Π. Κρίκαρντ: Πολύ πιθανό για την Ελλάδα να αποκτήσει μεγάλη βιομηχανία κινηματογραφικών γυρισμάτων
Την εκτίμηση ότι «είναι πολύ πιθανό για την Ελλάδα» να καταφέρει να αποκτήσει μεγάλη βιομηχανία κινηματογραφικών γυρισμάτων και να προσελκύει κορυφαίες διεθνείς παραγωγές, διατυπώνει σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Πόλα Κρίκαρντ (Paula Crickard), επικεφαλής στο τμήμα μετα-παραγωγής (post-production) των κινηματογραφικών στούντιο «NU Boyana UK».
Θεωρεί βέβαιο πως η Θεσσαλονίκη θα προσελκύσει περισσότερες παραγωγές της «ΝU Boyana» -ήδη γυρίστηκαν σκηνές της ταινίας «Barracuda» («The Enforcer») με τους Αντόνιο Μπαντέρας και Κέιτ Μπόσγουρθ και επίκεινται γυρίσματα του «The Expendables 4» με τους Σιλβέστερ Σταλόνε, Τζέισον Στέιθαμ και Μέγκαν Φοξ- και γι’ αυτό ενθαρρύνει το ανθρώπινο ταλέντο της πόλης να έρθει σε επαφή με την εταιρεία.
«Μη φοβόσαστε να κάνετε μεγάλα όνειρα» παραινεί η Πόλα Κρίκαρντ, που χρησιμοποιώντας τεχνολογικά εργαλεία αιχμής, οθόνες υπολογιστών και κονσόλες, έχει διαθέσει τη δημιουργική της «μπαγκέτα» σε διεθνείς παραγωγές προϋπολογισμού εκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες έχουν προβληθεί σε κινηματογραφικές αίθουσες σε όλον τον κόσμο. Μεταξύ αυτών, οι ταινίες «The Protégé» (2021), «Tesla» (2020), «The Man Who Killed Don Quixote» (2018) και «The fantastic beasts and where to find them» (2016).
Όπως ξεκαθαρίζει, προς το παρόν δεν μπορεί να μοιραστεί λεπτομέρειες για την ταινία «The Expendables 4», αλλά σε ό,τι αφορά το εν εξελίξει «Barracuda» επισημαίνει: «θέλουμε πολύ να μιλήσουμε με όποιον/α VFX artist (καλλιτέχνη οπτικών εφέ) διαβάσει αυτή τη συνέντευξη και να του/της πούμε να νιώσει άνετα να έρθει σε επαφή». Η συζήτηση με την ιρλανδικής καταγωγής Κρίκαρντ, που είναι και συνιδρύτρια της εταιρείας «HaZ Film», έγινε στη Θεσσαλονίκη, ενόψει της ομιλίας της σε εκδήλωση του Film Office Κεντρικής Μακεδονίας, στο πλαίσιο της έκθεσης «Beyond 4.0».
Θεσσαλονίκη σε …ρόλο Μαϊάμι. Τζιτζίκια, «ουρανοκατέβατα» κτήρια, «καπνός και καθρέφτες»
Η μεσογειακή Θεσσαλονίκη και το κοντινό στην Καραϊβική Μαϊάμι, καίτοι αμφότερες παραθαλάσσιες πόλεις, λίγα κοινά μοιράζονται. Πώς μπορεί η εικονική μετα-παραγωγή να κάνει έναν δρόμο στη Θεσσαλονίκη να «πείσει» ως Μαϊάμι; Πρώτον, εξηγεί η Κρίκαρντ, άνθρωποι ειδικευμένοι στην επιλογή τοποθεσιών (location scouts) έχουν ήδη επιλέξει τον συγκεκριμένο δρόμο, επειδή είναι αόριστα παρόμοιος, π.χ., γιατί είναι φαρδύς και έχει αμερικανικό χρώμα και αίσθηση.
«Δεύτερον, σε συνάρτηση με τη δράση της ταινίας, μπορεί να “χτίσουμε” τρισδιάστατα μοντέλα κτηρίων του Μαϊάμι, που δεν προστατεύονται από copyright και να τα “ρίξουμε” (στα πλάνα) για να δώσουμε το σωστό πλαίσιο. Στη συνέχεια θα χρειαστεί πιθανώς να αλλάξουμε πολύ μικρές λεπτομέρειες, όπως οι επιγραφές στα καταστήματα και οι φωτεινοί σηματοδότες. Είναι κάτι σαν το “καπνός και καθρέφτες” στο θέατρο» λέει η Κρίκαρντ και προσθέτει πως, επίσης, ο σκηνοθέτης θα πήγαινε στο Μαϊάμι με ένα μικρό συνεργείο και θα κινηματογραφούσε αυτό που αποκαλείται «plates» (σ.σ. εικόνες παρασκηνίου, συνήθως χωρίς ηθοποιούς). «Στη συνέχεια, θα χρησιμοποιούσαμε compositor tools (εργαλεία σύνθεσης), συνήθως στο λογισμικό “Nuke” και θα “ρίχναμε” τα plates στη σκηνή και από αυτά θα παίρναμε αίσθηση “χρώματος”, γιατί πιστεύω ότι το Μαϊάμι έχει ένα πολύ ιδιαίτερο, “πλούσιο” χρώμα και αυτό είναι κάτι, που οι άνθρωποι συνδέουν με το Μαϊάμι» λέει.
Δεν είναι όμως μόνο όσα βλέπουμε κρίσιμης σημασίας, αλλά και όσα ακούμε. Π.χ., εξηγεί, ο τύπος των τζιτζικιών στη Θεσσαλονίκη, είναι διαφορετικός από εκείνα του Μαϊάμι, παράγουν διαφορετικό τερέτισμα -κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψη για ένα άρτιο αποτέλεσμα. Όπως κι ο ήχος των ανθρώπων στο παρασκήνιο, η φωνή του πωλητή στην αγορά, ο τύπος της σειρήνας του ασθενοφόρου και του περιπολικού. «Όλοι οι θόρυβοι που ακούμε όταν περπατάμε στο δρόμο, είναι πολύ διαφορετικοί στη Θεσσαλονίκη απ’ ό,τι στο Μαϊάμι. ‘Ολα αυτά είναι ηχητικό τοπίο και “υφή”» σημειώνει.
Υπάρχουν επίσης στοιχεία 3D, όπως διαφορετικά αυτοκίνητα. Για παράδειγμα, μπορεί να υπάρχει ως 3D στοιχείο ένα μεγάλο «Range Rover» ή κάτι παρόμοιο, το οποίο υπάρχει η δυνατότητα να «ντυθεί» (διαδικασία skin-it), «πράγμα που σημαίνει ότι το τυλίγουμε με ένα νέο “δέρμα”, τοποθετούμε αμερικανικές πινακίδες κυκλοφορίας -ή αντίστοιχα βάζουμε το τιμόνι στα δεξιά, εάν γυρίζουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι απίστευτο πώς ένα ή δύο στοιχεία σε περίοπτη θέση σε ένα πλάνο θα σας κάνουν αμέσως να πιστέψετε ότι βρίσκεστε κάπου, όπου δεν είσαστε» υπογραμμίζει.
Το ανθρώπινο ταλέντο στον τομέα του post-production στην Ευρώπη και την Ελλάδα
Η Ευρώπη, γενικά, έχει καταπληκτικό επίπεδο ανθρώπινου ταλέντου στα οπτικά εφέ (VFX), λέει, και το Λονδίνο δείχνει να κατέχει τα «σκήπτρα» του κέντρου της από αυτή την άποψη. «Παραδοσιακά προμηθευόμαστε περίπου 40% των μελών των ομάδων VFX από την Ευρώπη και για παραγωγές που η μετα-παραγωγή τους γίνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Brexit θα επηρεάσει την ικανότητά μας να δουλεύουμε τόσο απρόσκοπτα με αυτό το μεγάλο ταλέντο» λέει.
Στο ερώτημα δε, ποιο είναι το επίπεδο του ανθρώπινου ταλέντου μετα-παραγωγής στην Ελλάδα, γνωστοποιεί ότι επισκέφτηκε πρόσφατα την Αθήνα και προσπάθησε να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους κι εγκαταστάσεις post-production, δεδομένου ότι η NU Boyana θέλει να χρησιμοποιήσει τοπικό ταλέντο (για τις κινηματογραφικές παραγωγές στην Ελλάδα).
«Αυτό που ανακάλυψα είναι ότι η αγορά επικεντρώνεται κυρίως σε εγχώριες τηλεοπτικές εκπομπές και τοπικές ταινίες -διορθώστε με αν κάνω λάθος, γιατί είδα μόνο ένα μικρό “παράθυρο” απ’ ό,τι συμβαίνει εδώ. Το ότι υπάρχει επικέντρωση σε τοπικές παραγωγές είναι απολύτως λογικό. Οι άλλες χώρες δεν μιλούν ελληνικά και αν είστε Έλληνας παραγωγός πρέπει να δημιουργήσετε μια ταινία που “βγάζει τα λεφτά της” στην επικράτειά της. Αλλά ακόμα κι αν αυτή η ταινία γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα, δεν θα βγάλει εκατομμύρια εκατομμυρίων. Δεν είναι σαν μια ταινία γυρισμένη στα αγγλικά, ισπανικά ή γαλλικά, που έχουν πολύ μεγαλύτερες αγορές. Οπότε είναι πολύ κατανοητό ότι η Ελλάδα έχει μικρή αγορά» λέει.
Αυτό δεν σημαίνει, ξεκαθαρίζει, ότι οι άνθρωποι στην Ελλάδα δεν είναι ικανοί να κάνουν πολύ μεγαλύτερες ταινίες, χρειάζονται μόνο εμπειρία. «Όταν πήγα στην Αθήνα, βρήκα μία ή δύο εγκαταστάσεις post-production, με τις οποίες θα μπορούσα δυνητικά να δουλέψω πάνω σε ένα μεγαλύτερο έργο. Το “Authorwave” στην Αθήνα είναι καλό παράδειγμα εταιρείας, της οποίας οι υποδομές μπορούν να κάνουν scale up (κλιμάκωση). Αυτή τη στιγμή, τα τοπικά συνεργεία έχουν περιορισμούς, αλλά με την πάροδο του χρόνου και την ευκαιρία να εργαστούν σε μεγαλύτερα έργα, σύντομα θα υπάρξει υψηλό επίπεδο ταλέντων στην Ελλάδα (…) Με το “Barracuda” κάνουμε ό,τι μπορούμε για να χρησιμοποιήσουμε τοπικές εταιρείες και ανθρώπους και νομίζω ότι όσο περισσότερο το κάνουμε αυτό, κάθε φορά, θα υπάρχουν όλο και περισσότεροι ντόπιοι και η κατάσταση ολοένα θα βελτιώνεται» εκτιμά.
Πώς έφτασε το «Game of Thrones» στη Βόρεια Ιρλανδία και ποια είναι η προοπτική για την Ελλάδα
Η Πόλα Κρίκαρντ κατάγεται από τη Βόρεια Ιρλανδία, όπου, λίγα χρόνια πριν, υπήρχε μόνο μια πολύ μικρή βιομηχανία κινηματογραφικών γυρισμάτων, με στενά τοπικό χαρακτήρα και πολύ μικρές παραγωγές. Αυτό όμως άλλαξε άρδην μέσα σε διάστημα πολύ μικρότερο από δύο δεκαετίες.
«Η Επιτροπή Κινηματογράφου έκανε φανταστική δουλειά, γιατί μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε διαφορετικά φορολογικά κίνητρα, αλλά και σε εκπαίδευση και σε σχήματα για ταινίες μικρού μήκους. Πιστεύω πως τα σχήματα αυτά είναι απαραίτητα για την εκπαίδευση, καθώς προσφέρουν πραγματική εμπειρία στην πράξη (για το) πώς λειτουργούν οι ταινίες και πόσο σημαντικό είναι το πρωτόκολλο» εξηγεί. Υπήρχαν επίσης μαθήματα ταινιών μικρού μήκους κάθε χρόνο, που έδιναν στο ντόπιο δυναμικό την ευκαιρία να κινηματογραφήσει με τον κατάλληλο εξοπλισμό και τους κατάλληλους ηθοποιούς.
«Σήμερα η Βόρεια Ιρλανδία έχει μεγάλη βιομηχανία γυρισμάτων, έχουμε κορυφαίες διεθνείς παραγωγές που έρχονται συνεχώς για γυρίσματα, όπως το “Game of Thrones” (σ.σ. σκηνές στους κύκλους ένα έως οκτώ γυρίστηκαν σε 25 τοποθεσίες στη Βόρεια Ιρλανδία) και τα διεθνή μας συνεργεία χαίρουν πιθανώς μεγάλου σεβασμού. Αυτό είναι πολύ πιθανό να συμβεί και στην Ελλάδα. Άλλωστε, ο καιρός εδώ είναι πολύ καλύτερος και υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία ώστε να έρθουν άνθρωποι. Στην περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας, χρειάστηκαν περίπου οκτώ έως 15 χρόνια, για να αποκτήσει η περιοχή μεγάλη βιομηχανία γυρισμάτων. Ο Andrew Reid από τη “Northern Irish Screen” έπαιξε καθοριστικό ρόλο» λέει.
Το θάρρος των ονείρων κι η ελληνική κουλτούρα
Κατά την Κρίκαρντ, είναι πολύ καλό ότι η NU Boyana είναι κοντά στη Θεσσαλονίκη, «οπότε έχει νόημα για εμάς να δουλεύουμε εδώ. Θα μου άρεσε να δω περισσότερους ανθρώπους να εκπαιδεύονται και μια κινηματογραφική κοινότητα να δημιουργείται εδώ, ώστε οι τοπικοί παραγωγοί, νέοι και μεγαλύτεροι σε ηλικία, να μη χρειάζεται να φύγουν. Είμαι αισιόδοξη ότι αυτό μπορεί να συμβεί. Πιστεύω στο θάρρος των ανθρώπων να έχουν τα όνειρά τους. Και νομίζω ότι η ελληνική κουλτούρα ενθαρρύνει πολύ την αίσθηση της ταυτότητας και τη φιλοδοξία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, για να μην συμβεί κάτι τέτοιο, από όσα έχω δει μέχρι σήμερα, αλλά απαιτείται η υποδομή, καλύτερο Διαδίκτυο και μεγαλύτερη στήριξη από την τοπική κυβέρνηση. Αν οι επιχειρήσεις και το τοπικό Film Office συνεργαστούν, ώστε να δώσουν ευκαιρίες στους παραγωγούς ταινιών να αποκτήσουν εμπειρία, αυτό θα βοηθούσε πραγματικά» σημειώνει.
Στο ερώτημα αν θα δούμε περισσότερες ταινίες της NU Boyana στη Θεσσαλονίκη, απαντά: «Θα έλεγα πως ναι, νομίζω πως σίγουρα θα δούμε περισσότερες και εν μέρει αυτό είναι ο λόγος που θέλω να ενθαρρύνω τους ανθρώπους να έρθουν σε επαφή μαζί μας».
Υπάρχει κάποια εκτίμηση ως προς τον αριθμό των ντόπιων και τις ειδικότητες που θα εργαστούν στο «The Εxpendables»;
«Δυστυχώς δεν μπορώ να μιλήσω για το “ The Expendables”. Όσον αφορά το “Barracuda”, αξιοποιήσαμε πολλούς ντόπιους. Πιθανώς θα χρησιμοποιήσουμε πολύ περισσότερους στο “ The Expendables”, γιατί δημιουργούμε ένα μεγάλο σετ (…). Όσον αφορά τους ανθρώπους που προσλαμβάνουμε όταν κάνουμε γυρίσματα σε κάποια τοποθεσία, προφανώς χρησιμοποιούμε πολύ ντόπιο δυναμικό στον τομέα των κατασκευών, επαγγελματίες του art department, ανθρώπους που έχουν δουλέψει μαζί μας στο παρελθόν και πολλούς νομικούς και λογιστές. ‘Οταν έχουμε να κάνουμε με stunts (ανθρώπους που ντουμπλάρουν τους ηθοποιούς σε επικίνδυνες σκηνές), με τον σχεδιασμό ή την κατασκευή συγκεκριμένων κινηματογραφικών σετ, αυτές είναι δεξιότητες που δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους ανθρώπους εδώ να τις έχουν ακόμα, αλλά θέλουμε πάντα να εκπαιδεύουμε τα άτομα κι αν κάποιος δείξει ικανότητα, τότε μπορεί να έχει την ευκαιρία να δουλέψει στην ταινία. Όσον αφορά το “Barracuda”, θέλουμε πολύ να μιλήσουμε με κάθε Έλληνα VFX artist, που ενδέχεται να διαβάσει αυτό το κείμενο. Χτίζουμε γρήγορα τις συνδέσεις και τις επαφές μας, το Film Office ήταν εξαιρετικό, το ίδιο και οι τοπικοί παραγωγοί» λέει.
Χειραγωγώντας …τα σύννεφα
Πώς αλλάζει το virtual post production τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται οι παραγωγοί ταινιών; Κατά την Πόλα Κρίκαρντ, «η εικονική μετα-παραγωγή επιτρέπει στους παραγωγούς ταινιών να είναι πιο περιπετειώδεις και φιλόδοξοι στο αφήγημά τους. Πλέον, οι παραγωγοί ταινιών μπορούν να αλλάξουν σε πραγματικό χρόνο τα στοιχεία (της ταινίας), που έχουν δημιουργηθεί σε υπολογιστή. Είναι όλα ενσωματωμένα στην κάμερα, με το “ Unreal Engine”, αν αυτή την τεχνολογία χρησιμοποιείς. Όταν γυρίζεις μια σκηνή, π.χ., μπορείς πολύ γρήγορα να αποφασίσεις ότι ίσως πρέπει να υπάρχουν κάποια σύννεφα δημιουργημένα σε υπολογιστή. Μετά είναι πολύ απλό να αλλάξεις τις πλευρές και το σχήμα των σύννεφων, να τα κάνεις μικρότερα ή να αποφασίσεις ότι δεν τα χρειάζεσαι πια. Αυτό είναι πολύ συναρπαστικό, γιατί παλιά, ό, τι τραβούσες στο γύρισμα, με αυτό έμενες κολλημένος και δεν είχες τη δυνατότητα να το “χειραγωγήσεις”» λέει μεταξύ άλλων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Αλεξάνδρα Γούτα
*Τη φωτογραφία παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ το Film Office Κεντρικής Μακεδονίας