Δημήτρης Κωνσταντόπουλος στο “Π”: Εργασιακές σχέσεις σε αδιέξοδο

Δημήτρης Κωνσταντόπουλος στο “Π”: Εργασιακές σχέσεις σε αδιέξοδο

Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας του ΚΙΝΑΛ,
Τομεάρχη Πολιτισμού και Αθλητισμού


Οι κλιμακούμενες κινητοποιήσεις διανομέων φαγητού μεγάλης ψηφιακής πλατφόρμας φέρνουν στην επιφάνεια το ζήτημα της ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας. Οι διανομείς κατηγορούν την εν λόγω εταιρεία για «τρίμηνη ομηρία» ως ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, τη στιγμή που καλύπτουν πάγιες ανάγκες. Τον θεσμό της απαράδεκτης τρίμηνης σύμβασης βιώσαμε για πρώτη φορά με τους αναπληρωτές, αδιόριστους εκπαιδευτικούς –από τη σημερινή κυβέρνηση–, οι οποίοι, ενώ καλύπτουν όλα τα λειτουργικά κενά στα δημόσια σχολεία, βρίσκονται σε εργασιακή ομηρία.

Το εκβιαστικό δίλημμα «γίνεσαι freelancer ή φεύγεις» φαίνεται να έχει γίνει σημείο των καιρών. Στους διανομείς τίθεται έτσι ακριβώς, στους αναπληρωτές παρουσιάζεται ως αναγκαστική εναλλακτική της κανονικής πλήρους σύμβασης και σε όλους όσοι απασχολούνται με τρίμηνες συμβάσεις με κάποιο άλλο αντίστοιχο δίλημμα. Στην περίπτωση, ωστόσο, των διανομέων, ανακύπτει και ηθικό ζήτημα, πέρα από το εργασιακό. Διότι το δίλημμα αυτό διατυπώθηκε απροκάλυπτα από μια επιχείρηση που μέσα στην πανδημία αύξησε τον τζίρο της. Μετά τη μαζική διαμαρτυρία των εργαζομένων και την κριτική που ασκήθηκε στην εταιρεία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η εταιρεία αποφάσισε εντέλει να μετατρέψει όλες τις υφιστάμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προσλαμβάνοντας 2.016 εργαζομένους με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Εδώ αναδεικνύεται για άλλη μια φορά η αξία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, καθώς εάν εφαρμόζονταν δεν θα υπήρχε πεδίο για ασυδοσία.

Ο δημόσιος διάλογος που άνοιξε λόγω αυτής της περίπτωσης εστιάζει, αδίκως, μόνο στις ψηφιακές πλατφόρμες. Η ψηφιακή οικονομία πέρα από τις θετικές όψεις έχει και τις αρνητικές. Στόχος είναι να εντοπίζονται τα κενά που υπάρχουν σε βάρος των εργαζομένων και να αντιμετωπίζονται προς όφελός τους. Ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η επίθεση, όμως, στα εργασιακά δικαιώματα υπηρετήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας μέσω του αφηγήματος της αύξησης της παραγωγικότητας, σε βάρος όμως των ίδιων των εργαζομένων. Καταστρατηγήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και φτωχοποιήθηκε η ελληνική κοινωνία. Στην έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική στέρηση το 2020 καταγράφεται ότι το 96,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 40,8% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 395 ευρώ. Εδώ προκύπτει όμως ένα αναπάντητο ερώτημα: Πώς να τις καλύψει ένα νοικοκυριό, όταν εργάζεται μόνο ένα άτομο και μάλιστα σε καθεστώς αβεβαιότητας; Και ας μη μας διαφεύγει ότι τόσο η οικονομική κρίση, πριν από δέκα χρόνια, αλλά και η πανδημία, τώρα, έχουν επιφέρει τη συρρίκνωση των εισοδημάτων.

Ταυτόχρονα, η κλιματική κρίση, την οποία βιώνουμε ολοένα και πιο βίαια τα τελευταία χρόνια, με ακραία καιρικά φαινόμενα (πχ. πλημμύρες) και φυσικές καταστροφές (π.χ. πυρκαγιές), έχει προκαλέσει κρίση σε βασικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους (ξηρασία, μειωμένο ζωικό κεφάλαιο κ.λπ.), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πιέσεις στην παραγωγή βασικών προϊόντων (π.χ. γάλα, καφές). Τα δε περιοριστικά μέτρα που εφαρμόζονται σε πολλές χώρες του κόσμου λόγω της πανδημίας προκαλούν επίσης αναταραχή στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Αποτέλεσμα, η έκρηξη τιμών στα βασικά προϊόντα και οι ανατιμήσεις στα υγρά καύσιμα, που δημιουργούν περαιτέρω πίεση στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Χωρίς να απαντάται το εύλογο ερώτημα: «Πώς θα μπορέσουν τα ελληνικά νοικοκυριά, έπειτα από δύο διαδοχικές κρίσεις, να αντέξουν τις αυξήσεις των τιμών, όταν αυτές δεν συνοδεύονται από αυξήσεις στους μισθούς;». Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν γίνεται πειστική, δεν απαντά στο πρόβλημα. Διά στόματος υπουργού ισχυρίζεται ότι οι φοροελαφρύνσεις θα ισοσκελίσουν τις ανατιμήσεις. Μια πολύ γενική τοποθέτηση, η οποία δεν εξετάζει αν οι φοροελαφρύνσεις αφορούν εκείνα τα νοικοκυριά που εντάσσονται στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα ή εκείνα που έχουν πληγεί από την πανδημία.

Πριν από λίγα χρόνια, μέσα στα Μνημόνια, όλοι οι Έλληνες μαζί κάναμε μια τεράστια προσπάθεια να βγούμε στο ξέφωτο, ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες. Σε μέρες που η οικονομία θα έχει μπει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, θα δημιουργούνται θέσεις εργασίας, οι νέες γενιές δεν θα αναγκάζονται να μεταναστεύουν για να προοδεύσουν, θα υπάρχει κοινωνική κινητικότητα και καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Το δε brain drain να γίνει brain gain, για να μπορεί η νέα γενιά να οραματίζεται και να χτίσει το μέλλον της στη χώρα. Όλα αυτά σήμερα φαίνεται ξανά να διαψεύδονται. Όχι μόνο εξαιτίας της πανδημίας αλλά και εξαιτίας της στρατηγικής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία πορεύεται χωρίς σχέδιο και πυξίδα. Με το αφήγημα του «επιτελικού κράτους» να καταρρέει, λόγω της αναποτελεσματικότητάς του. Χωρίς να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των πολλών και των πληττόμενων. Απόδειξη ότι οι εργασιακές σχέσεις διανύουν την πιο δυσοίωνη περίοδο των τελευταίων ετών.

Η περίπτωση των διανομέων ευαισθητοποίησε τον κόσμο και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, γιατί αρχίζει να γίνεται αντιληπτό από την κοινωνία το μήνυμα «σήμερα εγώ, αύριο εσύ». Είναι επιτακτική πλέον ανάγκη να μπει άμεσα η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης μέσα από τη στήριξη του παραγωγικού ιστού και των υποδομών. Και εδώ θα κριθεί το στοίχημα της αξιοποίησης των εγχώριων και των ευρωπαϊκών πόρων που θα εισρεύσουν στη χώρα (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ, κ.λπ.). Κεντρικός στόχος να δημιουργηθούν ποιοτικές θέσεις εργασίας, με αξιοπρεπείς μισθούς, που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες των νοικοκυριών. Με αυτές τις σκέψεις, εμείς, ως Κίνημα Αλλαγής-ΠΑΣΟΚ, καταθέτουμε ολοκληρωμένες και κοστολογημένες προτάσεις, που ευθυγραμμίζονται με τις ανάγκες της κοινωνίας, των πολιτών και της νέας γενιάς. Χρειάζεται διάλογος και διαβούλευση, γιατί ενώ αλλάζουν τα δεδομένα των εργασιακών σχέσεων, οι ανάγκες παραμένουν οι ίδιες.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ