Στο Ναύπλιο η ΠτΔ για τις τιμητικές εκδηλώσεις για τον Ι. Καποδίστρια
Στη χαρισματική προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια, του ιδρυτή και θεμελιωτή του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, αλλά και στα μοναδικά επιτεύγματα αναφέρθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, από το Ναύπλιο, το οποίο επισκέπτεται, στο πλαίσιο των τιμητικών εκδηλώσεων του Δήμου για τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Η κ. Σακελλαροπούλου μετά από την επιμνημόσυνη δέηση και την κατάθεση στεφάνου στο άγαλμα του Ιωάννη Καποδίστρια, μετέβη στο Βουλευτικό και απηύθυνε την επετειακή ομιλία, κατά την οποία τόνισε την απαράμιλλη φιλοπατρία του Καποδίστρια και την αταλάντευτη προσήλωσή του στον υπαρξιακό εθνικό σκοπό, της δημιουργίας, σε στέρεες και ανθεκτικές βάσεις, του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου επισκέπτεται το Ναύπλιο, στο πλαίσιο των τιμητικών εκδηλώσεων του Δήμου για τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Η κυρία Σακελλαροπούλου μετά από την επιμνημόσυνη δέηση και την κατάθεση στεφάνου στο άγαλμα του Ιωάννη Καποδίστρια, μετέβη στο Βουλευτικό και απηύθυνε την επετειακή ομιλία που ακολουθεί:
«H επέτειος των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 είναι μια αφορμή για να επανέλθουμε στα θεμέλια και τις καταβολές του σύγχρονου ελληνικού Κράτους. Να επισκεφτούμε ξανά τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας. Μιας συναρπαστικής και συγκινητικής ιστορίας, ιδεών και προσώπων, μορφών και γεγονότων ηρωικών, που σήμερα ανακαλούμε με δέος στη μνήμη μας. Όχι μόνο για να τους αποδώσουμε τη δέουσα τιμή, αλλά για να κατανοήσουμε την Επανάσταση, ως τη δική μας γενέθλια στιγμή. Στην αφήγηση του 1821, 200 χρόνια μετά, όπως μπορούμε να την προσεγγίσουμε με τα ερμηνευτικά μας εργαλεία, με ακρίβεια και δίχως ιστορικούς αναχρονισμούς, ανακύπτουν κρίσιμα ερωτήματα για το πώς δομήθηκε το ελληνικό Κράτος, πώς συμβάδισαν ο ελληνικός κοινοτισμός με το νεωτερικό και ευρωπαϊκό πνεύμα, πώς, εν τέλει, σφυρηλατήθηκε η εθνική μας ταυτότητα και διαδρομή.
Η Eπανάσταση δεν υπήρξε μόνο πράξη αυταπάρνησης και ολομέτωπης μάχης για την ανεξαρτησία. Ήταν την ίδια στιγμή ένας ανυπέρβλητος αγώνας για τη συνταγματική συγκρότηση και τον πολιτικό μας αυτοπροσδιορισμό. Η ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους δεν νοείται χωριστά από την πολιτική του ελευθερία και προϋποθέτει την αναδιοργάνωση της κοινωνίας σε βάθος, ώστε αυτή να ανταποκριθεί αρμονικά στους θεσμούς. Η ενασχόλησή μας με το 1821 είναι στην πραγματικότητα πολυεπίπεδη και διεπιστημονική: αφορά πρωτίστως την ιστορία, τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα της εποχής και την εξήγησή της, αλλά εκτείνεται και στην πολιτική, το δίκαιο, την κοινωνιολογία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων. Πρόκειται για μια άσκηση με ολιστικό χαρακτήρα, ερευνητική και διανοητική, που περικλείει τα θεμελιώδη στοιχεία της νεοελληνικής μας ταυτότητας. Και όπως επισημαίνει ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, με την αφορμή των εορτασμών των 200 ετών, «είναι ουσιαστικά η πρώτη φορά που η επέτειος μπορεί να εορταστεί ελεύθερα, χωρίς τη σκιά ποικίλων καταναγκασμών, ιδεολογικών και άλλων, και συνεπώς εμφανίζεται ως η κατάλληλη στιγμή μιας απροκατάληπτης εορτής, για να τιμήσουμε, να αναστοχαστούμε κριτικά, αλλά, γιατί όχι, και να χαρούμε τον συλλογικό μας εαυτό, την εθνική μας κληρονομιά και τη θέση μας στην κοινωνία των ελεύθερων λαών».
Ο Καποδίστριας ανήκει στις προσωπικότητες που άφησαν το ανεξίτηλο ίχνος τους στην ελληνική και την ευρωπαϊκή ιστορία. Γεννήθηκε στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα το 1776 και ήταν το έκτο παιδί του Αντωνίου-Μαρία Καποδίστρια, δικηγόρου, και της Αδαμαντίας Γονέμη, κόρης αριστοκρατικής οικογένειας με καταγωγή από την Κύπρο. Έζησε στην Κέρκυρα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, μέχρι το 1808 που έφυγε για τη Ρωσία, στα 32 του χρόνια, εκτός από ένα τριετές διάλειμμα απουσίας στην Ιταλία για σπουδές. Απέκτησε το διδακτορικό του στην Ιατρική, στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα, στο οποίο φοίτησε επίσης ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία στην Ιόνιο Πολιτεία και στη συνέχεια εισήλθε στη ρωσική διπλωματία. Συνέβαλε προσωπικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελβετίας και διετέλεσε δεύτερος υπουργός εξωτερικών του Τσάρου. Θέση που διατήρησε έως το 1822, όταν, εξαιτίας της διαφωνίας του για το ελληνικό ζήτημα με τον Αλέξανδρο Α΄, μετέβη στην Ελβετία. Την άνοιξη του 1827, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Τροιζήνα ανέθεσε στον Ιωάννη Καποδίστρια τη διακυβέρνηση της ελληνικής Πολιτείας. Σύμφωνα με τον Θάνο Βερέμη, η επιλογή του Ιωάννη Καποδίστρια, με αυξημένη θητεία επτά ετών και ενισχυμένη εκτελεστική εξουσία, οφειλόταν στην αποτυχία των δύο πρώτων Εθνοσυνελεύσεων και των εμφύλιων πολέμων που προέκυψαν από τις αδυναμίες τους. Ο Κυβερνήτης εξέφραζε το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης και της θεμελίωσης, κοινωνικά και θεσμικά, του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους.
Ο Καποδίστριας δεν δέχθηκε την ηγεσία της Φιλικής Εταιρείας και προσπάθησε να αποτρέψει το ξέσπασμα της Επανάστασης, την οποία θεωρούσε άκαιρη. Αφιέρωσε ωστόσο όλες του τις δυνάμεις στο ελληνικό ζήτημα, ασκώντας, πριν ακόμη ορισθεί Κυβερνήτης, όση πολιτική επιρροή διέθετε στη διεθνή κοινότητα, ιδίως βέβαια στη Ρωσία. Επτανήσιος κοσμοπολίτης, με καλή γνώση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας και της ιστορικής συγκυρίας, ο Καποδίστριας δεν δίστασε να αναλάβει, με τίμημα την ίδια του τη ζωή, την ευθύνη της συγκρότησης του Κράτους και την αποκατάσταση της τραυματισμένης από τις εσωτερικές διαμάχες εθνικής ενότητας. Ύστερα από σειρά διαβουλεύσεων και διπλωματικών επαφών με τις μεγάλες δυνάμεις, έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στο Ναύπλιο, στις 7 Ιανουαρίου του 1828. Η πρώτη εικόνα της χώρας ήταν για αυτόν απογοητευτική, καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ των τοπικών κοινοτήτων δεν είχαν αμβλυνθεί και η οικονομία βρισκόταν υπό πτώχευση. Ο πρώτος Κυβερνήτης της χώρας είχε διπλό μέτωπο να αντιμετωπίσει: στο εξωτερικό την ένταση μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και τη δυσπιστία της Μεγάλης Βρετανίας και μετέπειτα της Γαλλίας στο πρόσωπό του. Στο εσωτερικό, τις αντιθέσεις ανάμεσα στις τοπικές φατρίες των Ελλήνων, που μόλις είχαν ψηφίσει το Σύνταγμα της Τροιζήνας, και την κατάσταση της πατρίδας, το «απέραντο ερείπιο», κατά την έκφρασή του.
Παρότι κάποιοι δεν εντάσσουν αυστηρά την περίοδο του Καποδίστρια στον Αγώνα, θεωρώντας ως ορόσημο της Επανάστασης τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι οι μάχες Ελλήνων και Οθωμανών διήρκεσαν μέχρι το 1829. Τότε υπεγράφη από τον Σουλτάνο η συνθήκη της Αδριανούπολης και επικράτησε η βούληση των μεγάλων δυνάμεων για αυτόνομο ελληνικό κράτος.
Η Ελλάδα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο Κράτος τον Φεβρουάριο του 1830 και μέχρι την έλευση του Όθωνα το 1832 και τη διεύρυνση των συνόρων μας μεσολάβησε η θητεία του Καποδίστρια, η αντιπολίτευση, η δολοφονία του και ο εμφύλιος πόλεμος. Η κατανόηση της περιόδου αυτής προϋποθέτει την ένταξή της στα ευρύτερα συμφραζόμενα της Επανάστασης, καθώς και μια κρίσιμη ερευνητική απόσταση. Ο βίος και το έργο του Κυβερνήτη δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια διαιρετική και διχαστική ανάγνωση που ακόμα και σήμερα μας εμποδίζει να τον τοποθετήσουμε στην εποχή του, με τις ιδιαίτερες ιστορικές και στρατηγικές δεσμεύσεις της.
Ο Καποδίστριας είναι άνθρωπος της εποχής του, του 19ουαιώνα. Μιας εποχής με πολλές και αντιφατικές όψεις. Τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα μηνύματα του καιρού του, τα φώτα της γαλλικής επανάστασης, έχουν ως αποδέκτη μια ρευστή και άναρχη διεθνή κοινότητα και έναν αβέβαιο συσχετισμό δυνάμεων που επιδρά καθοριστικά στην ελληνική Επανάσταση και στους πρωταγωνιστές της. Οι ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές του Καποδίστρια δεν ανάγονται στη δημοκρατική πλευρά της γαλλικής επανάστασης. Διαπνέονται, όμως, από την αστείρευτη πίστη στην εθνική ανεξαρτησία και την πεφωτισμένη δεσποτεία, ενώ από τον φιλελευθερισμό της εποχής -καθώς και τη δική του θητεία στην ιατρική- ο Κυβερνήτης συγκρατεί το ανθρωπιστικό κεκτημένο. Ο πατριωτισμός του Καποδίστρια συμπίπτει με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών και ο ίδιος αντιλαμβάνεται πλήρως την αλλαγή παραδείγματος και την ανάδυση του νέου κυρίαρχου έθνους-Κράτους. Αυτό, εξάλλου, θα γίνει και το προσωπικό του βίωμα και στοίχημα, με αφορμή, καταρχάς, την Επτάνησο Πολιτεία και, κατά μείζονα λόγο, την επαναστατημένη Ελλάδα.
Οι μεταρρυθμίσεις του Καποδίστρια είναι εντυπωσιακής ευρύτητας, καινοτόμες και οριζόντιες. Στην καποδιστριακή περίοδο ιδρύεται το πρώτο πρότυπο σχολείο, η πρώτη γεωργική σχολή, το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο και το πρώτο ορφανοτροφείο της χώρας στην Αίγινα, το οποίο στέγασε τα ορφανά του αγώνα της ανεξαρτησίας. Ο Καποδίστριας οργάνωσε τακτικό στρατό και ίδρυσε τη Σχολή Ευελπίδων. Πατάχθηκε το φαινόμενο της πειρατείας στο Αιγαίο και περιορίστηκε η ληστεία. Ρυθμίστηκε το νομισματικό σύστημα, καθιερώθηκε ως εθνική νομισματική μονάδα ο Φοίνικας και ιδρύθηκε το Εθνικό Νομισματοκοπείο. Οργανώθηκε επίσης η πρώτη ταχυδρομική υπηρεσία και η στατιστική υπηρεσία που διενήργησε και την πρώτη απογραφή. Έχοντας συνείδηση της σημασίας που έχει σε μια πολιτεία η απονομή της δικαιοσύνης, ο Καποδίστριας μερίμνησε για τη δημιουργία δικαστηρίων και τη στελέχωσή τους. Στην εμπνευσμένη μεταρρυθμιστική δυναμική του Κυβερνήτη αποτυπώνεται η πηγαία βούληση και αντοχή του να προωθήσει το αίτημα του πολιτικού εκσυγχρονισμού της εποχής του.
Κεντρικός άξονας και στόχος των μεταρρυθμίσεων του Καποδίστρια ήταν η δημιουργία, εκ του μηδενός, ενός συγκεντρωτικού και αποτελεσματικού Κράτους, με δυτικά χαρακτηριστικά οργάνωσης και λειτουργίας και ενιαίο διοικητικό σύστημα, αντί για τα τοπικά και ισχυρά φέουδα και τον κατακερματισμό του προ-νεωτερικού ελληνικού κοινοτισμού. Ως δυτικού τύπου Κράτος, ο Νίκος Αλιβιζάτος ορίζει το «ενιαίο κράτος που έχει κεντρική πολιτειακή έκφραση και συνταγματική οργάνωση πυραμιδωτού τύπου, το οποίο ανέχεται τις τοπικές εξουσίες μόνον όσο αυτές δεν
απειλούν την πολιτική ενότητά του». Με την έλευση του Κυβερνήτη τίθεται το μείζον ερώτημα για την πολιτική συγκρότηση του έθνους μας, δηλαδή η συμβατότητα των τοπικών πολιτευμάτων, που, παρότι διεκδικούσαν αυτοδιάθεση, δεν είχαν δημοκρατική ωριμότητα, με τους θεσμούς ενός σύγχρονου και συγκεντρωτικού κράτους, που διέπονται από τη νεωτερική ορθολογικότητα. Για τον Καποδίστρια, οι τοπικές κοινότητες, αν και φορείς παράδοσης και ιστορίας που έδωσαν πνοή στην Επανάσταση, ήταν μάλλον αδύνατο να υπαχθούν ομόθυμα στη γενική κατηγορία του δημοσίου συμφέροντος και να προσαρμοστούν σε πολιτειακές δομές που προϋποθέτουν την απόσταση από τις επιμέρους ταυτότητες. Με δυο λόγια, η ανεξαρτησία του ελληνικού Κράτους δεν ήταν εφικτή μέσα από τη διατήρηση ξεχωριστών και ισχυρών κοινοτήτων. Προϋπέθετε την πλήρη ενότητα των Ελλήνων, μακριά από τους ανταγωνισμούς και τα αντικρουόμενα συμφέροντα, που είχαν τις ρίζες τους όχι μόνο στην επαναστατική, αλλά και στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Ο Καποδίστριας είχε την πεποίθηση ότι το 1828 η χώρα δεν ήταν έτοιμη για ένα προοδευτικό ή μετριοπαθές Σύνταγμα. Προτεραιότητα είχε η ανεξαρτησία και η αναγνώριση του ελληνικού Κράτους και η βελτίωση αφενός των συνόρων του, αφετέρου της οικονομικής και πνευματικής κατάστασης του πληθυσμού, με έμφαση στους ακτήμονες. Στο σχέδιο του Καποδίστρια, οι υλικοί αυτοί όροι ως προς την παραγωγή, όπως και η εγγύηση των μεγάλων δυνάμεων, είναι απαραίτητοι για τη βιωσιμότητα του νέου Κράτους και προηγούνται των συνταγματικών ρυθμίσεων. Εξού και η διάκριση που φαίνεται να κάνει ο Καποδίστριας ανάμεσα στο προσωρινό και αναγκαίο πολίτευμα, αυτό της συγκεντρωτικής και προσωποπαγούς άσκησης της εξουσίας, με στόχο την προστασία του έθνους, από το μελλοντικό πολίτευμα, που θα εγκαθιστούσε σε συνθήκες πιο ώριμες για τον πολιτειακό αυτοπροσδιορισμό. Με άλλα λόγια, ο Καποδίστριας, ως ρεαλιστής και πραγματιστής, αντιλαμβανόταν τη θεσμική ωρίμανση της Πολιτείας ως την κατάληξη και όχι την αφετηρία της πορείας της.
Στο Ψήφισμα της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, με το οποίο η Βουλή αυτοκαταργήθηκε και η εξουσία ανατέθηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια, οι αντιπρόσωποι αναγνωρίζουν, σε συνεννόηση με τον Κυβερνήτη, ότι «αι δειναί της πατρίδος περιστάσεις και η διάρκεια του πολέμου δεν εσυγχώρησαν ούτε συγχωρούσι την ενέργειαν του εν Τροιζήνι επικυρωθέντος και εκδοθέντος Πολιτικού Συντάγματος καθ’όλην αυτού την έκτασιν», ενώ «η σωτηρία του Έθνους είναι ο υπέρτατος πάντων των νόμων» και «η Βουλή ανεδέχθη παρά του λαού την πρόνοιαν της εαυτού σωτηρίας». Για τους λόγους αυτούς έγινε δεκτή, σαν μια ιδιόμορφη κατάσταση εξαίρεσης, η εντολή του Καποδίστρια να ανασταλεί επ’ αόριστον η εφαρμογή του δημοκρατικού και φιλελεύθερου Συντάγματος της Τροιζήνας. Ενός Συντάγματος που είχε συνταχθεί για τον ίδιο τον Καποδίστρια από μια Συνέλευση που τον είχε εκλέξει ομόφωνα στο αξίωμα. Στην ανοικτή αυτή παρέκκλιση από τη συνταγματική νομιμότητα και την απόρριψη ενός Συντάγματος που επιχειρούσε να μεταφέρει στην Ελλάδα μια παραλλαγή του αμερικανικού προεδρικού συστήματος, αποτυπώνεται η ισχυρή επιθυμία του Καποδίστρια να αποφύγει την ακυβερνησία και το αδιέξοδο στην περίπτωση της σύγκρουσης νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Στην πολιτική και θεσμική συνείδηση του Κυβερνήτη δεν χωρούν αντίβαρα στον κυρίαρχο, ούτε και η αυστηρή διάκριση των εξουσιών, η οποία συναρτάται με τη συναινετική λογική στην άσκηση της εξουσίας. Ενδεχόμενη ασυνεννοησία μεταξύ του Κυβερνήτη και της
Βουλής θα είχε ως αποτέλεσμα την παράλυση του Κράτους και μάλιστα σε συνθήκες εξαιρετικά κρίσιμες για την επιτυχία του εθνικού σκοπού της ανεξαρτησίας. Ως εκ τούτου στο νέο προσωρινό πολίτευμα δίπλα στον Κυβερνήτη θα λειτουργούσε ως συμβουλευτικό όργανο το Πανελλήνιο, αποτελούμενο από 27 μέλη που ο ίδιος θα επέλεγε. Με το Β’ Ψήφισμα της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως της 22ας Ιουνίου 1829, γνωστό και ως «Ψήφισμα της Γερουσίας», το Πανελλήνιο διαδέχθηκε η Γερουσία, όργανο επίσης συμβουλευτικού χαρακτήρα. Η Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους, το 1829, επικύρωσε τις αποφάσεις του Κυβερνήτη, ο οποίος ρητά είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι η διακυβέρνηση της χώρας «δεν θέλει είναι δυνατόν να κανονισθή διά συνταγματικών και μονίμων νόμων, ειμή όταν η τύχη της Ελλάδος αποφασισθή οριστικώς».
Ο Καποδίστριας δεν αποσκοπούσε στη μονιμότητα της συνταγματικής αυτής παρέκβασης, ούτε την επιβολή καθεστώτος δίχως νομιμοποίηση και έρεισμα στους συνταγματικούς κανόνες. Εγκατέστησε ένα δίκαιο της ανάγκης, πολύ πριν αυτό εισαχθεί στο σώμα του Συντάγματός μας ως κατάσταση πολιορκίας, και μάλλον απέβλεπε, με την επίτευξη της ανεξαρτησίας, την υιοθέτηση ενός πολιτεύματος πιο κοντά στη συνταγματική μοναρχία. Άλλωστε, ο ίδιος ο Καποδίστριας είχε δεχθεί την επιλογή του Λεοπόλδου για τον ελληνικό θρόνο. Από την άλλη, δεν υποτιμούσε τη σπουδαία δύναμη της νομιμοποίησης, την ανάγκη με άλλα λόγια να υπάρχει αποδοχή του πολιτεύματος από τον λαό και τους αντιπροσώπους του. Όμως, για τον Κυβερνήτη, οι συνταγματικοί κανόνες έπρεπε να θεμελιωθούν σε ένα στέρεο έδαφος, κοινωνικά, οικονομικά, ακόμη και στρατιωτικά. Διαφορετικά, θα λειτουργούσαν υπονομευτικά για το ίδιο το έθνος. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο ίδιος σε επιστολή του στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, στις 17 Ιανουαρίου 1828, το Σύνταγμα του 1827 «δεν σας εφοδίασε με τας αποχρώσας δυνάμεις διά να έχετε την εξουσία να κυρώσετε την κατάστασιν της Προσωρινής Κυβερνήσεως, ήτις μόνη με φαίνεται ότι δύναται να προφυλάξη την πατρίδα από τους επικείμενους κινδύνους». H επαναστατημένη Ελλάδα προχώρησε μέσα σε μια ρευστή και συγκρουσιακή ισορροπία, ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και μοντέρνο συγκεντρωτισμό και τον τοπικισμό του παλαιού καθεστώτος. Αυτή η διαίρεση είναι που γέννησε στην καποδιστριακή περίοδο όλες τις εντάσεις και τις συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Κυβερνήτη από μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη το 1831 στον Άγιο Σπυρίδωνα του Ναυπλίου.
Για κάποιους, ο έντονος συγκεντρωτισμός του Καποδίστρια, όπως και η αναστολή του Συντάγματος της Τροιζήνας, υπήρξαν σαφή δείγματα μιας αυταρχικής πολιτικής, ενάντια στη δημοκρατική αρχή που είχε παγιωθεί στη συνείδηση των επαναστατών ως προς την πολιτειακή μορφή του νεότευκτου Κράτους. Στην εποχή της, όμως, ήταν μια ευφυής στρατηγική της ανάγκης και του ρεαλισμού, δεδομένων των δυσμενών συνθηκών της επαναστατημένης Ελλάδας, αλλά και των ιδεολογικών καταβολών του Κυβερνήτη. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την απαράμιλλη φιλοπατρία του Καποδίστρια και την αταλάντευτη προσήλωσή του στον υπαρξιακό εθνικό σκοπό, της δημιουργίας, σε στέρεες και ανθεκτικές βάσεις, του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους. Χάρη στη μεθοδικότητα και τις αδιάκοπες διπλωματικές του προσπάθειες, η Ελλάδα κατάφερε να κερδίσει την ανεξαρτησία της το 1830 και να διευρύνει τα σύνορά της. Χάρη στη διακυβέρνησή του και τις μεταρρυθμίσεις του, που μνημονεύουμε ακόμη
και σήμερα, η χώρα μας κατόρθωσε να σταθεί όρθια μετά από τέσσερις αιώνες οθωμανικής κατοχής και σχεδόν μια δεκαετία πολέμου και κακουχιών. Στα μοναδικά επιτεύγματα και τη χαρισματική προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια, αναγνωρίζουμε με σεβασμό και τιμάμε τον αρχιτέκτονα της ανεξαρτησίας μας, τον ιδρυτή και θεμελιωτή του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, έναν λαμπρό Έλληνα και πολιτικό άνδρα της ιστορίας μας».
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη συνέχεια ξεναγήθηκε στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα.
Χθες σε εκδήλωση που έγινε στον πολυχώρο «Φουγάρο» με τίτλο «Διεθνολογικές Συναντήσεις Ναυπλίου», η κυρία Σακελλαροπούλου επέδωσε το Αριστείο «Ιωάννης Α. Καποδίστριας» στους:
-Μαριέττα Γιαννάκου, Βουλευτή Επικρατείας
-Κωνσταντίνο Τσουκαλά, Επισκέπτη Καθηγητή Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών Πανεπιστημίων
-Δρ. Σωτήρη Μουσούρη, πρώην Επίκουρο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών,
και το Βραβείο «Α. Πολυζωίδης – Γ. Τερτσέτης» για τη Δικαιοσύνη και το Δίκαιο στους:
-Εμμανουήλ Ρούκουνα, Ακαδημαϊκό,
-Emmanuel Decaux, Ομότιμο Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Paris II,
-Νικηφόρο Διαμαντούρο, Ακαδημαϊκό.
Φωτό: ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ