Ρητορική η εγγύηση της ασφάλειας της Ελλάδας από την Αμερική: Δίνουμε πολλά, παίρνουμε λίγα

Ρητορική η εγγύηση της ασφάλειας της Ελλάδας από την Αμερική: Δίνουμε πολλά, παίρνουμε λίγα

-Υπέγραψε η κυβέρνηση χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα και εγγυήσεις τις δύο αμυντικές συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα και εγγυήσεις ασφάλειας, η κυβέρνηση υπέγραψε δύο αμυντικές συμφωνίες, με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, για τις οποίες θα χρειαστεί πολλή δουλειά και πολλές υποχωρήσεις προκειμένου να υπάρξει ουσιαστικό περιεχόμενο και να αποτελέσουν ένα πραγματικό όπλο έναντι της βασικής απειλής που αντιμετωπίζει η χώρα, της Τουρκίας.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι η συγκυρία βοηθά την Ελλάδα, ενώ η στάση της Τουρκίας έχει προκαλέσει τόσο το Παρίσι όσο και την Ουάσινγκτον, διευκολύνοντας έτσι θεωρητικά τη διαπραγμάτευση για την Ελλάδα.

Από την προσπάθεια μάλιστα της κυβέρνησης να εκμεταλλευθεί επικοινωνιακά τις δύο συμφωνίες υπάρχει ο ξεκάθαρος κίνδυνος να δημιουργηθεί η εντελώς λανθασμένη εντύπωση ότι η Ελλάδα έχει πλέον ασπίδα συμμαχιών έναντι της Τουρκίας.
Μια ψευδαίσθηση η οποία ελπίζουμε να μην καταρρεύσει σύντομα, με την πρώτη πρόκληση της Τουρκίας εις βάρος της χώρας μας…

Με τις υπογραφές του Άντονι Μπλίνκεν και του Νίκου Δένδια την Πέμπτη έκλεισε ένας σημαντικός κύκλος της διπλωματικής προσπάθειας στην οποία επένδυσε πολλά η κυβέρνηση προκειμένου να ενισχύσει τη στρατιωτική και διπλωματική θέση της χώρας και τώρα πλέον είναι αντιμέτωπη με το θεριό, το οποίο κάθε άλλο παρά δείχνει έτοιμο να εξημερωθεί…

Η ελληνογαλλική συμφωνία υπήρξε ένα ισχυρό κείμενο, το οποίο προσφέρει τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση επίθεσης από τρίτο.

Η ελληνοαμερικανική συμφωνία δεν έχει τόσο ισχυρές αναφορές και περιορίζεται σε ρητορική στήριξη της ασφάλειας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.

Η κυβέρνηση, αν και προσέφερε ό,τι ζήτησαν οι Αμερικανοί, δεν μπόρεσε να αποσπάσει πρόσθετα, ουσιαστικά α­νταλλάγματα τα οποία θα ενίσχυαν ουσιαστικά τη θέση της χώρας έναντι της Τουρκίας και έτσι βρέθηκε να πανηγυρίζει για δήθεν αποδοκιμασία του casus belli και της απαίτησης για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, κάτι που βρίσκεται μόνο στη σφαίρα της ευφάνταστης ερμηνείας της επιστολής Μπλίνκεν.

Επιπλέον, δεν υπήρξε αποδοκιμασία του τουρκικού αιτήματος για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, όπως καυχήθηκε κυβερνητικό non-paper, καθώς η αναφορά σε μελλοντική επέκταση της συμφωνίας και σε άλλες περιοχές της ελληνικής επικράτειας –και της νησιωτικής– καθόλου δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί θα δεχθούν να αξιοποιήσουν εγκαταστάσεις σε νησιά που σύμφωνα με την Τουρκία υπάγονται στο καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης.

Εξάλλου, ρητορικές δεσμεύσεις εγγύησης της ασφάλειας και της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας είχαν δοθεί και επί Κίσινγκερ, το 1976, και με τη συμφωνία του 1990, που όμως δεν απέτρεψαν τα Ίμια, ενώ και η επιστολή Πομπέο στις αρχές του 2020 κάθε άλλο παρά αποθάρρυνε την Τουρκία να αποτολμήσει την παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με το «Oruc Reis».

Όσον αφορά την ελληνοαμερικανική συμφωνία, η επέκτασή της (και χρονική και σε ό,τι αφορά τις εγκαταστάσεις οι οποίες προσφέρονται για χρήση από τους Αμερικανούς), δίνει στην Ελλάδα μια έμμεση ασπίδα ασφαλείας, καθώς οι Αμερικανοί και θα επενδύσουν σημαντικά κεφάλαια για την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων αλλά και επειδή ακριβώς θέλουν η συνέχιση της παρουσίας τους στην περιοχή, με βάση την Ελλάδα, να γίνει σε περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας.

Όμως κάθε άλλο παρά αποτελεί συμφωνία συμμαχίας η οποία θωρακίζει τη χώρα έναντι της τουρκικής απειλής…
Είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο και ενοχλητικό το γεγονός ότι η Ουάσινγκτον, παρά τις επίμονες προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, δεν δέχθηκε να συμπεριληφθεί κανένα ελληνικό νησί (ούτε καν η Σκύρος) στις περιοχές που προσφέρονται διευκολύνσεις στις Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Αυτή θα ήταν η πιο ισχυρή και χειροπιαστή απάντηση στην Άγκυρα, η οποία συστηματικά επιβουλεύεται τις θαλάσσιες και εναέριες ζώνες του Αιγαίου και συγχρόνως αμφισβητεί, πλέον, την ελληνική κυριαρχία και στα μεγάλα κατοικημένα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.

Ο αποκλεισμός των ελληνικών νησιών από τη συμφωνία επιβεβαιώνει ότι πρέπει να γίνει πολλή δουλειά ακόμη προς τους Αμερικανούς, καθώς με αυτό το δεδομένο δημιουργείται η λανθασμένη εντύπωση στην Άγκυρα ότι η Ουάσινγκτον συμμερίζεται τις θέσεις της για το Αιγαίο, για τον εναέριο χώρο και την αποστρατιωτικοποίηση. Φυσικά, η αναφορά σε ενδεχόμενη μελλοντική χρήση «της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών» στην επιστολή Μπλίνκεν έγινε απλώς για να διασώσει τις εντυπώσεις και προφανώς δεν έχει πρακτική αξία.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, όσο ισχυρές και αν είναι οι αναφορές στην ελληνογαλλική συμφωνία ή ασθενέστερες στην ελληνοαμερικανική, όλα εξαρτώνται από την πολιτική βούληση της κάθε πλευράς τη συγκεκριμένη συγκυρία και στιγμή που εκδηλωθεί μια σοβαρή κρίση.

Η Γαλλία δεν είχε συμφωνία με την Ελλάδα το καλοκαίρι του 2020 και όμως έσπευσε στην περιοχή την ώρα της κλιμάκωσης της κρίσης του «Oruc Reis» από την Τουρκία, ενώ και οι Αμερικανοί θεωρούν ότι αποσόβησαν μια πολεμική κλιμάκωση στο επεισόδιο των Ιμίων, οδηγώντας στην (επώδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα) αποκλιμάκωση.

Ούτε βεβαίως, επειδή σε μια συμφωνία υπάρχει ρητή ή έμμεση αναφορά σε εγγύηση της ασφάλειας του άλλου μέρους ή σε ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, μπορεί να υπάρχει βεβαιότητα ότι αυτό αποτελεί πανάκεια και το άλλο μέρος είναι υποχρεωμένο να ανταποκριθεί στην περίπτωση μιας κρίσης.

Όλα θα εξαρτηθούν από τις συγκυρίες της στιγμής και αν η Γαλλία ή οι ΗΠΑ έχουν πραγματικό συμφέρον για να προστατευθεί η ασφάλεια και η ακεραιότητα της Ελλάδας τότε θα παρέμβουν, χωρίς να απαιτείται η επίκληση των συμφωνιών.

Σε κάθε περίπτωση όμως, οι δύο συμφωνίες λειτουργούν αποτρεπτι­κά και αυτό είναι που θέλει να εκμεταλλευθεί η Αθήνα και να το βάλει στο τραπέζι, στο οποίο μέχρι τώρα υ­πάρχουν τουρκικές απειλές και κομπασμοί για την υποτιθέμενη στρατιωτική υπεροπλία.

Η Τουρκία δεν θα έχει πλέον τη μέχρι τώρα πολυτέλεια να τεστάρει μόνο τις ελληνικές αντοχές και ανοχές, καθώς δεν θα μπορεί να παραβλέψει πλέον τις διαθέσεις τουλάχιστον της Γαλλίας, η οποία συνδέει τη συμμαχία με την Ελλάδα με τις γενικότερες γεωστρατηγικές βλέψεις και επιδιώξεις της και επενδύει σημαντικά στην ενίσχυση της παρουσίας της στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, όπου θα ήθελε να έχει και ρόλο ανάσχεσης της τουρκικής επιρροής.

Για την Ελλάδα πάντως οι δύο αυτές συμφωνίες δεν θα πρέπει να λειτουργήσουν ούτε αποπροσανατολιστικά ούτε ως άλλοθι που θα εγκλώβιζε τη χώρα σε μια επικίνδυνη διαπραγμάτευση με την Τουρκία.

Παρά τις δύο συμφωνίες, η τουρκική απειλή είναι παρούσα και όλο και πιο ανεξέλεγκτη και αυτό θα πρέπει να καθορίζει πρωταρχικά τη χάραξη του εθνικού δόγματος ασφάλειας. Παρά τις συμμαχίες με τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Αίγυπτο, τα Εμιράτα κ.ά., η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμάζεται για το χειρότερο σενάριο.

Το να βρεθεί μόνη της απέναντι στην τουρκική απειλή.

Σύντομα η Αθήνα θα βρεθεί μπροστά και σε άλλα διλήμματα. Εάν η Τουρκία επιχειρήσει να ασκήσει την επιθετική πολιτική της πρώτα στην κυπριακή ΑΟΖ, στέλνοντας είτε ερευνητικό είτε γεωτρύπανο, η Αθήνα δεν θα μπορεί να κλείσει τα μάτια, θεωρώντας ότι η πρόκληση αυτή αφορά μόνο τη Λευκωσία.

Όλοι γνωρίζουν ότι το επόμενο βήμα θα είναι στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, όπως έγινε και με το «Oruc Reis». Συνεπώς, Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει να εξετάσουν από τώρα τα σενάρια αντίδρασης, τα οποία θα είναι προφανώς η προσφυγή στην ΕΕ και η έγερση θέματος κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας, αλλά και επιχειρησιακά θα πρέπει να βρεθεί τρόπος αντιμετώπισης, ώστε να μην επιτραπεί στην Άγκυρα η δημιουργία τετελεσμένων…

Και ίσως η Τουρκία μπει στον πειρασμό να προκαλέσει προκλήσεις που δεν θα αφορούν την επικράτεια –με τη στενή ερμηνεία του όρου–, ώστε έτσι να δοκιμάσει πόσο μακριά φτάνει η γαλλική δέσμευση έναντι της Ελλάδας και αν καλύπτει και τα κυριαρχικά δικαιώματα που αφορούν, κατ’ αρχήν, την οριοθετημένη ΑΟΖ αλλά και τη μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα.

Θα πρέπει επίσης να αποκλεισθούν με κάθε τρόπο κάποιες ιδέες που αναπτύσσονται στον περίγυρο του Μαξίμου αλλά και από ορισμένους υπηρεσιακούς παράγοντες του ΥΠΕΞ, σύμφωνα με τις οποίες πλέον η Ελλάδα, έχοντας ενισχύσει τη θέση της διπλωματικά, μπορεί να προσέλθει με αυτοπεποίθηση στις συνομιλίες με την Τουρκία και να αποδεχθεί έτσι αμοιβαίους συμβιβασμούς που πριν δεν ήταν εφικτοί. Η Τουρκία πάντως κά­θε άλλο παρά αυτήν τη διάθεση δείχνει…

Οι δύο συμφωνίες προσφέρουν κάποια πλεονεκτήματα στην Ελλάδα, ώστε να οργανώσει από καλύτερη θέση την πολιτική της, που πρέπει να είναι πολιτική ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας, και συγχρόνως να αναδείξει τον στρατηγικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει στην περιοχή από τη Μαύρη Θάλασσα και τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή, τον Αραβικό Κόλπο, τη Μεσόγειο και την Αφρική.

Εξάλλου και οι συμμαχίες κρίνονται πάντοτε από τα αμοιβαία συμφέροντα. Όσο ισχυρότερο και πιο ενεργό ρόλο έχει η Ελλάδα τόσο πιο αποφασισμένοι θα είναι και οι σύμμαχοι να συμβάλουν στην ασφάλειά της…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: State Department, photo by Freddie Everett


Σχολιάστε εδώ