Όταν ελληνικές κυβερνήσεις και κόμματα συμπράττουν με ξένα κέντρα για αλλοτρίωση της Ελλάδος

Όταν ελληνικές κυβερνήσεις και κόμματα συμπράττουν με ξένα κέντρα για αλλοτρίωση της Ελλάδος


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Υπάρχουν πολλά θέματα επικαιρότητας και υποτιθέμενης υψηλής πολιτικής, τα οποία αξίζουν σχολιασμό και συζήτηση. Θεωρώ όμως σκόπιμο να αναφερθώ σήμερα σ’ ένα θέμα, η σημασία του οποίου υποβαθμίζεται σκοπίμως από τα συστημικά ΜΜΕ και παρουσιάζεται περίπου ως αναπότρεπτη εξέλιξη, προς την οποία πρέπει «να προσαρμοσθούμε». Αφορμή για την αναφορά αυτή είναι μια σειρά ενδεικτικών γεγονότων, που προαναγγέλλουν όχι και τόσο ευχάριστες εξελίξεις για το εθνικό μέλλον και την ταυτότητα της χώρας.

Λίγες μέρες πριν, στην πρώτη συνεδρίαση του λεγόμενου Φόρουμ «Ελλάδα 2040», πρωτοβουλία που ανέλαβε η Γιάννα Αγγελοπούλου ως συνέχεια της Επιτροπής για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στον χαιρετισμό που απηύθυνε, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο μεγάλο θέμα της υπογεννητικότητας και της μειώσεως του πληθυσμού. Αντί όμως να εξαγγείλει μέτρα για την αύξηση των γεννήσεων του Ελληνικού πληθυσμού και την ανάσχεση της μεταναστεύσεως των νέων στο εξωτερικό, καθησύχασε τον Ελληνικό λαό ότι, ευτυχώς, έρχονται άλλοι πληθυσμοί, οι παράνομοι δηλαδή μετανάστες που αναπληρώνουν το δημογραφικό έλλειμμα. Με απλά λόγια, ο πρωθυπουργός της χώρας, που λειτουργεί από τη θέση του και ως ο εθνικός ηγέτης του Ελληνικού λαού, δεν βλέπει κανένα πρόβλημα στην αντικατάσταση των Ελλήνων από ξένους, αλλόφυλους και αλλόθρησκους παράνομους μετανάστες. Οι τελευταίοι εισρέουν στη χώρα από κάθε σημείο του πλανήτη και κυρίως από ακραίες Μουσουλμανικές χώρες, που είναι επιπλέον στρατηγικοί σύμμαχοι της Άγκυρας.

Τις απόψεις του αυτές τις είχε κάνει γνωστές από την αρχή της θητείας του, όταν είχε εκφράσει τη χαρά του για το γεγονός ότι βλέπει την Ελληνική κοινωνία να μετατρέπεται σιγά σιγά σε πολυπολιτισμική. Αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν, υπό τις συνθήκες αυτές, να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το πρόβλημα της παράνομης μεταναστεύσεως. Χρειάσθηκε να έρθει η κορυφαία πρόκληση στον Έβρο, με την απόπειρα μαζικής εισόδου στη χώρα δεκάδων χιλιάδων παρανόμων μεταναστών, ελαυνομένων απροκάλυπτα από την Τουρκική Στρατοχωροφυλακή και τον Τουρκικό Στρατό, για να αφυπνισθεί ο έλληνας πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του και να αντιληφθεί ότι έπρεπε να υπερασπίσει τα Ελληνικά σύνορα και να βάλει στην άκρη τα ιδεολογήματα για μη απώθηση των υποτιθέμενων προσφύγων.

Μετά την παρέλευση του μεγάλου κινδύνου, η εργαλειοποίηση του οποίου από το καθεστώς Ερντογάν ήταν καταφανής, επανήλθαν οι πιέσεις για την εφαρμογή πάλι της περιβόητης Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το Άσυλο και τη μη απώθηση όσων προσέρχονται στα Ευρωπαϊκά σύνορα και κραδαίνουν μια αίτηση παροχής ασύλου. Οι πιέσεις αυτές εντείνονται με το πρόσχημα του φιλανθρωπισμού και με τη συμμετοχή στις καταγγελίες για παράνομες δήθεν επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο και Ελλήνων Ευρωβουλευτών. Οι τελευταίοι καταγγέλλουν τη χώρα τους γιατί δεν αφήνει ανοικτά τα σύνορα, για να επιδίδεται απρόσκοπτα το καθεστώς Ερντογάν στον υβριδικό πόλεμο που διεξάγει κατά της Ελλάδος με την παράνομη μετανάστευση. Οι ίδιοι όμως Ευρωβουλευτές δεν επιδεικνύουν το ίδιο μένος ούτε για να καταγγείλουν την Άγκυρα για τη μη εφαρμογή της συμφωνίας για επιστροφή στην Τουρκία όσων παρανόμων μεταναστών, προερχομένων από την Τουρκία, απορρίπτεται η αίτηση ασύλου ούτε την Ευρωπαϊκή πολιτική για το άσυλο, που θέλει να φορτώσει στην Ελλάδα, ως χώρα εισόδου, όσους εισέρχονται παράνομα, προσφέροντας μόνο χρήματα για τη μόνιμη εγκατάστασή τους στη χώρα μας. Η πολιτική όμως αυτή καταλήγει σε εποικισμό της χώρας με παράνομους μετανάστες με Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Προφανώς είναι απαράδεκτη και επαίσχυντη.

Γιατί όμως οι ιθύνοντες της πολιτικής αυτής στις Βρυξέλλες να μην αισθάνονται ότι μπορούν να το κάνουν σε βάρος της χώρας μας, όταν, από τα πιο επίσημα χείλη, εκπέμπονται από την Ελλάδα μηνύματα ότι η Ελληνική πολιτική ηγεσία προσβλέπει στους παράνομους μετανάστες για την αντιμετώπιση του δημογραφικού της προβλήματος; Σημειωτέον, δεν είναι μόνο οι πρόσφατες σχετικές δηλώσεις του πρωθυπουργού. Η Πρόεδρος της χώρας προέβη λίγους μήνες πριν σε παρόμοιες δηλώσεις και γενικά δεν χάνει ευκαιρία για να διαδηλώνει τα αισθήματά της για τη μετεξέλιξη της Ελλάδος σε «πολυπολιτισμική» κοινωνία και την υποβάθμιση των εθνικών συμβόλων.

Η πολιτική αυτή προκαλεί απορία και δείχνει ότι δεν έχει ενδογενή προέλευση, αλλά εκπορεύεται από ξένες ιδεολογίες και πολιτικές που συνοδεύουν την περιβόητη παγκοσμιοποίηση. Δεν είναι τυχαίο ότι, ήδη από το 1996, ο Κώστας Σημίτης, ως τότε πρωθυπουργός, σε μια χώρα με 97% εθνική συνοχή, άρχισε να δηλώνει ότι «η Ελλάδα πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική». Γιατί πρέπει να γίνει «πολυπολιτισμική» και τι σημαίνει αυτό για τη χώρα; Προφανώς, δεν σημαίνει «πολύ πολιτισμό», όπως ορισμένοι ίσως νομίζουν. Σημαίνει άνοιγμα των συνόρων, μαζική είσοδο ξένων εθνικών και θρησκευτικών ομάδων και εθνική αποδόμηση. Γιατί επιδιώκονται από την παγκοσμιοποίηση οι πολιτικές αυτές; Για τον απλό λόγο ότι το εθνικό κράτος υπολαμβάνεται ως εμπόδιο για τη δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και για την εγκαθίδρυση «παγκόσμιας διακυβερνήσεως», όπως αυτή που εκθειάζει και προπαγανδίζει ο Γιώργος Παπανδρέου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση απήχθη κυριολεκτικά από την παγκοσμιοποίηση, όπως, κατά τον μύθο, η ωραία κόρη Ευρώπη από τον Δία. Η απαγωγή αυτή στοιχίζει ακριβά στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση, γιατί η παγκοσμιοποίηση, με το ελεύθερο εμπόριο σε παγκόσμια κλίμακα, που υποστηρίζει, προτάσσει την ελεύθερη αγορά αντί για την πολιτική ενότητα, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε ηγεμονική θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση την οικονομικά ισχυρότερη χώρα. Στην προκειμένη περίπτωση, τη Γερμανία. Η δήθεν παγκόσμια διακυβέρνηση, που θα είχε ως βάση την παγκόσμια αγορά, θα ήταν η πλήρης κυριαρχία και ολιγαρχία των ισχυρότερων πολυεθνικών και οικονομικών συμφερόντων. Προφανώς, δεν θα είχε καμιά σχέση ούτε με δημοκρατία ούτε με λαϊκή κυριαρχία.

Τα κράτη και οι κοινωνίες, με εσωτερική ομοιογένεια και εθνική συνοχή, αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα γιατί αυτοπροσδιορίζονται από τη δική τους ιστορία και πολιτιστική ταυτότητα και έχουν έντονα το αίσθημα της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας. Η διάσπαση της εθνικής συνοχής και η εθνική αποδόμηση οδηγεί σε κοινωνίες χωρίς ιστορική μνήμη και ταυτότητα και σε εύκολη χειραγώγηση, με ιδεολογήματα περί οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πλανητικών δήθεν πολιτικών. Τα ανθρώπινα δικαιώματα κατοχυρώνονται μέσα από συντεταγμένους θεσμούς και δημοκρατικά συντάγματα και προάγονται σε συζυγία με τη δημοκρατική πολιτική εξέλιξη. Δεν είναι παγκόσμιο δικαίωμα που παρέχεται δήθεν από αφανείς διεθνείς αρχές, που συνιστούν την παγκόσμια διακυβέρνηση.

Η προπαγάνδα αυτή και η σύγχυση που δημιουργεί για το εθνικό κράτος και την εθνική ταυτότητα έχει επιτηδείως βρει έδαφος τόσο στην παραδοσιακή Αριστερά όσο και στη Δεξιά. Η πρώτη βλέπει στην παγκοσμιοποίηση έναν νέο διεθνισμό, από τον οποίο πάντα γοητευόταν, έστω και αν έχει πληρωθεί ακριβά από τη χώρα. Ο προηγούμενος κομμουνιστικός διεθνισμός προέτασσε του έθνους την ταξική αλληλεγγύη, αλλά δεν εξεστράτευε κατά της ιδέας του έθνους και του εθνικού κράτους. Ο σημερινός διεθνισμός, τον οποίο προάγει η παγκοσμιοποίηση, ένα σύμβολο της οποίας είναι ο γνωστός κερδοσκόπος Σόρος, στοχεύει το ίδιο το έθνος. Επιδιώκει την αποδόμησή του, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο το ίδιο το κράτος και τις πολιτικές του.

Η Δεξιά φτάνει στο ίδιο αποτέλεσμα μέσα από το μονοπάτι του διεθνούς οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, που ταυτίζεται με την παγκοσμιοποίηση. Διαπιστώνει κανείς, για τον λόγο αυτό, σύγκλιση πολιτικών μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς σε θέματα εθνομηδενισμού και εθνικής αποδομήσεως, κύριο εργαλείο των οποίων είναι η μαζική παράνομη μετανάστευση, γιατί με αυτήν μεταλλάσσεται η κοινωνία και μετατρέπεται σε «πολυπολιτισμική».

Το θέαμα των ωρυομένων Πακιστανικών μαζών στο Σύνταγμα, λίγες μέρες πριν, για τον εορτασμό της γεννήσεως του Προφήτη του Ισλάμ, αλλά και των διαδηλώσεων έξω από τη Γαλλική και, άλλη φορά, την Ινδική πρεσβεία, για αλληλεγγύη με το Πακιστάν και τις πολιτικές του, δίνει μια γεύση του διαγραφομένου μέλλοντος της χώρας μας με την ανοχή και τη σύμπραξη των Ελληνικών κυβερνήσεων και των Ελληνικών κομμάτων.

Ποιος ερώτησε τον Ελληνικό λαό εάν συμφωνεί με τον εποικισμό της χώρας του και τη μετάλλαξή της σε δήθεν «πολυπολιτισμική»; Είναι δυνατόν μια χώρα, που έχει πρόβλημα εθνικής ασφάλειας, να υποσκάπτει η ίδια την εθνική της συνοχή και να προάγει την αλλοτρίωσή της;

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ