ΤΟ ΥΨΙΛΟΝ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ

ΤΟ ΥΨΙΛΟΝ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ


Συγγραφέας
ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ – ΣΩΤΗΡΙΑΔΗ


Η Αριάδνη κόβει τους ομφάλιους λώρους της ζωής της, και από την πόλη μετακομίζει σε ένα νησί του Αιγαίου, ψάχνοντας να κρατηθεί από ό,τι θυμίζει τον άντρα που ερωτεύτηκε. Μπροστά της ανοίγεται ένας άγνωστος κόσμος, γεμάτος ναυτικές παραδόσεις του περασμένου αιώνα και πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια, ενώ θα έρθει αντιμέτωπη με ένα βαρύ μυστικό.

Κοίταζε ο μικρός Θεοδόσης τα πανιά να παίρνουνε σχήμα σιγά σιγά κι έβλεπε ένα άλλο πανί, χρώματος γαλανού, μεγάλο, τόσο που να μη χωρεί στη μικρή πλατεία, έβλεπε τους βιλιέρηδες να συνεννοούνται, να το μαζεύουν και να το μετακινούν στη μεγάλη πλατεία του Αγίου Δημητρίου, να το απλώνουν στο πλακόστρωτο και να γονατίζουν γύρω του όπως οι μαθητές στο σώμα του δασκάλου τους, κι όσοι περνούν να κοντοστέκονται και να λεν, τίνος είναι τούτα τα πανιά, είναι για το μπρίκι του καπετάν-Θεοδόση και τι χρώμα είναι τούτο, πού ξανακούστηκε πλεούμενο με γαλανά πανιά.

Μια ερωτική ιστορία τού σήμερα που σκοντάφτει σε μια ερωτική ιστορία του παρελθόντος. Μια ιστορία με το ένα πόδι στο παρόν και το άλλο στο παρελθόν, μια Αριάδνη είναι που κρατεί τον μίτο και μας οδηγεί προς τη λύτρωση, ώστε να πάψει το ύψιλον της λύπης να γεμίζει με δάκρυ, αφού ένα είναι το χρέος που μας δόθηκε: το φως.

Απόσπασμα Βιβλίου

… Δεν την άκουσε που σηκώθηκε από την πολυθρόνα της, που διέσχισε το δωμάτιο προς το μέρος του – αερικό· το είχε να μετακινείται έτσι ήσυχα κι αθόρυβα. Την ένιωσε μόνο όταν σφίχτηκε στο πλάι του, αρνάκι τρομαγμένο που το ξολάλησαν οι φωνές στο κάτω πάτωμα. Ξαφνιάστηκε, γιατί προσώρας είχε λησμονήσει την παρουσία της στο δωμάτιο· ξαφνιάστηκε από τη ζεστή σάρκα που ακούμπησε στο μπράτσο του μέσα σ’ εκείνη την παγωνιά. Δε γύρισε να την κοιτάξει. Άπλωσε τα μπράτσα και την έπιασε· εκείνη δεν έκανε καμιά κίνηση, ούτε μπρος, ούτε πίσω. Τον χτύπησε στα ρουθούνια η μυρωδιά της, ζωή αδιαπραγμάτευτη, έσκυψε κι έχωσε το πρόσωπο στο στήθος της, να μη βλέπει, να μην ακούει τις φωνές, την έσφιξε κι άλλο και κυλίστηκαν στο κρεβάτι μουγγά, τα χέρια του πήραν να ψάχνουν μέσα από τα ρούχα της, χάθηκε ο χρόνος και ο τόπος, χάθηκαν ταυτότητες και γεγονότα, το κορμί του θυμήθηκε – είχε καιρό να πατήσει σε τέτοια μέρη, μα τίποτα δεν είχε ξεχάσει, ανταποκρίθηκε αμέσως από μοναχό του. Η γυναίκα τον κοίταζε με μάτια ορθάνοιχτα, αμέτοχη, μα δεν έκανε και να φύγει· δε σήκωνε τα χέρια ν’ ανταποδώσει τα χάδια, μα δεν απόδιωχνε και τα δικά του.
Δε σήκωσε τα μάτια στο πρόσωπό της ούτε μια φορά – ακόμα και στα λιμασμένα του φιλιά τα μάτια του ήταν κλειστά· την έγδυνε με το στόμα και με τα χέρια, την άπλωνε και τη μάζευε σαν ρουχαλάκι, τη γύρεψε πάνω και κάτω παντού με βιασύνη και πείνα, κι ύστερα, σαν να βρήκε τον δρόμο ξαφνικά, μπήκε μέσα της με μια κίνηση και την πήρε γρήγορα, λαχανιάζοντας και βογκώντας, βαστώντας της τα χέρια σφιχτά κολλημένα στο στρώμα· ο τελευταίος σπασμός του οργασμού τον τίναξε βίαια στα σπλάχνα της, τίναξε κι ένα όνομα έξω από τα χείλια του, ένα όνομα που είχε καιρό να πει, κι ας κυλιόταν συνεχώς πάνω στη γλώσσα του.
Έμεινε για λίγο ακίνητος πάνω της κι ύστερα τραβήχτηκε, σύρθηκε ως την άκρη του κρεβατιού και ανακάθισε. Πέρασε τα χέρια στα μαλλιά του –ό,τι άσπρο δεν είχαν καταφέρει να του ρίξουν ως τότε τα χρόνια του θα του το έφερνε η αποψινή νύχτα– κι έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες· ανάσαινε βαθιά, όπως ανασαίνουμε όταν βγαίνουμε στη στεριά μετά από πολύωρο κολύμπι…

Διαβάστε όλο το απόσπασμα ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ – ΣΩΤΗΡΙΑΔΗ γεννήθηκε το 1970 στη Νεάπολη Μεραμβέλλου Κρήτης, όπου τελείωσε το Γενικό Λύκειο. Ήταν παντρεμένη με τον γλύπτη Νίκο Σωτηριάδη και έχει δύο παιδιά. Ζει στο Καλό Χωριό του Αγίου Νικολάου και τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στον χώρο του τουρισμού.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική Λόγοτεχνία, Κοινωνικό
ISBN: 978-618-01-4056-9
ISBN e-book: 978-618-01-4057-6


Σχολιάστε εδώ