Φρεγάτες και αμυντική συμφωνία: Επιτέλους, μια σωστή εθνική κίνηση

Φρεγάτες και αμυντική συμφωνία: Επιτέλους, μια σωστή εθνική κίνηση


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Υπήρχαν δικαιολογημένοι φόβοι και ανησυχίες ότι αυτό που ήταν εθνικά αυτονόητο και επιβεβλημένο δεν θα γινόταν. Ασκούνταν έντονες πιέσεις από την Αμερικανική υπερδύναμη να «επιλέξει» η Ελλάδα τις υποδεέστερες Αμερικανικές «φρεγάτες», που στην πραγματικότητα είναι παράκτια σκάφη, εντελώς ακατάλληλα για να προσδώσουν στο Ελληνικό Ναυτικό την αναγκαία ισχύ για την εξισορρόπηση των Τουρκικών εξοπλισμών και τον εκσυγχρονισμό του.

Είναι γνωστό ότι η Αμερικανική πλευρά, για να αποφύγει περιπλοκές στα Ελληνοτουρκικά, δεν ή­θελε να δώσει στην Ελλάδα όπλα στρατηγικού βεληνεκούς, που θα προσέδιδαν σ’ αυτήν μια σχετική στρατηγική αυτονομία και θα ανέτρεπαν, κατά κάποιον τρόπο, την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών.

Η Αμερικανική πλευρά ενέμενε στην πολιτική αυτή ακόμα και όταν η Άγκυρα ανέτρεπε ουσιαστικά την υπάρχουσα ισορροπία, με εθνικούς εγχώριους εξοπλισμούς, εκμεταλλευόμενη, μεταξύ άλλων, την απίστευτη μονομερή αδράνεια και α­πραξία στους εξοπλισμούς της Ελληνικής πλευράς επί μια ολόκληρη 15ετία.

Η Αμερικανική πλευρά άκουγε, επίσης, με μεγάλη ανησυχία και αρνητική διάθεση κάθε ιδέα για υπογραφή αμυντικής συμφωνίας με ρήτρα αμυντικής συνδρομής μεταξύ δύο χωρών-μελών του ΝΑΤΟ. Πίστευε πως τέτοιου είδους συμφωνίες είναι ασυμβίβαστες με το ΝΑΤΟ και αμφισβητούν την ενότητα, τη συνοχή και την προοπτική του.

Πολύ περισσότερο όταν πρωταγωνιστής σε τέτοιου είδους συμφωνίες θα ήταν η Γαλλία, η οποία πάντο­τε υπερθεμάτιζε σε θέματα Ευρωπαϊκής ενότητας και στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πρώτη ήδη μεταπολεμική περίοδο, κατά την οποία παγιώθηκε η διαίρεση της Ευρώπης σε Ανατολή και Δύση και σε ανταγωνιστικούς συνασπισμούς, συναρτούσαν την ανάσχεση του Ρωσικού κομμουνιστικού κινδύνου με τη στρατηγική σύζευξη ΗΠΑ και Ευρώπης, που εκφράσθηκε μέσα από το ΝΑΤΟ και την Αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη. Όταν, αργότερα, ε­πήλθε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι ΗΠΑ δεν εγκατέλειψαν τη θέση τους για την αναγκαία στρατηγική σύζευξη Ευρώπης και ΗΠΑ. Αντιθέτως, ακολούθησαν πολιτική εντάξεως της Ανατολικής και ΝΑ Ευρώπης στους λεγόμενους Ευρω-Ατλαντικούς θεσμούς, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Θεώρησαν επίσης σκόπιμο, παρά την έκλειψη του προηγούμενου κομμουνιστικού κινδύνου, να συνεχίσουν με άλλα μέσα τη στρατηγική ανασχέσεως της Ρωσίας ως παγκόσμιου γεωπολιτικού ανταγωνιστή των ΗΠΑ και κατά προέκταση της λεγομένης Δύσεως. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν στην ανάπτυξη της στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της μετακομμουνιστικής Ρωσίας, γιατί έβλεπαν σ’ αυτήν τον κίνδυνο εξαρτήσεως της Ευρώπης από τη συνεργασία αυτή και αυτονομήσεώς της από τη δια-Ατλαντική σχέση και τη σύζευξη ΗΠΑ – Ευρώπης.

Σ’ αυτό το πνεύμα, η Αμερικανική πολιτική εναντιώθηκε στον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream II, στη Βαλτική, μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Στο ίδιο πνεύμα, είδε επίσης με πολλή δυσαρέσκεια την πρωτοβουλία της Γερμανίας να υπογράψει, επί της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Προεδρίας της, Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Κίνας, που αντιμετωπίζεται σήμερα από τις ΗΠΑ ως ο κύριος γεωπολιτικός της ανταγωνιστής.

Η αιφνιδιαστική υπογρα­φή της Συμφωνίας AUKUS μεταξύ ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας και Αυστραλίας, που σηματοδοτεί μια νέα συσπείρωση των Αγγλοσαξόνων και μεταφορά του κέντρου βάρους της παγκόσμιας Αμερικανικής στρατηγικής στον Ειρηνικό και στον Ινδικό Ωκεανό, με αναφορά την Κίνα, έχει οπωσδήποτε άμεσες επιπτώσεις στην περιοχή μας. Η ακύρωση ειδικότερα του συμβολαίου των 12 υποβρυχίων που είχε υπογράψει η Γαλλία με την Αυστραλία εξόργισε, δικαιολογημένα, το Παρίσι και προκάλεσε ένταση στις Γαλλο-Αμερικανικές σχέσεις.

Με δεδομένη την καχυποψία και δυσπιστία των Αμερικανών έναντι της Γερμανίας, το τελευταίο που θα ήθελαν είναι να επιδεινώσουν τις σχέσεις τους και με τους Γάλλους, γεγονός που θα περιέπλεκε επικίνδυνα τις σχέσεις τους με την Ευρώπη, σε μια μάλιστα στιγμή που αναδιπλώνονται από την περιοχή της Μεσογείου και της Κεντρικής Ασίας και μεταφέρουν την έμφαση της στρατηγικής τους στον Ειρηνικό.

Ο προβληματισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα να επιταχύνουν ορισμένες ανακατατάξεις, οι οποίες ήταν από καιρό υπό μελέτη, αλλά δεν λαμβάνονταν γι’ αυτές αποφάσεις. Μία απ’ αυτές είναι η αναγνώριση ενός ειδικού ρόλου της Γαλλίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, του Κόλπου και της Βόρειας Αφρικής, με προεκτάσεις στη μαύρη Αφρι­κή του Σαχέλ. Μια άλλη, που είναι συνυφασμένη με την πρώτη, είναι η αναγνώριση της ανάγκης για περισσότερη Ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία, στην οποία πρωταγωνιστεί η Γαλλία.

Η τελευταία δεν ανέμενε, βεβαίως, την Αμερικανική ευλογία για την ανάληψη αυτού του ρόλου. Τον διεκδικούσε συστηματικά, γιατί συνδέεται με ζωτικά στρατηγικά εθνικά της συμφέροντα που έχει στις παραπάνω περιοχές. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία, είχε μεριμνήσει ήδη από τη διαπραγμάτευση και υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας να περιληφθεί σ’ αυτήν σχετικό άρθρο, με το οποίο δεν είναι απαραίτητη η συμφωνία όλων για την ανάληψη αμυντικών πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί αυτό να γίνει και από λίγες χώρες, που συμφωνούν μεταξύ τους και αναλαμβάνουν ρόλο πρωτοπορίας.

Επί Προεδρίας Νικολά Σαρκοζί, εκτός από την επιστροφή της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, είχε προωθηθεί επίσης η ιδέα του ΝΑΤΟ των δύο ισοτίμων πυλώνων, ενός Αμερικανικού και ενός Ευρωπαϊκού. Η πολιτική εκκρεμότητα επίσης που δημιούργησαν οι εκλογές στη Γερμανία, η οποία αναμένεται να παραταθεί επί πολλούς μήνες, όπως και η αποχώρηση της Μέρκελ, προσφέρει στη Γαλλική πλευρά μια ευνοϊκή συγκυρία για την ανάληψη πρωτοβουλιών και την ενίσχυση της θέσεως και του ρόλου της στη Μεσόγειο. Είναι γνωστό ότι η πρώην καγκελάριος Μέρκελ αντιτάχθηκε σταθερά στην ενίσχυση του ρόλου της Γαλλίας στη Μεσόγειο. Αυτή οδήγησε σε ναυάγιο τη μεγάλη ιδέα του Σαρκοζί για τη Μεσογειακή Ένωση και η ίδια αντιτάχθηκε παρασκηνιακά στην υπογραφή Ελληνο-Γαλλικής Αμυντικής Συμφωνίας, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής.

Οι κινήσεις καλής θελήσεως και προσεταιρισμού της Γαλλίας από τις ΗΠΑ, ως αντισταθμιστική πολιτική, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας AUKUS, διευκόλυναν την Ελλάδα να κάνει τη σωστή και επιβεβλημένη εθνική επιλογή των φρεγατών Belharra και κορβετών GoWind και να υπογράψει τη στρατηγικής σημασίας διμερή αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής.

Το Πολεμικό Ναυτικό είχε κάνει την αναγκαία και συστηματική προετοιμασία και αξίζει έπαινος στην ηγεσία και στα στελέχη του, όπως και στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και στον αρμόδιο υπουργό Άμυνας, που υπεστήριξαν σταθερά την άποψη ότι τα κριτήρια επιλογής πρέπει να καλύπτουν αυστηρά τις επιχειρησιακές ανάγκες και όχι οποιεσδήποτε άλλες σκοπιμότητες.

Έστω και από γεωπολιτική καραμπόλα, η Ελλάδα διευκολύνθηκε να κάνει μια σωστή εθνική επιλογή, με τις ευλογίες μάλιστα και των ΗΠΑ. Η Ελληνο-Γαλλική Συμφωνία έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα. Δεν ενισχύει μόνο καταλυτικά την άμυνα και την αποτροπή της. Της προσδίδει έναν άλλον γεωπολιτικό ρόλο στην περιοχή και την καθιστά συμπρωταγωνιστή με τη Γαλλία σε μια μεγάλη Ευρωπαϊκή υπόθεση, που είναι η Ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία και ο ρόλος της Ευρώπης στη Μεσόγειο.

Η νέα αυτή εξέλιξη δεν μπορεί να συμπορευθεί με θλιβερές πολιτικές κατευνασμού και ενδοτισμού. Θα πρέπει να περιφρουρηθεί και να αξιοποιηθεί για δημιουργική δράση σε όλους τους τομείς. Η αμυντική βιομηχανία είναι ο νέος τομέας που πρέπει να επισύρει την προσοχή των υπευθύνων. Δεν μπορεί η Ελλάδα να επιτρέψει μακροπρόθεσμα τον υποσκελισμό της σε τεχνολογία και καινοτομία από την Άγκυρα. Θα πρέπει πάραυτα να ιδρυθεί υφυπουργείο Αμυντικής Βιομηχανίας, το οποίο να χαράξει εθνική μακροπρόθεσμη στρατηγική.

Θα πρέπει επίσης να αφοπλισθεί, όσο είναι ακόμα καιρός, η τορπίλη που ετοιμάζεται στην Κύπρο, με Βρετανική τεχνογνωσία και με πρόσχημα τη δήθεν «λύση» του Κυπριακού και πραγματικό στόχο την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ