Ελλάδα 2021: Πρωταθλητές στο χρέος και στους αντεργατικούς νόμους – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο πίνακας τέθηκε υπόψη μου από καλό φίλο οικονομολόγο και δείχνει μια θλιβερή πρωτιά. Η Ελλάδα ξεπέρασε και την Ιαπωνία και είναι πλέον η πιο χρεωμένη χώρα στον κόσμο, με βάση τα στοιχεία του ΑΕΠ του 2020. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, έχει λόγο χρέους/ΑΕΠ 236,5%.
Όλα αυτά την ώρα που τα τελευταία 12 χρόνια οι μισθοί, οι συντάξεις και όλες οι κοινωνικές παροχές έχουν υποστεί συνεχείς μειώσεις και οι εργασιακές σχέσεις έχουν απορρυθμιστεί πλήρως, με αποκορύφωμα τον «νόμο Χατζηδάκη» πριν από μερικούς μήνες. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η εξέλιξη του λόγου χρέους/ΑΕΠ αποτυπώνει την κοινωνικοποίηση ιδιωτικών ζημιών, αφού και το χρέος αυξήθηκε σε απόλυτα νούμερα, παρά το PSI, αλλά και το ΑΕΠ μειώθηκε.
Σε γενικές γραμμές, αυτή ήταν η τάση στις περισσότερες χώρες, αφού η κρίση αντιμετωπίσθηκε μετατρέποντας ιδιωτικά χρέη σε δημόσιο χρέος, με αποτέλεσμα την ένταση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων παγκοσμίως. Όμως στις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, παρά τη μεγάλη αύξηση στα χρόνια της έντασης της κρίσης (2008 – 2012), ο λόγος χρέους/ΑΕΠ σταθεροποιήθηκε σε κάποια υψηλότερα επίπεδα, που μάλιστα δεν άλλαξαν δραματικά με την πανδημία. Μόνη εξαίρεση μεταξύ των ισχυρών οικονομιών οι ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, παρά το PSI, το χρέος και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνει σε όλη τη δεκαετία. Συγκριμένα, από 113,5% αμέσως μετά το PSI έφτασε το 184,44% το 2015, 200,3% το 2019, για να εκτοξευθεί στο 236,5% το 2020. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μεταβολής ήταν αύξηση του χρέους, το οποίο από 255 δισ. ευρώ μετά το «κούρεμα» (PSI) έφτασε στο τέλος του 2020 τα 387,3 δισ.
Μάλιστα, αυτήν τη φορά κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι το δημόσιο χρέος ήταν αποτέλεσμα «υπερβολικών μισθών» του «υπερτροφικού δημόσιου τομέα» ή των «επιδομάτων». Αντίθετα, είναι προφανές ότι τα επιπλέον 130 δισ. που δανείσθηκε η χώρα από το 2011 και μετά χρηματοδότησαν, ως επί το πλείστον, ζημίες των τραπεζών, που με τη σειρά τους αντανακλούν θαλασσοδάνεια επιχειρήσεων αλλά και τους παχυλούς μισθούς τραπεζικών στελεχών. Κοντολογίς, το δημόσιο χρέος έπαψε να απασχολεί τον δημόσιο διάλογο από τη στιγμή που όλοι κατάλαβαν ότι οι κρατούντες, πολιτικοί και μη, διαπραγματεύθηκαν τη θέση τους μέσα από τα Μνημόνια, βάζοντας ενέχυρο την ίδια την κοινωνία.
Είναι οι ίδιοι που, κάνοντας στροφή 180 μοιρών σε σχέση με το παρελθόν, λένε ότι με τα σημερινά επιτόκια η εξυπηρέτηση του χρέους είναι μικρότερη του 15% του ΑΕΠ και ως εκ τούτου το χρέος δεν αποτελεί πρόβλημα. Βέβαια έχουν ξεχάσει ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν έχουν επενδυτική διαβάθμιση και συμμετέχουν κατ’ εξαίρεση στο πρόγραμμα αγορών της ΕΚΤ λόγω πανδημίας (PEPP). Το χειρότερο όμως είναι ότι αποσιωπούν ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα τελειώνει τον Μάρτιο του 2022 και η κ. Λαγκάρντ δήλωσε ευθαρσώς στο Ευρωκοινοβούλιο: «Τώρα, με το PEPP, είναι επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα, με FPP δεν θα είναι. Θα δούμε τι θα γίνει. Θα το αποφασίσουμε τέλος του 2021 – αρχές του 2022».
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να συμπεράνει ότι μετά τη λήξη του προγράμματος, αν τα ομόλογα δεν καλύπτονται από την ΕΚΤ, τα επιτόκια του ελληνικού χρέους μπορεί και να διπλασιασθούν. Οι πιέσεις μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερες λόγω των αυξήσεων των τιμών, που ξεκινούν από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και διαχέονται στο σύνολο των εμπορευμάτων. Το τελευταίο μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των βασικών επιτοκίων και σε μια νέα μεγάλη κρίση χρέους.
Δεν είναι λίγοι και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι σε κάθε περίπτωση το χρέος βρίσκεται στα χέρια των «θεσμών», άρα ακόμη και αν αυξηθούν τα επιτόκια τούτο δεν θα το επηρεάσει παρά ελάχιστα. Είναι και αυτό λάθος. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), η χώρα θα χρειασθεί να αναχρηματοδοτήσει ομόλογα τουλάχιστον 80 δισ. μέχρι το 2024. Αν σε αυτά προσθέσουμε τις νέες αμυντικές δαπάνες τουλάχιστον 10 δισ. από τις παραγγελίες του κ. Μητσοτάκη και τα 12 δισ. ιδία συμμετοχή στο Ταμείο Ανάκαμψης, το συνολικό χρέος που θα πρέπει να αναζητήσει η χώρα θα ξεπεράσει τα 100 δισ. αφού και ο προϋπολογισμός του 2021 είναι ελλειμματικός.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι τουλάχιστον ανεύθυνο να λέγεται ότι το χρέος δεν είναι πρόβλημα. Στην κυβέρνηση φαίνεται να ενδιαφέρονται να γίνουν οι τρέχουσες «δουλειές», χωρίς να τους νοιάζει τι θα ακολουθήσει. Όμως αυτή είναι μια επικίνδυνη ατραπός και η κοινωνία πρέπει να παρέμβει.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ