οι δύο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και Ρωσία, την αντιμετωπίζουν με γνώμονα την εξυπηρέτηση των στρατηγικών τους συμφερόντων. Ή την προσεταιρίζονται προκειμένου να αποτρέψουν στενότερη συνεργασία με την άλλη πλευρά. Απτό παράδειγμα –οδυνηρή εμπειρία για τον κουρδικό λαό–, η ανοχή αμφοτέρων στην τουρκική εισβολή στη Συρία, κατά την οποία καταλήφθηκε από τουρκικά στρατεύματα ικανή εδαφική λωρίδα στη Βορειοδυτική Συρία με πρόφαση την πρόληψη κουρδικών επιθέσεων. Η Τουρκία αναμφίβολα είναι μια σημαντική χώρα, με πληθυσμό που υπερβαίνει τα 70 εκατομμύρια κατοίκους. Βρίσκεται γεωγραφικά σε μια ευαίσθητη γεωπολιτική περιοχή μεταξύ Ασίας και Ευρώπης.

Ιστορικά, ανέκαθεν λειτούργησε ως ανάχωμα για την Ευρώπη και τον Δυτικό Κόσμο προς αντιμετώπιση εισβολών από την Ασία. Το γεωπολιτικό αυτό στοιχείο εξακολουθεί να ισχύει ακόμα και σήμερα, αλλά σε διαφορετική μορφή. Για ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως τη Γερμανία, την Ιταλία (σε μικρότερο βαθμό) και την Ισπανία, έχουν προστεθεί και τα οικονομικά συμφέροντα από σοβαρές επενδύσεις και εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων στην Τουρκία. Το γεγονός αυτό επιδρά ανασχετικά στις τοποθετήσεις τους οσάκις συζητείται θέμα επιβολής κυρωτικών μέτρων κατά της Τουρκίας, λόγω παραβατικών συμπεριφορών της σε βάρος χωρών-μελών της ΕΕ, όπως η Ελλάδα και Κύπρος, ή αθέτησης ανειλημμένων υποχρεώσεων σχετικά με το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό.

Οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις γνωρίζουν καλά το κλίμα που επικρατεί στις Βρυξέλλες και σε άλλες πρωτεύουσες του Δυτικού Κόσμου έναντι της Τουρκίας και του καθεστώτος Ερντογάν. Ωστόσο η ελληνική διπλωματία οφείλει σταθερά να μην περιορίζεται μόνο σε καταγγελίες της τουρκικής παραβατικότητας, αλλά να τεκμηριώνει (βάσει των γνώσεων και εμπειριών που διαθέτει) ότι οι τουρκικές ενέργειες, που εκφράζουν έναν νεωτερικό οθωμανισμό και εθνικισμό, στοχεύουν σε αναθεώρηση όλων αυτών που έχουν καθιερωθεί με διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες. Δεν στρέφεται μόνο κατά της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και κατά του status quo στην Ανατολική Μεσόγειο και του συνόλου των δυτικών αρχών και αξιών. Το «Δέσποτα, μέμνησο των Αθηναίων» θα μπορούσε να ισχύει και σήμερα, αλλά αντιστρόφως. Και τούτο μέχρις ότου η Τουρκία αποδείξει ότι όντως ασπάζεται τις δυτικές αρχές και ότι την ένταξή της στην ΕΕ δεν την εννοεί μόνο… α λα τούρκα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ