Θεοδώρα Τζάκρη στο “Π”: Οι γερμανικές εκλογές και η επόμενη μέρα για την Ευρώπη και την Ελλάδα
Της
ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΤΖΑΚΡΗ
Βουλευτού Ν. Πέλλας ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Ο Σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς κέρδισε τελικά –16 χρόνια μετά τον μέντορά του Γκέρχαρντ Σρέντερ– τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, έστω και με μικρή διαφορά από το κεντροδεξιό κόμμα CDU, που συγκέντρωσε 24,1%, το χειρότερο αποτέλεσμα στα 70 χρόνια της ιστορίας του.
Η ανάλυση του αποτελέσματος έδειξε ότι το SPD κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη 1,3 εκατομμυρίων ψηφοφόρων του CDU, ενώ το τελευταίο έχασε 900.000 ψήφους προς το κόμμα των Πρασίνων και 340.000 ψήφους προς το FDP.
Ο υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση της Μέρκελ φαίνεται να διατήρησε τα κέρδη από το τελευταίο μέρος της εκστρατείας του, στη διάρκεια της οποίας κατάφερε να κάνει ξανά βασικό θέμα την κοινωνική κατοικία και την αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου στα 12 ευρώ την ώρα (από τα 9,60 ευρώ την ώρα που είναι σήμερα), αποδεχόμενος τις διεκδικήσεις πολλών μεγάλων εργατικών συνδικάτων, αξίωση που απέρριπτε ο χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος Άρμιν Λάσετ.
Στη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή ο Σολτς παρουσίασε τον εαυτό του πρόθυμο να αντιμετωπίσει την τεράστια πρόκληση να καταστήσει τη γερμανική βιομηχανία κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2045.
Το γεγονός όμως για το οποίο ο Σολτς κέρδισε επαίνους και υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την άνοδο των Σοσιαλδημοκρατών από το 20% στις εκλογές του 2017 στο 25,7% ήταν το πακέτο που παρουσίασε για την έξοδο της γερμανικής οικονομίας από την οικονομική κρίση που προκάλεσε ο κορονοϊός, μέσω του οποίου κατηύθυνε πόρους στην πραγματική οικονομία, στηρίζοντας τις επιχειρήσεις, το εισόδημα των νοικοκυριών και τις θέσεις εργασίας, άρα τη ζήτηση και άρα την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η γερμανική οικονομία, έπειτα από χρόνια δημοσιονομικών πλεονασμάτων, έχει σήμερα χρέος δισεκατομμυρίων ευρώ. «Όλο αυτό ήταν ακριβό, αλλά το να μην κάνεις τίποτα θα μπορούσε να είναι ακόμη περισσότερο δαπανηρό», λέει ο Σολτς.
Από την πρώτη στιγμή που ο Σολτς αντικατέστησε, ως υπουργός Οικονομικών, τον δημοσιονομικά συντηρητικό Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το 2018, κράτησε αποστάσεις από τον σκληρό, ηθικοποιητικό λόγο του προκατόχου του, ειδικά προς τις θεωρούμενες «δημοσιονομικά χαλαρές» χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Αν και η ευρωπαϊκή πολιτική δεν έπαιξε κάποιο σπουδαίο ρόλο στην εκλογική αναμέτρηση στη Γερμανία, με τον Σολτς, που μπορεί να καυχιέται ότι ήταν ο πραγματικός στυλοβάτης του Ταμείου Ανάκαμψης σε βάση χρέους, οι ευρωπαίοι πολίτες επιτρέπεται να πιστεύουν ότι θα είναι ίσως λίγο πιο εύκολο να ξοδεύουν χρήματα από κοινού, ενώ, καθώς ο ίδιος συμμερίζεται την ιδέα του Μακρόν για την απαραίτητη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στην άμυνα, στη βιομηχανική πολιτική και στην κλιματική αλλαγή, ίσως δουν να γίνονται πράξη η επέκταση των θεσμών και η χαλάρωση της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, που τόσο μισούσε η προκάτοχός του Άνγκελα Μέρκελ.
Η νίκη του Σολτς στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου ακολουθείται από το αναπόφευκτο ερώτημα: Με ποιον θα κυβερνήσει μετά τις εκλογές;
Ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών και η επικεφαλής των Πρασίνων, Μπέρμποκ, συχνά, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, σχημάτισαν κοινό μέτωπο απέναντι στον χριστιανοδημοκράτη υποψήφιο. Ως εκ τούτου, η συνεργασία με τους Πράσινους θεωρείται –λίγο έως πολύ– δεδομένη. Επιπλέον, δεδομένου ότι το αριστερό κόμμα δεν κατόρθωσε να περάσει το κατώφλι του 5% και τόσο το SPD όσο και το CDU δείχνουν απρόθυμα για τον μεγάλο συνασπισμό, ο τριμερής συνασπισμός με τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, άλλως ο συνασπισμός του φωτεινού σηματοδότη (κόκκινο, πράσινο, κίτρινο), προβάλλει ως το πιθανότερο σενάριο για την κυβέρνηση συνασπισμού στη Γερμανία.
Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο όμως δεν είναι άμοιρη συνεπειών για τρία σημαντικά ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα: Τις σχέσεις με την Τουρκία, το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό και τη συνολική οικονομική και δημοσιονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όλοι γνωρίζουμε ότι η γερμανική επενδυτική δραστηριότητα και κατ’ επέκταση η έκθεση των γερμανικών επιχειρήσεων στην τουρκική οικονομία είναι σημαντική και δεν θα είναι εύκολο σε καμιά γερμανική κυβέρνηση να αποχωρήσει από αυτήν. Επιπλέον, το γερμανικό πολιτικό σύστημα δύσκολα μπορεί να αγνοήσει τον σημαντικό αριθμό πολιτών τουρκικής εθνικότητας που ζει στη Γερμανία. Όμως θεωρείται ότι η ανοχή απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις θα είναι ίσως μικρότερη αν οι Πράσινοι αναλάβουν το υπουργείο Εξωτερικών, καθώς έχουν ταχθεί υπέρ του παγώματος της πώλησης υποβρυχίων στην Τουρκία, λόγω της επιθετικής συμπεριφοράς της προς την Ελλάδα.
Στο ζήτημα της διαχείρισης των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι υιοθετούν μια περισσότερο προοδευτική και ανθρωπιστική προσέγγιση σχετικά με την αποδοχή ενός σημαντικού αριθμού προσφύγων στη Γερμανία και τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη πρώτης υποδοχής, όπως η χώρα μας, πρέπει να σηκώσουν το βάρος, σε αντίθεση με το FDP, που είναι λιγότερο επιεικές όσον αφορά τη μετανάστευση και θέλει τις χώρες πρώτης εισόδου να αναλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερο βάρος.
Όσον αφορά τα θέματα της οικονομικής πολιτικής, όπως ο ρόλος των δημοσίων επενδύσεων, οι προοπτικές δανεισμού, τα ευρωομόλογα κ.λπ., που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, οι Σοσιαλιστές και οι Πράσινοι τάσσονται ξεκάθαρα υπέρ μιας πιο ήπιας δημοσιονομικής πολιτικής από αυτήν που ακολούθησε η απερχόμενη καγκελάριος, σε αντίθεση με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, που δεν υποστηρίζουν τη δημοσιονομική χαλάρωση. Ως εκ τούτου, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα έχει υπολογίσιμες συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Με λίγα λόγια, το ιδεολογικό υπόβαθρο του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, δεδομένου του μεγέθους της γερμανικής οικονομίας και του πρωταγωνιστικού ρόλου της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα επηρεάσει άμεσα τα μεγάλα ζητήματα που αυτήν τη στιγμή απασχολούν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ως εκ τούτου και τη χώρα μας: Από τα θέματα της κλιματικής αλλαγής και της μετανάστευσης μέχρι τους φόρους και τα όρια λιτότητας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ