Η σύγχρονη, αναθεωρητική Τουρκία μπορεί να ανήκει στον Δυτικό Κόσμο;

Η σύγχρονη, αναθεωρητική Τουρκία μπορεί να ανήκει στον Δυτικό Κόσμο;


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Mε τη νίκη των οθωμανών Τούρκων επί των Ελλήνων στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 και τη Συνθήκη της Λωζάννης που ακολούθησε, η οποία καθιέρωσε τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, δημιουργείται η νέα και σύγχρονη Τουρκία, η οποία γεωγραφικά βρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Θεμελιωτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους ο Κεμάλ Ατατούρκ, που ήταν συγχρόνως και ο αναμορφωτής της. Κατήργησε το Χαλιφάτο όπως και άλλα γνωρίσματα της Ανατολής και της Ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και εκείνα που αφορούσαν τον βίο του γυναικείου φύλου, επέβαλε το λατινικό αλφάβητο και εισήγαγε τον θεσμό της δημοκρατίας. Γενικά, ο Ατατούρκ, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1881, έδωσε ένα δυτικό στίγμα στον πολιτικό – πολιτιστικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο θέσπισαν ένα νέο μέλλον για τους δύο λαούς, βασισμένο στην ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας και συνεργασίας.

Όμως οι πληγές του παρελθόντος στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών δεν ήταν και τόσο εύκολο να επουλωθούν. Ήδη κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης η τουρκική αντιπροσωπεία κατέβαλε έντονες προσπάθειες να περιορισθεί ο μη ανταλλάξιμος Ελληνισμός στη Κωνσταντινούπολη και δεν συμπεριλήφθηκε εκείνος που ζούσε στην ευρύτερη περιφέρειά της. Ο Ελληνισμός της Πόλης και των περιχώρων άγγιζε τότε το μισό εκατομμύριο. Αλλά και όσοι απέμειναν, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, πολύ γρήγορα άρχισαν να υφίστανται διακρίσεις στην άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, γεγονός που ανάγκασε πολλούς να εγκαταλείψουν τη χώρα όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.

Τα πράγματα άλλαξαν κάπως επί το θετικότερο τη μεταπολεμική περίοδο, από το 1947 έως το 1955. Αλλά στα τέλη του 1955 συνέβησαν τα Σεπτεμβριανά, όταν σε αντίποινα των γεγονότων στην Κύπρο και με πρόσχημα την υποχώρηση των Τουρκοκυπρίων σε περιοχές της Βόρειας Κύπρου, εκδιώχθηκε από την Πόλη μεγάλος αριθμός Ελλήνων, ακόμη και εκείνοι που είχαν τουρκική υπηκοότητα. Γιατί η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν προέβη σε αντίποινα κατά των τουρκικής καταγωγής μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης (που δεν θα ήταν αδικαιολόγητα); Προφανώς δεν ήθελε να επιβαρύνει έτι περισσότερο το κλίμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, αλλά θα έλαβε υπόψη και άλλες διαστάσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, που κατέστη δυνατή από την απερισκεψία της χούντας των συνταγματαρχών, σηματοδοτεί και μια άλλη δυσμενή εξέλιξη στη συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας. Η Άγκυρα εγκαινιάζει σταδιακά αλλά σταθερά μια αναθεωρητική στάση για το καθεστώς του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, που έχει καθιερωθεί με διεθνείς συνθήκες και το Δίκαιο της Θάλασσας, με συνεχείς προκλήσεις και παραβατικές συμπεριφορές. Σε αυτό συνέβαλε και ένα μεγάλο σφάλμα της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τη αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, γεγονός που εκμεταλλεύθηκε η τουρκική διπλωματία, που ζήτησε την ανάληψη της ευθύνης για τον έλεγχο του εναέριου και του θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο. Αυτό το γεγονός συνετέλεσε στο να ανοίξει η όρεξη της Άγκυρας, η οποία ξεκίνησε να αμφισβητεί τη διεθνή νομιμότητα σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, όπως και το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. με την απειλή casus belli. Τα σφάλματα στην εξωτερική πολιτική όμως δύσκολα διορθώνονται και πολλές φορές οι ζημιές που προκαλούν είναι ανεπανόρθωτες.

Έκτοτε οι τουρκικές κυβερνήσεις –χωρίς ουσιαστικές εξαιρέσεις– αμφισβητούν το εύρος των θαλασσίων ζωνών, την οριοθέτηση της μέσης γραμμής μεταξύ των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των απέναντι τουρκικών ακτών, όπως ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας. Εσχάτως, εμμέσως αμφισβήτησαν και την κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου με το επιχείρημα ότι προβαίνει στην στρατιωτικοποίηση των κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης. Η τουρκική παραβατικότητα και προκλητικότητα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό επί των ημερών της πρωθυπουργίας και της Προεδρίας Ερντογάν, σε σημείο που κανείς πλέον δεν αποκλείει και την πρόκληση θερμού επεισοδίου.

Η Τουρκία, εκτός από χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, απέκτησε με τις αποφάσεις της Λισαβόνας και του Ελσίνκι (1999) καθεστώς προς ένταξη χώρας στην ΕΕ. Συνάδει όμως η συμπεριφορά της έναντι της Ελλάδας –πλήρους μέλους της ΕΕ από το 1981– με την ιδιότητα υποψήφιας προς ένταξη χώρας; Συνάδει με τις αρχές του Δυτικού Κόσμου, στον οποίο και φιλοδοξεί να ενταχθεί, για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατική διακυβέρνηση, επίλυση των διμερών διαφορών βάσει των προβλέψεων και της πρακτικής του Διεθνούς Δικαίου; Οι δεσμοί της με τη Δύση, παρά το γεγονός ότι γεωγραφικά και πολιτιστικά δεν ανήκει στον Δυτικό Κόσμο, είναι ισχυροί.

Όμως το καθεστώς Ερντογάν (όσο καμιά άλλη τουρκική κυβέρνηση στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν), με τη συμπεριφορά του, τείνει να την απομακρύνει από τη Δύση. Οι δυτικές χώρες –για στρατηγικούς, πολιτικούς αλλά και οικονομικούς λόγους, καθώς πολλές έχουν επενδυμένα συμφέροντα στη γείτονα– επιδεικνύουν μεγάλη ανοχή στις παραβατικές συμπεριφορές της Τουρκίας, ακόμα και όταν ορισμένες από τις επιλογές της Άγκυρας είναι εξόφθαλμα αντιδυτικές. Μήπως το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα έπρεπε να μετατραπεί από de facto σε de jure; Το είχαν ζητήσει ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες χωρών της ομάδας Visegrad, χωρίς όμως να το θέσουν επισήμως προς συζήτηση στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Από τους μικρούς και τους… ακραίους μαθαίνεις καμιά φορά την αλήθεια!

Η υπογραφείσα πρόσφατα Ελληνογαλλική Αμυντική Συμφωνία καλύπτει, εν μέρει, την ανεπάρκεια της στάσης της ΕΕ, παρέχοντας ένα διπλό μήνυμα. Το πρώτο, που λειτουργεί αποτρεπτικά, απευθύνεται προς την Άγκυρα, προειδοποιώντας την σαφώς ότι αν επιχειρήσει να απειλήσει την ελληνική επικράτεια θα αντιμετωπίσει την κοινή δράση των δύο χωρών. Το δεύτερο απευθύνεται στους νατοϊκούς και κοινοτικούς εταίρους, που αδυνατούν ή δεν θέλουν να αντιληφθούν τον βαθμό και το περιεχόμενο της τουρκικής παραβατικότητας και των προκλήσεων κατά της Ελλάδας. Όσο για τους εξοπλισμούς, με την προμήθεια των φρεγατών και των πολεμικών αεροσκαφών, που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, ισχύει η ρήση των Ρωμαίων «si vis pacem para bellum» – αν και πολλοί πιστεύουν το αντίθετο, «si vis pacem para pacem»!

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ