Το «κείμενο ιδεών» του ESM, το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και τα βάσανα των λαών – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πριν από μερικές εβδομάδες ακόμη, όσοι γράφαμε για τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονται πάνω από την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία θεωρούμασταν «κολλημένοι» από την πλειοψηφία του επίσημου πολιτικού συστήματος. Βλέπετε, δεν ήταν μόνο η Νέα Δημοκρατία, που μιλούσε –και μιλά ακόμη– για τη «χρυσή δεκαετία» που ανοίγεται με τα δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ, που προσπαθεί να μας πείσει ότι παρέδωσε την οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης.
Όταν η συζήτηση έφτασε στην ακρίβεια, στην τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή στον προϋπολογισμό του 2022, στο δημόσιο χρέος (έφτασε το 236% του ΑΕΠ το 2020 σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ), στις δηλώσεις Λαγκάρντ για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, στη θέση της Eurostat για ενσωμάτωση των 21 δισ. εγγυήσεων του σχεδίου «Ηρακλής» στο δημόσιο χρέος η απάντηση ήταν στερεότυπη: Τίποτα δεν θα γίνει, οι τιμές θα σταθεροποιηθούν σύντομα, η ΕΚΤ θα βρει λύση για τα ομόλογα, το δημόσιο χρέος είναι εγγυημένο και, τέλος πάντων, η ΕΕ θα παράσχει λύσεις σε όλα τα θέματα.
Ενώ η Αθήνα υποδέχθηκε την απερχόμενη καγκελάριο κ. Μέρκελ, οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης διαψεύδονται πανηγυρικά. Οι αρνητικές ειδήσεις ξεκίνησαν με την αναστολή της καταβολής της πρώτης δόσης των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης (3,5 δισ. περίπου) και την εβδομάδα που πέρασε με τη δημοσιοποίηση της πρότασης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Εδώ θα ασχοληθούμε με την πρόταση του ΕΣΜ ή «έγγραφο ιδεών», όπως τιτλοφορείται. Το κείμενο αφορά το πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας της Ευρωζώνης.
Προς απογοήτευση των φωστήρων του Μαξίμου και του υπουργείου Οικονομικών, η πρόταση θεωρεί το εθνικό χρέος και τον λόγο χρέους / ΑΕΠ συστατικό μέρος της δημοσιονομικής σταθερότητας κάθε χώρας. Παρόλο που ανεβάζει τον επιθυμητό λόγο χρέους / ΑΕΠ στο 100%, από 60% που είναι στο ισχύον Σύμφωνο Σταθερότητας, η πρόταση συμπληρώνεται από την υποχρέωση κάθε υπερχρεωμένης χώρας να φτάσει στο 100% μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Αυτό για την Ελλάδα, αλλά και για την Ιταλία, σημαίνει ότι πρέπει να μειώσει το λόγο χρέους / ΑΕΠ σε ποσοστό κοντά ή πάνω από 5% τον χρόνο από το 2023.
Θα πει κανείς ότι το χρονικό διάστημα είναι τόσο μεγάλο (20 χρόνια) που κάθε χώρα μπορεί να κάνει πολλά και σε εύθετο χρόνο ώστε να φτάσει στο πολυπόθητο 100%. Δεν είναι έτσι όμως. Η πρόταση λέει ότι κάθε χώρα θα πρέπει να προσαρμοστεί με ρυθμό 1/20 κάθε χρόνο. Με άλλα λόγια, αν ισχύσει η πρόταση ως έχει, η Ελλάδα θα πρέπει να μειώνει το λόγο χρέους / ΑΕΠ τουλάχιστον κατά 5% τον χρόνο, αρχής γενομένης το 2023. Μείωση του λόγου χρέους / ΑΕΠ κατά 5% για την Ελλάδα σημαίνει ετήσια μεγέθυνση του ΑΕΠ 2,2%, με πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 3,5% στα σημερινά επιτόκια του 1,5%. Σε περίπτωση που επικρατήσουν τα σενάρια στασιμοπληθωρισμού, όπως φαίνεται να πιστεύουν όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι, και ανέβουν τα επιτόκια, τότε τα αναγκαία πλεονάσματα θα είναι ακόμη μεγαλύτερα. Σε κάθε περίπτωση, τέτοια μεγάλη διάρκεια συνεχών δημοσιονομικών πλεονασμάτων δεν έχουν καταφέρει να επιτύχουν ούτε πετρελαιοπαραγωγές χώρες.
Όμως όλη αυτή η συζήτηση δεν είναι μια αριθμητική άσκηση, ούτε ένα σύνολο υποθετικών σεναρίων. Το βασικό συμπέρασμα του νέου Συμφώνου Σταθερότητας είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει και δεν πρόκειται να αποκτήσει ομοσπονδιακή βάση. Είναι μια καπιταλιστική ολοκλήρωση, που βασίζεται στην παραδοχή ότι αυτοτελείς οικονομίες μπορούν να αποτελέσουν μια νομισματική και γεωπολιτική ολοκλήρωση, αφού το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ τους θα τις καταστήσει εξίσου ανταγωνιστικές. Είναι μια από τις πιο χρεοκοπημένες ιδέες στην ιστορία του καπιταλισμού και αυτό φαίνεται στην πράξη από την απόκλιση ανάμεσα στις οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Μάλιστα το χάσμα ανάμεσα στις αδύναμες χώρες του Νότου και στον βορειοευρωπαϊκό πυρήνα της ΕΕ έγινε ακόμη μεγαλύτερο το διάστημα της κρίσης και τούτο παρά την εφαρμογή σκληρών προγραμμάτων λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής για τις πρώτες. Βλέπετε, η δημοσιονομική πειθαρχία δεν είναι εχέγγυο για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός έχει νικητές και ηττημένους και αυτό δεν αλλάζει.
Κατά τη γνώμη μου, δεδομένης της διάρκειας αλλά και του βάθους της κρίσης που ξεκίνησε το 2008, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει πάψει να είναι βιώσιμη. Επιδιώκει τη συμμαχία με ομάδες συμφερόντων σε κάθε χώρα, όπως, παραδείγματος χάριν, οι λεγόμενοι «διαπλεκόμενοι» στην Ελλάδα με αντάλλαγμα την υποθήκευση ολόκληρης της κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν θα αργήσουν να ξεσπάσουν και άλλες φυγόκεντρες τάσεις όπως το Brexit.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ