Ελληνισμός και Ελληνορθόδοξη Εκκλησία στις ΗΠΑ: Δύο ταυτόσημες έννοιες

-Οι αντιδράσεις κατά του Αρχιεπισκόπου κ. Ελπιδοφόρου


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Πολύς θόρυβος και πολλές αντιδράσεις σημειώθηκαν τελευταίως για την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου στα εγκαίνια του «Οίκου της Τουρκίας» σε πολυώροφο κτήριο της Νέας Υόρκης, παρουσία του τούρκου Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, όπως και του προέδρου του ψευδοκράτους της κατεχόμενης Βορείου Κύπρου Ερσίν Τατάρ.

Ελληνοαμερικανικές και ελληνοκυπριακές οργανώσεις αντέδρασαν και κατέκριναν έντονα τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ελπιδοφόρο για την ανεπίτρεπτη, όπως χαρακτηρίσθηκε, παρουσία του στην τελετή, που μπορούσε να εκληφθεί και ως έμμεση αναγνώριση της παράνομης κατοχής μέρους της κυπριακής επικρατείας, με το σημερινό τουρκοκύπριο ηγέτη να ασπάζεται πλήρως και να ταυτίζεται με τις επιδιώξεις της Άγκυρας για δημιουργία δύο χωριστών κρατών.

Επιπλέον, εξέφραζαν τον προβληματισμό τους για τις εντυπώσεις που θα δημιουργούσε σε μέλη της Γερουσίας και του Κογκρέσου που παγίως στηρίζουν τις ελληνικές θέσεις και ασκούν δριμεία κριτική στην Άγκυρα για την παραβατικότητα στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι αντιδράσεις της ομογένειας επέδρασαν και προκάλεσαν και ανάλογες αντιδράσεις από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης, με τον πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη , ο οποίος βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για να παραστεί και να παρέμβει στην 76η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ), να ακυρώνει την προγραμματισμένη συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε –μάλλον υποβαθμισμένα– στα γραφεία της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Ελλάδας στα ΗΕ και αφού είχε προηγηθεί η παραδοχή του κ. Ελπιδοφόρου για «mea culpa». Τι ισχυρίσθηκε ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος για την συμπαρεύρεση στα εγκαίνια του «Οίκου της Τουρκίας» με τον πρόεδρο του ψευδοκράτους των Τουρκοκυπρίων Τατάρ; Ότι δεν γνώριζε για την παρουσία του! Ισχυρισμός όμως που διαψεύδεται από έλληνες και κύπριους διπλωμάτες και άλλους ομογενειακούς φορείς, που είχαν φροντίσει να ενημερώσουν εγκαίρως την Αρχιεπισκοπή.

Άγνωστο παραμένει αν ο κ. Ελπιδοφόρος είχε ενημερώσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι θα παραστεί στην τουρκική εκδήλωση ή ενήργησε αυτοβούλως. Η παρουσία του να είχε, άραγε, σχέση με την άσκηση εκκλησιαστικής διπλωματίας ή, όπως λέγεται, να συνδεόταν με φιλοδοξίες του Αρχιεπισκόπου να διαδεχθεί –όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου– τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και η γνωριμία και η συμπάθεια του κ. Ερντογάν θα ήταν πολύ επιβοηθητική; Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα απάρεσκε καθόλου και στην Ουάσινγκτον. Πολλές υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τη συμπαρουσία του με τον πρόεδρο του ψευδοκράτους των Τουρκοκυπρίων, που μπορεί να ανταποκρίνονται ή όχι στη πραγματικότητα. Ένα θέμα όμως που δύσκολα επιδέχεται αμφισβήτηση είναι ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι εθνικές Εκκλησίες. Ταυτίζονται με την πίστη, τις παραδόσεις και την ιστορία των πιστών τους. Μου το είχε επισημάνει και εξηγήσει φίλος ραβίνος στις ΗΠΑ, γνώστης της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και παράδοσης.

Ο Εβραϊσμός όπως και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, υποστήριζε, είναι κυριότατα εθνικές. Και τούτο για ιστορικούς και εθνολογικούς λόγους. Σε αντίθεση με τον Καθολικισμό και σε μικρότερο βαθμό τον Προτεσταντισμό. Ένας Πάπας μπορεί να μην είναι αναγκαστικά Ιταλός, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των τριών τελευταίων Προκαθήμενων της Καθολικής Εκκλησίας. Όμως θα ήταν σχεδόν αδύνατο ο Ρώσος Πατριάρχης να μην είναι Ρώσος ή ο Σέρβος και ο Βούλγαρος όπως και ο Οικουμενικός Πατριάρχης να μην είναι αντίστοιχα Σέρβοι, Βούλγαροι ή Έλληνες. Η βασιμότητα της θέσης αυτής επιβεβαιώνεται και από τις πρόσφατες αντιδράσεις στον ορισμό από το Σερβικό Πατριαρχείο Σέρβου Μητροπολίτη στη Σερβική Εκκλησία του Μαυροβουνίου, με τους Μαυροβούνιους να διεκδικούν την ίδρυση αυτόνομης Ορθόδοξης Εκκλησίας του Μαυροβουνίου.

Η Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής υπάγεται ιεραρχικά και εκκλησιαστικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο συνεχώς και αδιαλείπτως επιλέγει και διορίζει αρχιεπισκόπους ελλαδικούς ή του πατριαρχικού περιβάλλοντος. Μέχρι στιγμής δεν προκύπτει να έχει επιλεγεί ιεράρχης που να προέρχεται από την ομογένεια των ΗΠΑ. Προφανώς είναι θέμα χρόνου.

Η συμβολή της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στη διατήρηση της ελληνικότητας των ομογενών στις ΗΠΑ, της ορθόδοξης πίστης και της γλώσσας είναι μεγάλη και αναμφισβήτητη. Χωρίς την Ορθόδοξη Εκκλησία ο Ελληνισμός των ΗΠΑ, κυρίως οι αμερικανογεννημένοι πρώτης αλλά και επόμενων γενιών, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να διατηρήσει τους δεσμούς με την πατρίδα καταγωγής, να μάχεται και να υπερασπίζεται τα εθνικά θέματα, το Κυπριακό, να προβάλλει τον ελληνικό πολιτισμό και τις ελληνικές παραδόσεις, με συνεκτικό στοιχείο τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία.

Όταν σε μια μεγάλη κληρικολαϊκή συνέλευση σε δυτική πολιτεία των ΗΠΑ τέθηκε θέμα –κυρίως από αμερικανογεννημένους– αντικατάστασης της ελληνικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία από την αγγλική, με το επιχείρημα ότι τα ελληνικά δεν τα καταλάβαιναν οι περισσότεροι και αργά ή γρήγορα θα τα καταλάβαιναν ακόμα λιγότεροι, άμεση και καίρια ήταν η αντίδραση του τότε πεφωτισμένου Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, ο οποίος σε παρέμβασή του τόνισε: «Αυτοί που το υποστηρίζουν είναι σαν να λένε ‘‘αφού όλοι μας το ξέρουμε ότι μια ημέρα θα πεθάνουμε, γιατί να μην αυτοκτονήσουμε από τώρα;’’».

Η συμβιβαστική λύση ήταν να διατηρηθεί αναλλοίωτη η ελληνική γλώσσα στην κύρια ψαλμωδία της Θείας Λειτουργίας και η αγγλική σε ήσσονος σημασίας και στα κηρύγματα και πάντα με κριτήριο τη σύνθεση του εκκλησιάσματος. Ο Ελληνισμός των ΗΠΑ, σε σύγκριση με τα ιστορικά κέντρα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, της Ρωσίας και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και της Αιγύπτου, αποτελεί ιδιαιτερότητα.

Η απορροφητική ικανότητα της αμερικανικής οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής και κοινωνικής χοάνης (melting pot) είναι τεράστια. Αναπόφευκτα, στο πέρασμα του χρόνου, θα επηρεάσει και την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία, τουλάχιστον στα εξωτερικά της γνωρίσματα. Αυτό καλό είναι να το έχουμε πάντοτε υπόψη, ιδίως οι υπεύθυνοι για τον Απόδημο Ελληνισμό και οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις. Προς το παρόν τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά. Όμως τα μηνύματα, με βάση τα τελευταία γεγονότα, δεν φαίνονται και τόσο… ελπιδοφόρα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ