Οι παγκόσμιες στρατηγικές ανακατατάξεις και η Ελλάδα

Οι παγκόσμιες στρατηγικές ανακατατάξεις και η Ελλάδα


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


H διεθνής επικαιρότητα μετακινήθηκε γρήγορα από την ταπεινωτική έξοδο των Αμερικανών από το Αφγανιστάν στην εξαγγελία της τριπλής συμμαχίας ΗΠΑ – Μεγάλης Βρετανίας και Αυστραλίας, ως ανασχετικής γραμμής στην Κινεζική ισχύ και ως επανασυσπείρωση, σε επίπεδο πλέον παγκόσμιας στρατηγικής, των Αγγλο-Σαξονικών δυνάμεων.

Όσο και αν η εξαγγελία ανταποκρίνεται σε βαθύτερους λόγους, που έχουν σχέση με την από καιρό διακηρυσσόμενη από τις ΗΠΑ προτεραιότητα στον Ειρηνικό και την ανάσχεση της Κίνας, δεν λείπουν από την εσπευσμένη ανακοίνωσή της οι επικοινωνιακοί λόγοι, που ήθελαν να ρίξουν γρήγορα το πέπλο της λήθης στο Αφγανιστάν και να στρέψουν προς άλλη κατεύθυνση την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης.

Η πρώτη κερδισμένη χώρα από την εξέλιξη αυτή είναι, προφανώς, η Μεγάλη Βρετανία, η οποία αναζητούσε, μετά την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα νέο πλαίσιο που θα στήριζε τις φιλοδοξίες της για παγκόσμιο ρόλο. Μόνο σε σύζευξη με την Αμερικανική ισχύ μπορεί να προσβλέψει σε έναν τέτοιον ρόλο.

Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τώρα την Κίνα με τα ίδια αντανακλαστικά, με τα οποία αντιμετώπισαν στο παρελθόν τη Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια τη Ρωσία του Πούτιν. Με τη διαφορά μόνο ότι στην περίπτωση της Κίνας οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με τις ίδιες τις αντιφάσεις της πολιτικής τους. Η οικονομική άνοδος της Κίνας στο διεθνές στερέωμα δεν είναι άσχετη με την παγκοσμιοποίηση, που υπεκίνησαν και ακολούθησαν ως πολιτική οι ΗΠΑ, με πρωταγωνιστή μια κυρίαρχη, χρηματιστική ολιγαρχία. Η πολιτική αυτή προκάλεσε στις ΗΠΑ έντονες αντιδράσεις, με τις οποίες δεν είναι άσχετη η επικράτηση στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές του ανορθόδοξου και ιδιόρρυθμου Τραμπ.

Η εκλογή Μπάιντεν έ­δωσε την εντύπωση μιας επιστροφής στην προηγούμενη πολιτική, που είχε αμφισβητηθεί έντονα, κατά την Προεδρία Τραμπ. Η κλιμάκωση όμως της πολιτικής ανασχέσεως κατά της Κίνας δεν συμβιβάζεται με την προηγούμενη πολιτική, γιατί επιδιώκει τον περιορισμό της Κίνας και της οικονομικής της επεκτάσεως και επιρροής. Η πολιτική επίσης αυτή, που μεταφέρει εντονότερα τον ανταγωνισμό στο στρατιωτικό επίπεδο, θα εξωθήσει την Κίνα σε επιτάχυνση της μεταμορφώσεώς της σε στρατιωτική δύναμη, ισοδύναμη του οικονομικού της μεγέθους.

Η μεταφορά του επικέντρου των στρατηγικών κινήσεων στη μακρινή Αυστραλία δείχνει, ασφαλώς, την προτεραιότητα που αποκτά ο Ειρηνικός Ωκεανός και η Κίνα στην παγκόσμια στρατηγική των ΗΠΑ. Η πολιτική ανασχέσεως της Σοβιετικής Ενώσεως, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησε στην Ατλαντική σύζευξη ΗΠΑ και Δυτικής Ευρώπης και στη δημιουργία του ΝΑΤΟ, ως εργαλείου που, κατά την επιγραμματική έκφραση του πρώτου Γενικού Γραμματέα, του Λόρδου Ισμέι, είχε ως αποστολή «να κρατήσει έξω τους Ρώσους, μέσα τους Αμερικανούς και κάτω τους Γερμανούς». Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, το ΝΑΤΟ έμεινε ουσιαστικά χωρίς «εχθρό». Διατηρήθηκε όμως ως αναγκαίος θεσμός για να διαφυλαχθεί η Ευρω-Αμερικανική στρατηγική αλληλεγγύη και κοινή άμυνα και να αποτραπεί μια ενδεχόμενη στρατηγική συνεργασία Ευρώπης – Ρωσίας, που θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ αρνητικά για τα παγκόσμια Αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα.

Το ΝΑΤΟ χρησιμοποιή­θηκε επίσης ως πλεονέκτημα του «νικητή» στον Ψυχρό Πόλεμο για τη μόνιμη αναδίπλωση της Ρωσικής επιρρο­ής στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη και ως δεύτερος πυλώνας, παράλληλος εκείνου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, για τη δημιουργία ενός δίδυμου Ατλαντικού θεσμικού πλαισίου, που θα παγίωνε μια νέα γεωπολιτική τάξη στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.

Ποιες επιπτώσεις θα έχει στην Ευρώπη και στις Ευρω-Αμερικανικές σχέσεις η νέα Αγγλο-Σαξονική συμμαχία και η απότομη και άκομψη, ιδίως, σύγκρουση με τη Γαλλία, που είδε να ακυρώνεται συνοπτικά το συμβόλαιο που είχε υπογράψει με την Αυστραλία για την κατασκευή 12 υποβρυχίων έναντι περίπου 50 δισ. ευρώ;

Το ερώτημα μας επαναφέρει στις αντιφάσεις της Αμερικανικής παγκόσμιας στρατηγικής. Σε προηγούμενες περιόδους, στη δεκαετία του ’70, η Αμερικανική πολιτική, σε συνδυασμό με την έξοδό της από το Βιετνάμ, είχε προσεγγίσει την Κίνα, ως αντίβαρο στη Σοβιετική Ένωση, που είχε επωφεληθεί από την αποτελμάτωση του πολέμου στο Βιετνάμ για να ενισχύσει τη θέση της στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.

Η πολιτική αυτή έχει πλήρως αντιστραφεί σήμερα. Η Κίνα, λόγω κυρίως του οικονομικού δυναμισμού της, του θεαματικού ρυθμού αναπτύξεως που διατηρεί ακόμη και του μεγαλεπήβολου στρατηγικού σχεδιασμού της για οικονομική επέκταση, κατέλαβε την πρώτη θέση ως ανταγωνιστής των ΗΠΑ. Οι τελευταίες όμως επιμένουν εμμονικά και στην ανάσχεση της Ρωσίας του Πούτιν και αντιτίθενται σε οποιαδήποτε προοπτική στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας. Στο πνεύμα αυτό, είχαν αντιταχθεί έντονα και στην κατασκευή του στρατηγικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream II στη Βαλτική.

Η θεαματική όμως Αγγλο-Σαξονική συσπείρωση, που αναβαθμίζει γεωπολιτικά και τη Μεγάλη Βρετανία, και η σύγκρουση συμφερόντων με τη Γαλλία πώς θα επηρεάσει τις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης και ειδικότερα τη συζήτηση για μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης; Η Γαλλία, ε­μπνεόμενη από τις ιδέες του Στρατηγού Ντε Γκωλ για μια ανεξάρτητη Ευρώπη, ήταν πάντα πρωτοπόρος και σημαιοφόρος της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης. Στο πνεύμα αυτό, ο Στρατηγός Ντε Γκωλ απέσυρε τη Γαλλία, το 1965, από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, παράλληλα με τις προσπάθειές του να προωθήσει την Ενωμένη Ευρώπη. Η Γαλλία επέστρεψε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ επί Προέδρου Σαρκοζί, με την ιδέα της δημιουργίας ενός ΝΑΤΟ, αποτελούμενου από δύο ισότιμους πυλώνες, έναν Ευρωπαϊκό και έναν Αμερικανικό. Υποτίθεται ότι με τον τρόπο αυτό θα καθησυχάζονταν οι Αμερικανικές ανησυχίες ότι η ανάπτυξη μιας Ευρωπαϊκής αμυντικής διαστάσεως θα οδηγούσε σε αποσύζευξη της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και θα δημιουργούνταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια κοινή Ευρωπαϊκή στάση.

Τα γεγονότα δεν εξεπλήρωσαν τις προσδοκίες αυτές. Ένας λόγος ήταν το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εξελίχθηκε σε μια πραγματική πολιτική Ένωση, με την αίσθηση ενός κοινού συμφέροντος και μιας κοινής αλληλεγγύης. Παραμένει ουσιαστικά μια κοινή αγορά, η οποία, επιπλέον, έχει εκλεκτική συγγένεια με την πα­γκοσμιοποίηση. Ένας άλλος λόγος είναι η Ατλαντική εμμονή των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, με επικεφαλής την Πολωνία, οι οποίες βλέπουν μόνο στις ΗΠΑ ένα ισότιμο α­ντίβαρο προς τη Ρωσία. Ένας τρίτος λόγος είναι η ιδιαιτερότητα του Γερμανικού παράγοντα, που, λόγω ιστορίας, οικονομικού μεγέθους, επιρροής στην Ευρώπη και ιδίων συμφερόντων, είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στην ιδέα της Ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας.

Η μόνη σοβαρή πρόοδος που έχει γίνει προς αυτήν την κατεύθυνση είναι αφενός η θεσμική δυνατότητα που παρέχει η Συνθήκη της Λισαβόνας για πρωτοπορία μιας ομάδας χωρών, εφόσον συμφωνούν για κοινές αμυντικές δράσεις, και αφετέρου η προώθηση της κοινής αμυντικής βιομηχανίας, μέσα κυρίως από το πρόγραμμα PESCO. Είναι βέβαιο ότι η Γαλλία, αντιδρώντας στο πλήγμα που δέχθηκε με τη ματαίωση του προγράμματος των υποβρυχίων στην Αυστραλία αλλά και με τη μονομερή πρωτοβουλία των Αγγλο-Σαξόνων, θα επιδιώξει να δώσει μια νέα ώθηση στον αυτόνομο αμυντικό ρόλο της Ευρώπης. Οι προοπτικές όμως είναι περιορισμένες, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η Γαλλία έχει, πάντως, τη δυνατότητα να προωθήσει πρωτοβουλίες με χώρες-μέλη που συμφωνούν. Έχει επίσης τη δυνατότητα να υποστηρίξει ενεργά την περαιτέρω επέκταση της Ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας. Πέραν των πρωτοβουλιών εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η Γαλλία μπορεί επίσης να αναπτύξει διμερείς πρωτοβουλίες με άλλες δυνάμεις. Προνομιακός στόχος, από την άποψη αυτή, είναι η Ινδία, που αποτελεί επίσης στόχο της νέας Αγγλο-Σαξονικής συμμαχίας. Ενδέχεται όμως η Γαλλία να αναλάβει πρωτοβουλίες και προς άλλη κατεύθυνση.

Οι στρατηγικές αυτές ανακατατάξεις επηρεάζουν, προφανώς, άμεσα την Ελλάδα και την Κύπρο. Η Βρετανική πολιτική, ιδιαίτερα στο Κυπριακό, είναι σε πλήρη α­νταπόκριση και συνεργασία με την Τουρκική πολιτική. Η ενίσχυση ε­πομένως της θέσεως της Μεγάλης Βρετανίας και η αυξημένη επιρροή που μπορεί να έχει πάνω στην Αμερικανική πολιτική στην περιοχή είναι αρνητικός παράγοντας για τα Ελληνικά συμφέροντα.

Η Ελλάδα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα τις σχέσεις της με τη Γαλλία, που είναι ένα ανάχωμα και μια εναλλακτική επιλογή στην περίπτωση ιδίως που της ασκηθούν πιέσεις για απαράδεκτες υποχωρήσεις ή απροκάλυπτοι εκβιασμοί. Μέσα στο νέο σκηνικό, παραμένει ρευστή και αβέβαιη η κατάσταση με την Τουρκία. Προφανώς έχει συνειδητοποιηθεί από τις ΗΠΑ ότι η Τουρκία, ακόμη και χωρίς τον Ερντογάν, δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος εταίρος των ΗΠΑ, με το πνεύμα της προηγούμενης περιόδου. Δεν θα πάψουν όμως οι ΗΠΑ να επιδιώκουν σχέσεις χρήσιμου εταίρου με την Τουρκία, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσεως, του πληθυσμιακού της όγκου και του ρόλου που διαδραματίζει στην ευρύτερη περιοχή και στο Ισλάμ.

Οι σχέσεις της Ελλάδος με τη Γαλλία δεν είναι ασυμβίβαστες με τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι καίριας σημασίας για την Ελλάδα, λόγω της συμπλέξεώς τους με τις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις. Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία, με την υπογραφή της νέας αμυντικής συμφωνίας, να διαπραγματευθεί ουσιαστικά ανταλλάγματα, που θα ενισχύσουν τη θέση της. Το χειρότερο θα ήταν να συγκατατεθεί σε ευχολόγια και να υπαγάγει την αμυντική αυτονομία της στις ΗΠΑ, υπό την αυταπάτη της «προστασίας». Οι ΗΠΑ έδωσαν το 1974 ένα δείγμα της παρεμβολής τους στα Ελληνοτουρκικά, για να μην αναφερθούμε και σε άλλες παρεμβολές αργότερα, όπως στα Ίμια. Εμπόδισαν την Ελλάδα να αντιδράσει, ενώ είχε την ισχύ να το πράξει και άφησαν την Τουρκική πλευρά να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα.

Η κατάσταση, ασφαλώς, δεν είναι η ίδια. Έχουν αλλάξει πολλά με την Τουρκία, στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Έχουν επίσης αλλάξει οι σχέσεις με το Ισραήλ, που έχει βαρύνουσα επιρροή στην Αμερικανική πολιτική στην περιοχή. Αυτός όμως που έχει, πρωτίστως, την ευθύνη να υπερασπίσει τα Ελληνικά συμφέροντα είναι η ίδια η Ελληνική πλευρά, που δεν πρέπει να εκπέμπει ούτε προθυμία υποχωρήσεων και απαράδεκτων αμφισβητήσεων ούτε έλλειμμα αποφασιστικότητας για την υπεράσπιση των Ελληνικών συμφερόντων.

Στο πνεύμα αυτό, η Ελληνική πλευρά δεν έχει κανένα περιθώριο ολιγωρίας και καθυστερήσεων στην ενίσχυση της άμυνάς της, της αμυντικής της βιομηχανίας και των συμμαχιών της. Δεν έχει, πολύ περισσότερο, κανένα περιθώριο να αναβάλλει συνεχώς κρίσιμες αποφάσεις για το Ναυτικό της ή να σχετικοποιεί τα επιχειρησιακά κριτήρια στην επιλογή των νέων φρεγατών της με θολά επιχειρήματα «γεωπολιτικής» δήθεν σκοπιμότητας. Η ορθώς νοούμενη γεωπολιτική σκοπιμότητα επιβάλλει, αντιθέτως, την καλύτερη δυνατή επιλογή με βάση τα επιχειρησιακά και οικονομικά κριτήρια και την απόκτηση από το Πολεμικό Ναυτικό των στρατηγικών οπλικών συστημάτων που έχει ανάγκη.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ