Το έπος του 1940 και το μήνυμά του στη σημερινή Ελλάδα
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Τι ήταν αυτό που κινητοποίησε έναν λαό, τον ένωσε σε μια ψυχή ή σύμπνευση, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, και τον γιγάντωσε ώστε να κατορθώσει αυτό που φαινόταν ακατόρθωτο; Προφανώς, η αγάπη στην πατρίδα και κοντά σ’ αυτήν η οργή για την υπεροψία και την πρόκληση του αντιπάλου.
Η πίστη στην ελευθερία, που περιφρονεί και τον θάνατο, η εθνική αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, που έχουν πίσω τους έναν Όλυμπο, Μαραθώνες, Θερμοπύλες, Σαλαμίνα και μάχη μέχρις εσχάτων του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα στην Πύλη του Ρωμανού. Αδιάσπαστη διαχρονική μνήμη, που εντάσσει στο πιο σύγχρονό της κεφάλαιο την Επανάσταση του 1821 και τις υψηλές κορυφές των αγώνων και των θυσιών της, από το Σούλι και το Μεσολόγγι μέχρι το Χάνι της Γραβιάς, τα Δερβενάκια, τα πυρπολικά του Κανάρη και τα Ψαρά.
Είναι βέβαιο ότι οι ακατάβλητοι μαχητές στο ύψωμα 731, που απέκρουσαν 18 Ιταλικές επιθέσεις, κάτω από το βλέμμα του Μουσολίνι, και οδήγησαν σε συντριβή την Ιταλική Εαρινή Αντεπίθεση, είχαν μπροστά τους τις μορφές των προγόνων τους, τους ενέπνεαν, τους χαλύβδωναν και τους καθοδηγούσαν.
Η κινητοποίηση των ηθικών δυνάμεων ανεπλήρωσε πολύ μεγάλο μέρος της δυσαναλογίας των δυνάμεων και επέτρεψε στην Ελληνική πλευρά να καταφέρει το πρώτο πλήγμα στις ανίκητες μέχρι τότε και προελαύνουσες παντού δυνάμεις του Άξονος. Η ενότητα στρατού και λαού υπήρξε από την αρχή το μεγάλο όπλο της Ελληνικής πλευράς, που κινητοποίησε όχι μόνο τα μετόπισθεν σε εθνική πανστρατιά αλλά και τις γυναίκες της Ηπείρου σε άμεσο, ενεργό δράση στο μέτωπο, για τον ανεφοδιασμό του Στρατού με πυρομαχικά και τρόφιμα. Οι αλυσίδες των γυναικών της Ηπείρου, φορτωμένων με κάσες πυρομαχικών πάνω στις κακοτράχαλες, χιονισμένες βουνοκορφές της Πίνδου, έμειναν αποτυπωμένες στην συλλογική εθνική μνήμη και στα έργα μεγάλων καλλιτεχνών.
Ο ξέφρενος ενθουσιασμός και η ακλόνητη θέληση για αγώνα όρθωσαν στα βουνά της Πίνδου ένα πανίσχυρο μέτωπο, που γκρέμισε γρήγορα την Ιταλική υπεροψία και μετέτρεψε τον Ιταλικό στρατό από επιτιθέμενο σε αμυνόμενο, που υποχωρούσε διαρκώς και θ’ αναζητούσε γρήγορα διέξοδο φυγής στη θάλασσα, εάν δεν επενέβαινε ο Γερμανός σύμμαχός του. Ο τελευταίος το θεώρησε αναπόφευκτο για να διασώσει το γόητρο του Άξονος και να ασφαλίσει τα μετόπισθέν του, πριν την ανάληψη της προετοιμαζόμενης μεγάλης εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ενώσεως.
Η αθέλητη αυτή εκτροπή της Γερμανικής πολεμικής μηχανής προς τα Βαλκάνια, που επεβλήθη ως αναγκαιότητα από τα γεγονότα, είχε πολύ υψηλό κόστος για τη Γερμανική πλευρά και τον Άξονα. Καθυστέρησε για δύο μήνες, τουλάχιστον, την εξαπόλυση της επιχειρήσεως «Μπαρμπαρόσα», γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα οι Γερμανικές τεθωρακισμένες δυνάμεις, που ήταν η αιχμή του δόρατος του κεραυνοβόλου πολέμου του Χίτλερ, να καθηλωθούν στα χιόνια και στις λάσπες του χειμώνα, στα πρόθυρα της Μόσχας. Ήταν το έσχατο όριο της Γερμανικής προελάσεως. Ήρθε μετά η Σοβιετική αντεπίθεση της Μόσχας και η τιτανομαχία του Στάλινγκραντ, που έκλινε οριστικά κατά του Άξονος τις τύχες του πολέμου.
Ο δίκαιος εγκωμιασμός των ηθικών δυνάμεων, που γαλβάνισαν τη θέληση και την ορμή του Ελληνικού Στρατού και λειτούργησαν ως πολλαπλασιαστής ισχύος, δεν πρέπει να μας οδηγεί σε υποβάθμιση και παραγνώριση του στρατηγικού σχεδιασμού και της συστηματικής προετοιμασίας. Η Ελλάδα προέβλεψε σωστά την επερχόμενη Ιταλική επίθεση και προέβη σε έγκαιρη προετοιμασία, παρά τις οικονομικές δυσκολίες και την προτεραιότητα που έδιναν οι σύμμαχες χώρες, Μ. Βρετανία και Γαλλία, στους δικούς τους εξοπλισμούς. Δόθηκε επίσης ιδιαίτερη προσοχή στην κατασκευή οχυρωματικών έργων και στην ανάπτυξη του ορειβατικού Πυροβολικού, που έκανε κυριολεκτικά θαύματα στην Πίνδο. Σ’ αυτό, όπως και γενικότερα στην επιτυχία του αμυντικού αγώνα, συνέβαλε η επίπονη εκπαίδευση των στρατιωτών αλλά και η καθοδήγησή τους από αξιωματικούς που είχαν στο ενεργητικό τους την πείρα που απέκτησαν στις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικράς Ασίας.
Η επιστράτευση έγινε σταδιακά και αποτελεσματικά, γεγονός που επέτρεψε στις εφεδρείες να φτάσουν γρήγορα στα σύνορα και να ενισχύσουν τις δυνάμεις προκαλύψεως. Οι Ιταλοί πλήρωσαν ακριβά την υποτίμηση του Ελληνικού Στρατού. Στήριξαν επίσης μάταιες ελπίδες στη διάσπαση του εσωτερικού μετώπου και στη συνεργασία με φιλογερμανικές δυνάμεις στο σώμα των αξιωματικών και στην κοινωνία. Οι ελπίδες τους όμως διαψεύσθηκαν. Οι πυρήνες ενδεχομένων συνεργατών εντοπίσθηκαν εγκαίρως και εξουδετερώθηκαν.
Η σπουδή του Μουσολίνι «να πληρώσει τον Χίτλερ με το ίδιο νόμισμα», αποκρύπτοντας από αυτόν, μέχρι την τελευταία στιγμή, την επίθεση κατά της Ελλάδος, όπως είχε αποκρύψει ο Χίτλερ από το Μουσολίνι την υπαγωγή της Ρουμανίας στον έλεγχό του, τον οδήγησε σε ανάληψη της εκστρατείας κατά της Ελλάδος στην αρχή του χειμώνα αντί της ανοίξεως. Πίστευε ότι, με τη βοήθεια των Αλπινιστών που διέθετε, τη συντριπτική αεροπορική υπεροχή και τον ανώτερο άλλο εξοπλισμό κάθε είδους του ιταλικού στρατού αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα. Έκανε όμως μεγάλο λάθος. Προσπάθησε να το διορθώσει με την Ανοιξιάτικη Αντεπίθεση, τον Μάρτιο του 1941, διπλασιάζοντας, ταυτόχρονα, τις επιτιθέμενες δυνάμεις. Απέτυχαν όμως πάλι, γιατί εν τω μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η επιστράτευση του Ελληνικού Στρατού και είχε χαλυβδωθεί η θέλησή του για αντίσταση και νίκη.
Η αντίσταση κατά της Γερμανικής επιθέσεως δεν μπορούσε, αντικειμενικά, να έχει το ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς μαζική Συμμαχική ενίσχυση. Αυτή δεν δόθηκε, γιατί η πίεση του Ρόμελ στη Βόρεια Αφρική, με κατεύθυνση την Αλεξάνδρεια, δεν άφηνε πολλά περιθώρια στους Άγγλους να αποσπάσουν δυνάμεις για την Ελλάδα. Οι μικρές δυνάμεις που έστειλαν είχαν περισσότερο συμβολικό, παρά πραγματικό χαρακτήρα.
Τα όσα ακολούθησαν αποτελούν ένα άλλο κεφάλαιο, έστω και αν αποτελούν συνέχεια του Έπους του 1940. Η διαφαινόμενη νίκη των Συμμάχων ενέπνευσε πολλές ελπίδες και προσδοκίες στον Ελληνικό λαό, που είχε πρωταγωνιστήσει κατά την πιο σκοτεινή ώρα του Πολέμου. Ενέσκηψε όμως πάλι ο διχασμός και η Ερινύς του εμφυλίου πολέμου.
Με την απόσταση του χρόνου, η εποποιΐα του 1940 έχει την ομορφιά των αγριολούλουδων της Πίνδου, που σκεπάζουν και δοξάζουν τη μνήμη των ηρώων που έπεσαν στις βουνοκορφές της, υπερασπίζοντας ό,τι πίστευαν ότι είναι «το σεμνότερον και το αγιώτερον», όπως λέει ο Πλάτων, διά του στόματος του Σωκράτη, για την πατρίδα. Ο εορτασμός κάθε χρόνο της επετείου της 28ης Οκτωβρίου είναι ελάχιστος φόρος τιμής σ’ αυτούς που απέθαναν για την πατρίδα και σ’ όλους αυτούς που συναγωνίσθηκαν, με ευτυχέστερη τύχη, για τον ίδιο σκοπό. Η μεγαλύτερη ευλάβεια και σεβασμός στη μνήμη τους είναι η διαφύλαξη και η επαναβεβαίωση των ιερών και οσίων για τα οποία έδωσαν τη ζωή τους.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, γιατί εμφανίζονται διάφοροι που, είτε ως αναμεταδότες είτε ως εύπιστοι και αφελείς θεράποντες, προσπαθούν να υποσκάψουν και να συκοφαντήσουν την έννοια της πατρίδας. Ορισμένοι φτάνουν στο σημείο να παρουσιάζουν τον πατριωτισμό ως δήθεν «ρατσισμό», «εθνικισμό» και «φασισμό», προάγοντας ως «σύγχρονη» και «προοδευτική» ιδεολογία έναν ποικιλώνυμο εθνομηδενισμό. Ας θυμηθούν όσοι υποστηρίζουν τις ανιστόρητες αυτές απόψεις ότι οι ήρωες της Πίνδου πολέμησαν τον πραγματικό φασισμό, εμπνεόμενοι ακριβώς από την πίστη τους στην πατρίδα, που την ταύτιζαν με τη ζωή τους. Ένας λαός δεν πάει πουθενά, χωρίς πατρίδα.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ