Αλωνίζει η Τουρκία, θεατής η Ελλάδα
Χωρίς μπούσουλα η ελληνική εξωτερική πολιτική
-Οι ΗΠΑ τα θέλουν όλα από την Ελλάδα, χωρίς να δίνουν τίποτα στη νέα αμυντική συμφωνία
-Η αγωνία Άγκυρας – Αραβικού Κόσμου
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Αμήχανος θεατής των τουρκικών προκλήσεων παραμένει η κυβέρνηση –μετά την πανηγυρική κατάρρευση του αφηγήματος περί αποκλιμάκωσης, το οποίο από τον περασμένο Δεκέμβριο βοήθησε την Τουρκία να ξεπεράσει τους σκοπέλους των κυρώσεων από την ΕΕ αλλά και της πίεσης από την Ουάσινγκτον–, ενώ συγχρόνως αδυνατεί να διαπραγματευθεί μια ισχυρή ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία.
Έτσι, η επιστροφή στη… ρουτίνα των ελληνοτουρκικών, της καθημερινής δηλαδή αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, γίνεται από δυσμενέστερη θέση πολιτικά και διπλωματικά και αυτό αποθρασύνει ακόμη περισσότερο την Τουρκία.
Η κυβέρνηση έχει ξεμείνει από… στρατηγική στα μείζονα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και με αποσπασματικές κινήσεις προσπαθεί απλώς να διαχειρισθεί με επικοινωνιακά κριτήρια και μόνο τις κρίσιμες εξελίξεις στην περιοχή.
Η Αθήνα τις προηγούμενες ημέρες βρέθηκε να διαχειρίζεται ανεπαρκώς μια νέα σοβαρή κρίση με την Τουρκία, καθώς το ερευνητικό σκάφος που κάνει έρευνες ανατολικά της Κρήτης για τη χάραξη του EastMed δέχθηκε παρενόχληση από τουρκικό πολεμικό στην περιοχή κάτω των 10 ν.μ. Και η Ελλάδα αρκέστηκε στην επίδοση… διαβήματος στην Άγκυρα και στην αποστολή σκάφους του Λιμενικού, προκειμένου να παρακολουθεί από μακριά… Τρόπος αντίδρασης που όχι μόνο δεν λειτουργεί αποτρεπτικά προς την Τουρκία αλλά ούτε κατοχυρώνει επαρκώς τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα… Και ενώ από την Τετάρτη έχει εκδοθεί νέα NAVTEX για να κάνει έρευνες το πλοίο και πάλι στην ίδια περιοχή, την οποία οι Τούρκοι θεωρούν –βάσει του τουρκολιβυκού μνημονίου– τουρκική υφαλοκρηπίδα (!), το ερευνητικό σκάφος μέχρι και την Παρασκευή το βράδυ παρέμενε στο λιμάνι του Ηρακλείου, αποφεύγοντας να κάνει τις έρευνες στην περιοχή που δέχθηκε την προηγούμενη εβδομάδα την παρενόχληση από την τουρκική φρεγάτα «Oruc Reis».
Επίσης, το ΥΠΕΞ θυμήθηκε τώρα που μπήκε το φθινόπωρο –μετά από μήνες καταγγελιών για παράνομη παρουσία τουρκικών αλιευτικών, από την άνοιξη και όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, ακόμη και εντός των χωρικών υδάτων της χώρας μας– να κάνει… διάβημα στην Τουρκία, αφού οι τούρκοι αλιείς σάρωσαν επί μήνες τον βυθό του Αιγαίου.
Όμως με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί η κυβέρνηση σε δύο κρίσιμα ζητήματα, που αφορούν το πλέγμα των σχέσεων με τις ΗΠΑ αλλά και τον Αραβικό Κόσμο.
Ο κ. Μητσοτάκης –που επένδυσε όλο το «χαρτί» στη συμμαχία με την Ουάσινγκτον, θεωρώντας ότι μετά το στίγμα που άφησε ο Μάικ Πομπέο η κυβέρνηση Μπάιντεν (λόγω και των στενών δεσμών του νέου Αμερικανού προέδρου με το ελληνικό και κυπριακό λόμπι) θα προσέφερε ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα– βλέπει αυτές τις προσδοκίες να διαψεύδονται.
Η Τουρκία κάνει καθημερινά σοβαρά άλματα για την οριστική και δραματική ανατροπή της ισορροπίας των δυνάμεων στο Αιγαίο και στη Μέση Ανατολή και συγχρόνως με τολμηρές κινήσεις φαίνεται να εξασφαλίζει τους πρώτους ασφαλείς και ισχυρούς διαύλους με την κυβέρνηση Μπάιντεν, με όχημα τον ρόλο που διατίθεται να αναλάβει και στο Αφγανιστάν… Ο κ. Τσαβούσογλου συναντήθηκε με τον αμερικανό ομόλογό του Άντονι Μπλίνκεν στη Νέα Υόρκη, ο κ. Καλίν συνομίλησε τηλεφωνικά με τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ κ. Σάλιβαν και παρά το γεγονός ότι ο Λευκός Οίκος δεν έδωσε ραντεβού στον κ. Ερντογάν, ο οποίος θα επιθυμούσε μια συνάντηση με τον αμερικανό Προέδρο, οι Αμερικανοί εξήραν τη στρατηγική συνεργασία με την Τουρκία.
Πάντως φαίνεται ότι οι σχέσεις των δύο χωρών και προσωπικά των δύο ηγετών, Μπάιντεν και Ερντογάν, που βρίσκονταν διαρκώς στο κόκκινο, μπαίνουν σε φάση ομαλοποίησης, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι εξαλείφονται θέματα-αγκάθια, όπως οι S-400 και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η ελληνική πλευρά δεν είχε καμιά επαφή με τους Αμερικανούς στη Νέα Υόρκη στο πλαίσιο της ΓΣ του ΟΗΕ και μάλιστα ακυρώθηκε με πρωτοβουλία των Ισραηλινών η περίφημη τετραμερής Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ – ΗΠΑ, καθώς θεώρησαν ως υποβάθμιση το γεγονός ότι οι Αμερικανοί θέλησαν να εκπροσωπηθεί η Ουάσινγκτον σε επίπεδο… υφυπουργού Εξωτερικών και συγκεκριμένα από τη Βικτόρια Νούλαντ (γνωστή για τον αρνητικό ρόλο της τόσο στο Κυπριακό όσο και στο σκοπιανό).
Αυτό το κλίμα εκ των πραγμάτων επηρεάζει άμεσα και την ελληνική εξωτερική πολιτική, η οποία είχε επενδύσει σε αυτό το κακό κλίμα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και θεωρούσε ότι υπήρχε ατύπως εγγύηση ότι οι ΗΠΑ θα παρέμβουν και δεν θα επιτρέψουν μια σοβαρή κλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο που θα μπορούσε να φέρει σε ευθεία σύγκρουση τους δύο συμμάχους στο ΝΑΤΟ. Ο τρόπος που πολιτεύεται η κυβέρνηση Μπάιντεν (με κορυφαίο δείγμα το Αφγανιστάν) αλλά και το γεγονός ότι δημιουργούνται πλέον νέου τύπου «αμοιβαία και κοινά συμφέροντα» μεταξύ Άγκυρας και Ουάσινγκτον αποδυναμώνει πλήρως τις ελληνικές προσδοκίες.
Οι κ. Μητσοτάκης, Δένδιας και Παναγιωτόπουλος μάλιστα ετοιμάζονται να ικανοποιήσουν το πάγιο αίτημα της Ουάσινγκτον για πενταετή (και όχι ετήσια) ανανέωση της αμυντικής συμφωνίας (MDCA), χωρίς όμως να έχουν εξασφαλίσει στοιχειωδώς μια ισχυρή πολιτική δήλωση, ανάλογη και αντίστοιχη των ανταλλαγμάτων και στρατιωτικών διευκολύνσεων που προσφέρει η χώρα μας στους Αμερικανούς.
Μέχρι στιγμής δεν έχει εξασφαλισθεί η συμπερίληψη νησιών του Αιγαίου στις διευκολύνσεις –ώστε να αποδυναμωθεί το επιχείρημα της Τουρκίας, που λίγο-πολύ θέλει τον αφοπλισμό όλων των νησιών, ακόμη και εκείνων που δεν υπάρχει καν αναφορά στις Συνθήκες– ενώ δεν είναι ακόμη γνωστό εάν στο κείμενο της συμφωνίας θα υπάρχει, έστω και με πλάγιο τρόπο, διατυπωμένη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση επίθεσης.
Είναι προφανές ότι η Ουάσινγκτον θέλει να εξασφαλίσει τα μέγιστα, χωρίς όμως να εμπλακεί με οποιονδήποτε τρόπο στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Κάτι όμως που αυτομάτως υπονομεύει τα στρατηγικά οφέλη που επεδίωκε η Ελλάδα από την ανάπτυξη της στρατηγικής αυτής σχέσης με τις ΗΠΑ.
Όμως εξαιρετικά ανησυχητικά είναι τα μηνύματα και στο άλλο μεγάλο μέτωπο, αυτό της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου, καθώς η Ελλάδα αμήχανα παρακολουθεί τη διαδικασία αποκατάστασης των σχέσεων της Τουρκίας με χώρες όπως τα ΗΑΕ και η Αίγυπτος, που ηγήθηκαν μέχρι τώρα ενός άτυπου αντιτουρκικού μετώπου, στο οποίο επένδυσε σημαντικό κεφάλαιο η ελληνική εξωτερική πολιτική.
Τα μεγάλα εμπόδια που υπάρχουν για την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων της Τουρκίας με τις δύο αραβικές χώρες παραμένουν και κάθε άλλο παρά εύκολο είναι να αρθούν. Η στήριξη του Ταγίπ Ερντογάν στους Αδελφούς Μουσουλμάνους έχει βαθιά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και δεν είναι μια ευκαιριακή κίνηση τακτικής. Επίσης, η τουρκική εμπλοκή στη Λιβύη αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής του Ταγίπ Ερντογάν και του νεο-οθωμανικού οράματος που τη διαπερνά. Η διακοπή της τουρκικής στρατιωτικής εμπλοκής στη Λιβύη θα είχε πολλαπλασιαστικές αρνητικές συνέπειες για το προφίλ που καλλιεργεί ο Ταγίπ Ερντογάν για τον ίδιο και την Τουρκία (ως ηγέτες και προστάτες των μουσουλμάνων) και θα έπληττε την εικόνα της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, που διεκδικεί ρόλο και λόγο ακόμη και μακριά από τα σύνορά της.
Για την Ελλάδα αποτελεί ζωτικής σημασίας επιδίωξη η διατήρηση της στενής συμμαχικής σχέσης πρωτίστως με την Αίγυπτο αλλά και με τα Εμιράτα. Η Αίγυπτος όχι μόνο έχει αναδειχθεί σε μία από τις ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά αποτελεί και το στρατηγικό ανάχωμα του Αραβικού Κόσμου απέναντι στον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό της Τουρκίας. Τα κοινά συμφέροντα, κυρίως οικονομικά, των δύο χωρών είναι μεγάλα, όμως όσο στην Αίγυπτο υπάρχει το καθεστώς Αλ Σίσι θα είναι πολύ δύσκολη η ομαλοποίηση των σχέσεων, ακόμη και αν τελικά υπάρξει σύντομα ανταλλαγή πρεσβευτών μεταξύ των δύο χωρών.
Για την Ελλάδα θα υπάρχει διαρκώς μια μεγάλη και δύσκολη εκκρεμότητα: Η μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, περιοχή που έμεινε εκτός της συμφωνίας μερικής οριοθέτησης που υπέγραψαν Ελλάδα και Αίγυπτος το 2020. Η Τουρκία, με δηλώσεις του ΥΠΕΞ Τσαβούσογλου και του υπουργού Άμυνας Ακάρ αλλά και άλλων κυβερνητικών παραγόντων, έστειλε μήνυμα στην Αίγυπτο (στη διάρκεια των επαφών που είχαν οι δύο χώρες στις 7 – 8 Σεπτεμβρίου) ότι είναι έτοιμη να διαπραγματευθεί μια συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ Αιγύπτου και Τουρκίας, η οποία θα αποφέρει «σημαντικά οφέλη» στο Κάιρο.
Ο Πρόεδρος Αλ Σίσι πιθανότατα κλείνει τα αυτιά στον πειρασμό αυτό προκειμένου να μη φανεί ότι εξαρτάται και υποκύπτει στην πίεση του Ερντογάν αλλά και για να μην τινάξει στον αέρα τις σχέσεις της Αιγύπτου με την Ελλάδα και την Κύπρο. Και αυτό διότι προσωπικά τον έχουν στηρίξει σε δύσκολες στιγμές της θητείας του και στην προσπάθειά του να βγει από την απομόνωση στην οποία επεδίωξαν να τον θέσουν αρκετές δυνάμεις, λόγω των αυταρχικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την ανατροπή της κυβέρνησης των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Όμως ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου στην Αίγυπτο κρατά ανοικτό τον φάκελο της οριοθέτησης με την Τουρκία, μια κίνηση η οποία σημαίνει ότι θα παρακαμφθούν πλήρως τα δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου στην υφαλοκρηπίδα της Ανατολικής Μεσογείου και θα επιβληθεί από τις δύο μεγάλες μεσογειακές χώρες, την Αίγυπτο και την Τουρκία, ο μηδενισμός της επήρειας του Καστελλόριζου.
Η Αθήνα δείχνει αμήχανη και σαν να έχει εξαντλήσει όλα τα εργαλεία και επιχειρήματα που έχει προκειμένου και τους Αμερικανούς να πείσει για μια ισχυρή δήλωση στήριξης – εγγύησης της ασφάλειας της χώρας αλλά και να τσιμεντώσει τις συμμαχίες με την Αίγυπτο και τα ΗΑΕ.
Και θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα, γιατί οι συμμαχίες δεν είναι παντοτινές, ενώ κάθε δικό μας πισωγύρισμα στην περιοχή προσφέρει ακόμη μεγαλύτερο ζωτικό χώρο και στρατηγικό πλεονέκτημα στην Τουρκία…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ