Το δίκαιο του ανταγωνισμού και η αγορά ενέργειας – Του Π. Αδαμίδη
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Η Ευρωπαϊκή Ένωση οικοδομήθηκε και αναπτύχθηκε με μία βασική παραδοχή. Η ευημερία και η οικονομική πρόοδος θα αποθάρρυναν κάθε σκέψη και επιθυμία για προσφυγή στη βία και στον πόλεμο. Η γκρίνια και η δυσθυμία που προκαλούν οι στερήσεις είναι αυτές που, σε επίπεδο ατομικού μικρόκοσμου και κοινωνίας, οδηγούν σε αναβρασμό, αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις.
Για να υπάρχει, από την άλλη, ανάπτυξη και παραγωγή πλούτου, πρέπει η αγορά να αποδίδει και να μπορεί να συμμετέχει σε αυτήν κάθε ενδιαφερόμενος, με όρους διαφάνειας και ισοτιμίας και χωρίς τεχνητά εμπόδια εισόδου και εξοντωτικές πρακτικές από τους ισχυρούς παράγοντες. Οι όροι αυτοί είναι η πεμπτουσία του δικαίου του ανταγωνισμού, που θέτει ως αντικειμενικό του στόχο αλλά και ως βάση νομιμοποίησής του την εξασφάλιση των ποιοτικότερων υπηρεσιών και προϊόντων στους ευρωπαίους καταναλωτές, στις συμφερότερες τιμές. Η θεματική μάλιστα διαμόρφωσης των πολιτικών ανταγωνισμού και συμμόρφωσης με αυτές αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το «ιερό δισκοπότηρο» για την αποδοτική λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς.
Το φάσμα της ενεργειακής κρίσης, που επηρεάζει ολοένα και εντονότερα την παραγωγή αλλά και το βιοτικό επίπεδο των ευρωπαίων πολιτών, ώθησε τις κοινοτικές αρχές να ξεκινήσουν τις διαδικασίες για να διακριβωθούν τυχόν υπεύθυνοι από πλευράς πρακτικών ανταγωνισμού. Το ερώτημα είναι διττό. Πρέπει κατά τούτο να ελεγχθεί αν υπάρχουν προμηθευτές που κάνουν κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης τους, όπως επίσης αν υπάρχει εναρμονισμένη πρακτική από τους προμηθευτές, που ελέγχουν την παραγωγή και ροή των ορυκτών καυσίμων στην ευρωπαϊκή αγορά, με σκοπό να κρατούν τις τιμές, κατά τρόπο τεχνητό και αδικαιολόγητο, ψηλά.
Κύρια ύποπτος, ακόμα και εάν δεν κατονομάζεται, είναι η ρωσική Gazprom, το μεγαθήριο που ελέγχει την προμήθεια του 40% του φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Η αιτίαση σε βάρος της είναι συγκεκριμένη. Λέγεται ότι το επιχείρημα της ρωσικής εταιρείας περί της αδυναμίας της να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες και να αντισταθμίσει την περιορισμένη προσφορά δεν έχει να κάνει με την έλλειψη αποθεμάτων της σε φυσικό αέριο, αλλά στους αγωγούς που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει για τη μεταφορά του φυσικού της αερίου. Με άλλα λόγια, τα αποθέματά της υπερκαλύπτουν τις ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς σε κάθε δεδομένη στιγμή, επιλέγει όμως να μην τα διαθέσει μέσω των υφιστάμενων αγωγών, που διέρχονται από την Ουκρανία, προκειμένου να επιταχύνει την αδειοδότηση για τον Nord Stream 2. Η καταλυτική, εξάλλου, επιρροή των Ρώσων στη ροή του φυσικού αερίου και στη διακύμανση των τιμών της αγοράς αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι με μία δήλωση και μόνο του ρώσου Προέδρου, περί της διάθεσης αυξημένων ποσοτήτων φυσικού αερίου από τους Ρώσους, η τιμή του μειώθηκε κατά 13%.
Αναμφισβήτητα, σε μια τέτοιας ευρείας έκτασης έρευνα και αντιδικία οι ενδιαφερόμενες πλευρές έχουν να προτάξουν σωρεία επιχειρημάτων. Η προηγούμενη έρευνα σε βάρος των αντιανταγωνιστικών πρακτικών της Gazprom ξεκίνησε το 2012 και ολοκληρώθηκε το 2018. Ως αποτέλεσμά της, οι Ρώσοι δέχτηκαν να εγκαταλείψουν πρακτικές που τους επέτρεπαν, μεταξύ άλλων, να ακολουθούν διαφοροποιημένη τιμολογιακή πολιτική έναντι των κρατών κυρίως της Κεντρικής Ευρώπης, ως μέσο πολιτικής τους πίεσης, όπως και να απαγορεύουν τη μεταπώληση φυσικού αερίου από τη μια χώρα στην άλλη. Σε προφανές αντάλλαγμα, δεν τους επιβλήθηκε πρόστιμο από τις κοινοτικές αρχές, που θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το 10% του κύκλου εργασιών τους. Τα μεγέθη είναι δυσθεώρητα, αν λάβει κανείς υπόψη πως το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Gazprom από τις πολωνικές αρχές, το 2020, για αντιανταγωνιστικές πρακτικές έφτασε το ποσό των 6,5 δισ. ευρώ.
Πέρα όμως από τους προμηθευτές και τη δυναμική αντιμετώπισή τους, το δίκαιο του ανταγωνισμού, στις εξαιρετικές συνθήκες που βιώνουμε, προβλέπει και επιτρέπει την ευέλικτη εφαρμογή του και από τις εθνικές αρχές των κρατών-μελών, για την ανακούφιση των πολιτών τους. Εκτιμάται ότι όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στα ορυκτά καύσιμα και στην ηλεκτρική ενέργεια αντιπροσωπεύουν το 41% της τιμής, που πρέπει να καταβάλει ο ευρωπαίος καταναλωτής. Αυτοί οι φόροι μπορούν να μειωθούν ή και να εξαλειφθούν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Στο ίδιο πλαίσιο, οι εθνικές αρχές μπορούν ακόμα και να χρηματοδοτήσουν τους ασθενέστερους καταναλωτές, για την αντιμετώπιση των αυξημένων οφειλών, αντλώντας πόρους από τα έσοδα, μεταξύ άλλων, του μηχανισμού εμπορίας ρύπων.
Σε κάθε περίπτωση, οι κανόνες περί ανταγωνισμού, όπως και η ευέλικτη εφαρμογή τους, μπορούν να διαμορφώσουν το πλαίσιο για θεσμική και μεσομακροπρόθεσμη διαχείριση των παθογενειών στην αγορά ενέργειας. Δεν μπορούν να δώσουν άμεσες λύσεις και να υποκαταστήσουν τις υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών και τις επιλογές τους. Ούτε και να εξαλείψουν τις συνέπειες από τις αποσπασματικές και κατακερματισμένες ρυθμίσεις, με βάση τις εθνικές προτεραιότητες. Ο κεντρικός σχεδιασμός απαιτεί γενναιότητα συμβιβασμών. Κάθε άλλο πρόταγμα είναι θνησιγενές και υπονομεύει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ