Ευριπίδης Στυλιανίδης στο “Π”: H Ελλάδα πρέπει τώρα να κεφαλαιοποιήσει τη συμμαχική της συνέπεια
Του
δρος ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΣΤ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ
Βουλευτή Ροδόπης Νέας Δημοκρατίας, πρώην Υπουργού,
Επίκουρου Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
Το κέντρο βάρους του διεθνούς γεωπολιτικού ενδιαφέροντος μετατοπίζεται προς ανατολάς. Επίκεντρό του ο Ειρηνικός και η κινεζική θάλασσα, μερικώς η Ανατολική Μεσόγειος και όχι πλέον ο Ατλαντικός. Παράλληλα μεταβάλλεται το τοπίο στην Κεντρική Ασία, μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν και την επιστροφή των Ταλιμπάν. Δημιουργείται ένας νέος διεθνής πόλος, η Κίνα, που μέχρι τώρα ήταν η χώρα με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, τις περισσότερες εξαγωγές και τα υψηλότερα συναλλαγματικά αποθέματα και εξελίσσεται σταδιακά και σε πρώτη παγκόσμια οικονομία.
Οι ΗΠΑ τοποθετούνται στο νέο τοπίο με μια στρατηγική, στρατιωτική συμφωνία (AUKUS), η οποία τους ξανασυνδέει με τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία, τον Καναδά, αφήνοντας όμως εκτός τη Γαλλία, τη Γερμανία και συνολικότερα την Ευρώπη.
Η νέα εξέλιξη αποδεικνύει την αδυναμία της ΕΕ να παρακολουθήσει τις γεωστρατηγικές εξελίξεις και να συμμετέχει σε αυτές. Αποδεικνύει ότι το BREXIT δεν ήταν μια τυχαία επιλογή, αλλά μια διαφορετική στρατηγική προσέγγιση. Δημιουργεί νέες ισορροπίες και άρα νέες προκλήσεις, ενώπιον των οποίων πρέπει να επανατοποθετηθεί τόσο η ΕΕ όσο και η Ελλάδα.
Το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι το κενό που δημιουργεί η αμερικανική αποχώρηση ανοίγει χώρο για την επιθετική επιστροφή της Τουρκίας στο Αφγανιστάν, στη Συρία, στην Υεμένη, στη Λιβύη και γενικότερα στην Κεντρική Ασία και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα δεν πρέπει να καθυστερήσει, διότι είναι βέβαιο ότι ο χρόνος που είχε προκειμένου να αξιοποιήσει την τουρκική απομόνωση έχει λήξει. Οι ελληνοαμερικανικές στρατιωτικές και ενεργειακές συμφωνίες πρέπει να κατοχυρώσουν την πατρίδα μας από κάθε είδους τουρκική επιθετικότητα που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο.
Η στρατιωτική – αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία μας δίνει –εκτός από τις σύγχρονες φρεγάτες και τα αεροπλάνα– το πλεονέκτημα της αμοιβαίας συνδρομής, που δεσμεύει βέβαια και εμάς έναντι της Γαλλίας. Τέλος, η σύμπραξη με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και φυσικά την Κύπρο προσθέτει στην αναβάθμιση του ρόλου μας στην περιοχή και κατοχυρώνει τα δίκαιά μας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δεν είναι γνωστό πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να ανασυγκροτηθεί η ΕΕ μετά την οικονομική κρίση και με μια Γερμανία χωρίς κυβέρνηση για αρκετούς ίσως μήνες ακόμα. Ωστόσο η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει και βεβαίως δεν πρέπει αφελώς να πιστεύει ότι οι ρητορικές κόντρες του Ταγίπ Ερντογάν με την αμερικανική ηγεσία υποβαθμίζουν τον ρόλο και τη σημασία της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Είναι σαφές ότι η Δύση συνεχίζει να διαβουλεύεται με την Τουρκία μέσα από πολλά, παράλληλα κανάλια, ώστε να αποτρέπει τη διάθεση της τουρκικής ηγεσίας να στραφεί προς την άλλη πλευρά. Είναι επίσης αυτονόητο ότι η Τουρκία ξέρει να πιέζει, να εκβιάζει και να διαπραγματεύεται, προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει τη γεωπολιτική υπεραξία που δημιουργεί. Άρα η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει χρέος, συνδυασμένη με τη στρατιωτική διπλωματία, να αποκλείσει το ενδεχόμενο να είναι σε βάρος της τα ανταλλάγματα που θα ζητήσει η Τουρκία. Η Ελλάδα οφείλει, επιτέλους, να κεφαλαιοποιήσει τη συμμαχική της συνέπεια και να επιβάλει στην Τουρκία λύσεις που θα εδράζονται απόλυτα στο διεθνές δίκαιο.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ