Η νέα Τουρκική απειλή πολέμου με αίτημα τον αφοπλισμό των νησιών

Η νέα Τουρκική απειλή πολέμου με αίτημα τον αφοπλισμό των νησιών


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η αφύπνιση, επιτέλους, της Ελληνικής πλευράς, μετά από μακρά, μονομερή απραξία, και η ανάληψη μιας ενεργού προσπάθειας αμυντικής ενισχύσεως της χώρας ανησύχησε έντονα το καθεστώς Ερντογάν. Αντιλαμβάνεται ότι η διαφαινόμενη εξέλιξη των αεροναυτικών συσχετισμών, μετά τις τελευταίες Ελληνικές παραγγελίες, σε συνδυασμό με την αμυ­ντική συμφωνία με τη Γαλλία και τη ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής που περιλαμβάνει, δεν αφήνει περιθώρια για Τουρκικές απειλές και εκβιασμούς.

Η κατάσταση, επίσης, στην οποία βρίσκονται οι Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις, μετά την εμπλοκή στα θέματα των S-400 και του αεροσκάφους F-35, ώθησαν την Άγκυρα να κάνει απότομη στροφή και να ζητήσει από τις ΗΠΑ την προμήθεια 40 νέων αεροσκαφών της εκδόσεως F-16/70 και την αναβάθμιση άλλων 80 Τουρκικών F-16 σε επίπεδο Viper, αντίστοιχο εκείνου των Ελληνικών. Η Τουρκική πρόταση ανταποκρίνεται, προφανώς, στο άγχος να καλυφθούν γρήγορα επιχειρησιακές ανάγκες. Αποτελεί όμως, ταυτόχρονα, Τουρκικό ελιγμό για την έναρξη ενός παζαρέματος με τους Αμερικανούς ή την προβολή άλλοθι, στην περίπτωση που υπάρξει Αμερικανική άρνηση, για τη στροφή προς άλλες πηγές (Ρωσία, Κίνα). Η αναμενόμενη συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν στο τέλος του μηνός, με την ευκαιρία της Συνόδου των G20, θα δώσει μια πρώτη ένδειξη των Αμερικανικών προθέσεων για το αν θα συνδεθεί και το θέμα της ενδεχόμενης αγοράς των F-16 με τους Ρωσικούς πυραύλους S-400 και τις προβλεπόμενες κυρώσεις, με βάση τον νόμο CAATSA.

Αναμένεται επίσης να δοθεί μια ένδειξη για ένα άλλο, πολύ κρίσιμο θέμα, που φέρνει σε αντιπαράθεση την Τουρκική πλευρά με τις ΗΠΑ: το θέμα των Κούρδων της Συρίας. Ο Ερντογάν απειλεί με νέα στρατιωτική επέμβαση. Ο Αμερικανός όμως Πρόεδρος, σε δήλωσή του, προσφάτως, προς Επιτροπή του Κογκρέσου, επέκρινε αυστηρά την Τουρκική πολιτική κατά των Κούρδων της Συρίας και τόνισε ότι η πολιτική αυτή αντιτίθεται σε ζωτικά Αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα. Επί Προεδρίας Τραμπ, ο Ερντογάν, απειλώντας ότι θα ανοίξει πυρ και κατά Αμερικανικών δυνάμεων, κατόρθωσε να επιτύχει την απόσυρση των εκεί Αμερικανικών δυνάμεων και την εγκατάλειψη των Κούρδων. Η πολιτική Μπάιντεν διακηρύσσει σήμερα άλλους στόχους, που οδηγούν στη δημιουργία μιας αυτόνομης περιοχής, η οποία θα περιλαμβάνει τους Κούρδους και άλλους γηγενείς πληθυσμούς της περιοχής.

Πώς θα αντιδράσει ο Ερντογάν, που βρίσκεται σήμερα μεταξύ σφύρας και άκμονος στη Συρία, εφόσον πιέζεται και από τους Ρώσους να αναδιπλώσει και να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Ι­ντλίμπ, τελευταίο έρεισμα των Ισλαμιστών;

Η ενίσχυση της Ελληνικής αποτροπής, που συμπληρώνει με τη διμερή αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ, στην οποία περιλαμβάνεται και «εγγυητική» επιστολή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, στέλνει μήνυμα στην Άγκυρα ότι κλείνει το παράθυρο ευκαιρίας για εκβιασμό της Ελλάδος ή τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων, στο πνεύμα των Τουρκικών διεκδικήσεων και επεκτατικών σχεδιασμών.

Η Άγκυρα σπεύδει για τον λόγο αυτό να επιταχύνει τον βηματισμό της, κλιμακώνοντας τις προκλήσεις και επαναβεβαιώνοντας τις διεκδικήσεις της για τη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα». Επιλέγει όμως, παράλληλα, να καταστήσει αιχμή του δόρατος της νέας προπαγανδιστικής και διπλωματικής εκστρατείας που αναλαμβάνει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, των οποίων καταγγέλλει τον εξοπλισμό, κατά παράβαση διεθνών συνθηκών.

Το νέο στοιχείο της Τουρκικής διπλωματικής επιθέσεως είναι η προβολή ενός νέου casus belli, με τη μορφή της αμφισβητήσεως της Ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά, λόγω της στρατιωτικοποιήσεώς τους. Η Άγκυρα πιστεύει ότι με τον τρόπο αυτό θα εκβιάσει την Ελλάδα να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να δεχθεί την απόσυρση των βαρέων όπλων, που δήθεν απειλούν την Τουρκική πλευρά, διευρύνοντας ταυτόχρονα την ημερήσια διάταξη για τα θέματα κυριαρχίας στο Αιγαίο.

Η Ελληνική πλευρά δεν πρέπει να παρασυρθεί σε οποιονδήποτε δήθεν «διάλογο» για μείωση του «στρατιωτικού αποτυπώματος» στα νησιά, είτε με τη μορφή Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης είτε με τη μορφή κινήσεων καλής θελήσεως. Η Τουρκική πλευρά επιδιώκει την αποδυνάμωση και αποδιοργάνωση της άμυνας των νησιών, για να είναι εύκολη λεία και όμηροι στα χέρια της Άγκυρας. Η άμυνα των νησιών δεν μπορεί να εξασφαλισθεί χωρίς τα αναγκαία βαρέα και σύγχρονα όπλα, με δεδομένο τον όγκο της Τουρκικής απειλής. Με τα δεδομένα αυτά, η άμεση ενίσχυση της αποτρεπτικής της ικανότητας και των αμυντικών της συμμαχιών είναι μονόδρομος για την Ελλάδα. Εξυπακούεται ότι, στο πνεύμα αυτό, πρέπει να εγκαταλειφθεί και οποιαδήποτε κατευναστική πολιτική, με αυταπάτες για επίτευξη συμφωνίας με την Ά­γκυρα με αμοιβαίες δήθεν υποχωρήσεις και «συμβιβασμούς». Η μεγαλοϊδεατική και απροκάλυπτη επεκτατική πολιτική της Άγκυρας δεν χωράει σε κανέναν «συμβιβασμό». Η Άγκυρα επιδιώκει πλήρη ανατροπή του status quo στο Αιγαίο και αρπαγή της Κύπρου.

Η μόνη απάντηση, υπό αυτές τις συνθήκες, είναι η απαραίτητη ισορροπία δυνάμεων, η οποία θα εγγυηθεί και την ειρήνη και την ασφάλεια της χώρας. Η προσπάθεια της Ά­γκυρας να επιβάλει την προκλητική «Γαλάζια Πατρίδα» και να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα στο Αιγαίο πρέπει να απαντηθεί με σταδιακή άσκηση των Ελληνικών δικαιωμάτων, που απορρέουν από το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και αφορούν το εύρος των χωρικών υδάτων και την ΑΟΖ. Μια πρώτη, απόλυτα επιβεβλημένη κίνηση είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια Νότια και ΝΑ της Κρήτης. Πολύ περισσότερο όταν στην περιοχή αυτή έχει οριοθετηθεί η ΑΟΖ με την Αίγυπτο και αμφισβητείται προκλητικά από την Άγκυρα με το γνωστό «Τουρκο-Λιβυκό» μνημόνιο.

Μια άλλη, απόλυτα επιβεβλημένη κίνηση είναι ο συντονισμός εξοπλισμών με την Κύπρο και η αναβίωση, με νέα προσαρμοσμέ­νη μορφή, του δόγματος του ενιαίου αμυντικού χώρου. Η νέα προσαρμοσμένη μορφή πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η υπογραφή της Ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας. Η Κύπρος έχει ήδη αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία από την περίοδο του αείμνηστου Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου. Η συμφωνία αναφέρεται σε ναυτική και αεροπορική συνεργασία και έχει ειδικότερα ως επίκεντρο την αναβάθμιση, με Γαλλικές δαπάνες, της ναυτικής βάσεως στο Μαρί, ώστε να μπορεί, μαζί με τις υπάρχουσες ή αυτές που θα αποκτηθούν στο μέλλον Κυπριακές μονάδες, να φιλοξενεί επίσης Γαλλικά πολεμικά σκάφη.

Η συμφωνία αυτή δεν περιλαμβάνει ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής. Χρειάζεται να υπογραφεί επειγόντως μια συμπληρωματική συμφωνία μεταξύ Γαλλίας και Κύπρου, η οποία, έστω με έμμεσο τρόπο, να παρέχει αμυντική κάλυψη και στην Κύπρο. Η υπογραφή μιας τέτοιας συμφωνίας είναι δυσκολότερη, γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, θα αφυπνισθούν και οι δήθεν εγγυήτριες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η πρώην αποικιοκρατική δύναμη, που έχει «κυρίαρχες» στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο. Όταν έγινε η Τουρκική εισβολή το 1974, η Μ. Βρετανία δεν θυμήθηκε τον ρόλο της ως «εγγυήτριας» δυνάμεως. Ούτε μετά, επί τόσα χρόνια, όταν συνεχίζεται η Τουρκική εισβολή και κατοχή. Η Βρετανία όμως δεν θέλει να επισκιασθεί ο στρατηγικός της ρόλος στην Κύπρο και οι βάσεις της από συμφωνίες της Κύπρου με τρίτες χώρες και από στάθμευση ξένων στρατιωτικών δυνάμεων σε Κυπριακό έδαφος και σε κυπριακά λιμάνια και αεροδρόμια.

Είναι βέβαιο γι’ αυτό ότι η Μ. Βρετανία θα αντιταχθεί έντονα, στο παρασκήνιο, για την υπογραφή μιας τέτοιας συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Γαλλίας. Το πολύ δυσάρεστο είναι ότι η αντίδρασή της θα εκφρασθεί και μέσω της επιρροής που ασκεί στις ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, του ΔΗΣΥ και του Α­ΚΕΛ. Αντιθέτως, όμως, μια τέτοια συμφωνία θα συναντήσει την ομόθυμη σύμφωνη γνώμη και τον ενθουσιασμό της μεγάλης πλειοψηφίας του Κυπριακού λαού. Ήδη, η υπογραφή της Ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και η αγορά των αεροσκαφών Rafale και των φρεγατών Belharra έγινε δεκτή με μεγάλη ανακούφιση και ενθουσιώδη αισθήματα.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή απειλών στην εθνική της ασφάλεια, αλλά και μεγάλων ελπίδων. Οι τυχοδιωκτισμοί Ερντογάν δεν είναι χωρίς κόστος για την Άγκυρα. Η προβολή των μεγάλων φιλοδοξιών, με στρατηγικό βάθος τον κόσμο του Ισλάμ, και η διαπαιδαγώγηση στο πνεύμα αυτό της Τουρκικής κοινωνίας ανοίγει τα μάτια πολλών Δυτικών αναλυτών, που έβλεπαν προηγουμένως το καθεστώς Ερντογάν σαν μια παρένθεση. Αντιλαμβάνονται τώρα ότι οι αλλαγές που έχουν συντελεσθεί έχουν βάθος και δεν αναστρέφονται εύκολα. Με την έννοια αυτή, δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες η Τουρκία να επιστρέψει στον παλιό της ρόλο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.

Η Ελλάδα πρέπει να συνειδητοποιήσει τον ρόλο που καλείται να παίξει στην Ανατολική Μεσόγειο, για να καλύψει, κατά πρώτο λόγο, την άμυνά της και για να ενισχύσει, κατά δεύτερο λόγο, την επιρροή και τον διεθνή της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή από τη Γαλλία και τη Μεσόγειο μέχρι την Ινδία.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ