Δημήτρης Παπαδημούλης στο “Π”: Ποια συμφέροντα εξυπηρετεί η «ανάπτυξη» που προωθεί η ΝΔ;
-Όχι πάντως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΔΗΜΟΥΛΗ*
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ένα καθοριστικό σταυροδρόμι, καθώς προσπαθεί να ανακάμψει από την υγειονομική κρίση και τις επιπτώσεις της. Ταυτόχρονα, καλείται να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ένα αναπτυξιακό πλάνο που δυνητικά θα την καταστήσει ανθεκτική στις μελλοντικές κρίσεις και προκλήσεις, ενώ παράλληλα θα προδιαγράφει ένα βιώσιμο πλαίσιο ανάκαμψης.
Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα σε αυτήν την πρόκληση αποτελεί η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, οι οποίες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία στην Ελλάδα και έχουν πληγεί δυσανάλογα από την οικονομική και υγειονομική κρίση.
Η αυστηροποίηση των κριτηρίων δανεισμού μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση και τη σώρευση «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων δημιούργησε ένα ασφυκτικό χρηματοδοτικό πλαίσιο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Στην ουσία είναι σχεδόν αδύνατο για το 90% σχεδόν του επιχειρηματικού κόσμου καθώς και τους νέους, επίδοξους επιχειρηματίες να έχουν πρόσβαση σε αναγκαία κεφάλαια για τη βιώσιμη ανάπτυξή τους. Προς αυτόν τον σκοπό, τον Απρίλιο του 2019 ολοκληρώθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η ίδρυση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ), βασιζόμενη σε αντίστοιχα πετυχημένα παραδείγματα του εξωτερικού και με έμφαση τη χρηματοδοτική στήριξη της μικρομεσαίας κατά βάση επιχειρηματικότητας.
Δυστυχώς, όμως, η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ στη διαχείριση των χρηματοδοτικών εργαλείων και στη διοχέτευση των πόρων κινείται στον αντίποδα αυτής της ανάγκης. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η Αναπτυξιακή Τράπεζα ιδρύθηκε με σκοπό τη στήριξη και τη διευκόλυνση στην πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις ιδιαίτερα των ΜμΕ, πρόσφατα υπεγράφη μνημόνιο συνεργασίας ανάμεσα στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα και τον ΣΕΒ –τον εκπρόσωπο των μεγάλων επιχειρήσεων– με στόχο, όπως μας πληροφορεί το σχετικό δελτίο Τύπου: «Την ανάπτυξη του ελληνικού οικοσυστήματος καινοτομίας και την έμπρακτη στήριξη της ικανότητας της ελληνικής μικρομεσαίας επιχείρησης να καινοτομεί, μέσα από σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία». Από την άλλη, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μέσω του μελετητικού τους φορέα –το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ–, στην εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος (Σεπτέμβριος 2021) κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την έλλειψη ρευστότητας και την πρόσβαση σε αυτήν, η οποία σύμφωνα με την έρευνα παραμένει το σημαντικότερο πρόβλημα για τις ΜμΕ, με 1 στις 5 επιχειρήσεις να μην έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ για ένα αντίστοιχο ποσοστό επιχειρήσεων τα ταμειακά διαθέσιμα να επαρκούν το πολύ για έναν μήνα.
Η εξέλιξη αυτή δεν αποτελεί αστοχία, ούτε ειρωνεία της τύχης. Είναι στρατηγικός στόχος και συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Να λειτουργεί για τους λίγους και ισχυρούς και μάλιστα τους «ημέτερους». Το θεωρητικό και στρατηγικό πλαίσιο το έθεσε η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, όπου οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν πρόβλημα για την ελληνική οικονομία και οφείλουν να δώσουν χώρο στις μεγάλες επιχειρήσεις. Το μνημόνιο συνεργασίας λοιπόν με τον ΣΕΒ εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς τον στόχο: Τη διοχέτευση της χρηματοδότησης από τον κατεξοχήν αρμόδιο για αυτό φορέα, την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, αντί για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προς όφελος και πάλι των μελών του ΣΕΒ.
Το σχέδιο απαξίωσης του αναπτυξιακού εργαλείου και της πρόσβασης χρηματοδότησης των ΜμΕ συμπληρώνεται και από την περιθωριοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας στη διαχείριση της χρηματοδότησης του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης. Ενώ για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Πορτογαλία, οι αντίστοιχες δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες αποτελούν τον κύριο διαχειριστή αυτών των πόρων, μέσω της πολλαπλασιαστικής τους επίδρασης στο σύνολο της οικονομίας τους και υπηρετώντας το εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο και στόχους, στην Ελλάδα της επιφυλάσσεται ρόλος διεκπεραιωτή. Σε αντίθεση λοιπόν με τις ευρωπαϊκές καλές πρακτικές, προτεραιότητα για την κυβέρνηση της ΝΔ έχει ο ασφυκτικός πολιτικός έλεγχος στη διαχείριση των πόρων, ώστε να εξασφαλιστεί ότι τα χρήματα θα κατευθυνθούν σε λίγους ημέτερους και όχι στην κάλυψη των αναγκών της κοινωνίας.
Οι αναγκαίοι πόροι για την ανάκαμψη είναι εξασφαλισμένοι, τόσο από τα συνολικά ύψους 30,5 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και από ακόμη περίπου 20,9 δισ. ευρώ από τη νέα προγραμματική περίοδο του Εταιρικού Συμφώνου για το Πλαίσιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) 2021 – 2027. Ζητούμενο αποτελεί η διαχείριση αυτών καθώς και σε ποιους τομείς και φορείς θα κατευθυνθούν. Για την Ελλάδα τίθεται πλέον ένα καίριο ερώτημα: Θα προχωρήσουμε σε μια δίκαιη ανάπτυξη για όλους ή μια ανάπτυξη που θα απευθύνεται σε λίγους ισχυρούς και με πελατειακές προσβάσεις; Ο εξοβελισμός θεσμικών εργαλείων, όπως η Αναπτυξιακή Τράπεζα, από τη διαχείριση αυτών των πόρων και η προνομιακή συνεργασία της με φορείς που εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα δείχνουν τις επιλογές της κυβέρνησης. Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προβάλλει σχέδιο για μια νέα αρχή και συγκεκριμένες επιλογές, με προτεραιότητα τη μεγάλη πλειοψηφία και τη βιώσιμη συμπεριληπτική ανάπτυξη.
* Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Συντονιστής της Ευρωομάδας της Αριστεράς (Τhe Left) στην Επιτροπή Προϋπολογισμών (BUDG), σκιώδης εισηγητής για το Ταμείο Ανάκαμψης και μέλος της Ομάδας Εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον έλεγχο εφαρμογής του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ