Γιώργος Κατρούγκαλος στο “Π”: Τέλος εποχής στη Γερμανία – Ελπίδες για την Ευρώπη
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ
Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου,
Τομεάρχη Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Οι γερμανικές εκλογές σηματοδοτούν το τέλος της εποχής Μέρκελ, συνώνυμης με την επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα χρόνια της διακυβέρνησής της το γερμανικό πολιτικό σύστημα μετατόπισε τις προτεραιότητές του, από την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας προς την εδραίωση μιας γερμανικής Ευρώπης, με έντονα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά.
Κάθε προσπάθεια εμβάθυνσης της δημοκρατικής πολιτικής ολοκλήρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως οι πολύ μετριοπαθείς προτάσεις του Προέδρου Μακρόν, έπεσαν στο κενό. Τα αδιέξοδα αυτής της πρωτοκαθεδρίας της οικονομίας έναντι της πολιτικής και της λιτότητας έναντι του κοινωνικού στοιχείου φάνηκαν ανάγλυφα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, πάνω από όλα στην Ελλάδα. Οι μνημονιακές πολιτικές απετέλεσαν πιο θανατηφόρο φάρμακο από την ασθένεια της κρίσης που, υποτίθεται, θα θεράπευαν και πέραν της δυστυχίας που επιφύλαξαν στον ελληνικό λαό δηλητηρίασαν κάθε ιδέα αλληλεγγύης στην ΕΕ.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η καγκελάριος Μέρκελ δεν είχε ικανότητες και αρετές. Συνεχίζοντας μια παράδοση πραγματισμού, που διαπερνά οριζόντια τα γερμανικά κόμματα (ο σοσιαλδημοκράτης Σμιτ είχε πει το περίφημο «όποιος πολιτικός έχει οράματα να πάει στον γιατρό»), υπήρξε ικανότατη τακτικίστρια και ισορροπίστρια. Συνήθως την τελευταία στιγμή, χωρίς να δίνει λύση στα δομικά προβλήματα, κατάφερνε να αποσοβεί τα χειρότερα. Σε αυτό τη βοηθούσε ο ήπιος, όχι υπερφίαλος χαρακτήρας της: Μια θεία για κάθε γερμανικό νοικοκυριό, τυπική νοικοκυρά της Σουαβίας. Ίσως η φωτεινότερη στιγμή της να ήταν η ανθρωπιστική διάσταση που κράτησε κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης του 2015. Η ίδια κρίση όμως έδειξε και τα όρια της καγκελαρίου ως πολιτικού: Δεν κατάφερε, παρά τη γερμανική πρωτοκαθεδρία, να κάμψει τις ξενοφοβικές αντιδράσεις εντός της ΕΕ, ούτως ώστε να υπάρξει μια αποτελεσματική ευρωπαϊκή μεταναστευτική και προσφυγική πολιτική.
Η αποχώρησή της δεν συμπίπτει μόνο με το χειρότερο ποσοστό που κατέγραψε μεταπολεμικά η γερμανική Δεξιά αλλά και προαναγγέλλει μια νέα ατζέντα, τόσο για τη δική της χώρα όσο και συνολικά για την Ευρώπη. Η οικονομική ασφυξία που είχε επιβάλει η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία στην Ελλάδα τα μνημονιακά χρόνια δεν επαναλήφθηκε ως επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης την περίοδο της πανδημίας. Τίποτα όμως δεν έχει κριθεί ακόμη. Το 2022 πρόκειται να είναι ιδιαίτερα κρίσιμο έτος. Κατά τη διάρκειά του θα συγκρουστούν δύο διαμετρικά αντίθετες γραμμές: Από τη μια μεριά, αυτοί που επιδιώκουν την επιστροφή στον ζουρλομανδύα του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως έσπευσαν ήδη να ζητήσουν οι οκτώ «φειδωλές» χώρες. Από την άλλη, όσοι αναζητούν έναν ορθολογικότερο συμβιβασμό, που θα επιτρέψει την επιστροφή σε μια ανάπτυξη που θα σέβεται τις αρχές του κοινωνικού κράτους και δεν θα πολλαπλασιάζει τις ανισότητες.
Ακόμη και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι, από τους αρχιτέκτονες –ως διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας– της κυρίαρχης τα προηγούμενα χρόνια οικονομικής πολιτικής, δήλωσε ότι θεωρεί «μη ρεαλιστική προοπτική το να επιμείνουμε στους ίδιους κανόνες του παρελθόντος με τη σημερινή χρηματοοικονομική υποδομή». Το προς ποια κατεύθυνση θα αλλάξουν οι υφιστάμενοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την έκβαση των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Κρίσιμο θα είναι όχι μόνο ποιος θα είναι καγκελάριος αλλά και ποιος θα είναι υπουργός Οικονομικών.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ