Γ. Στουρνάρας: Θα ξεπεράσει το 6% η αύξηση του ΑΕΠ φέτος
” Η ελληνική οικονομία, που δέχθηκε σοβαρό πλήγμα από την πανδημία, θα ανακάμψει ακόμη ταχύτερα από ό,τι προβλέπει η κυβέρνηση της χώρας και θα μπορούσε να επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα ήδη από εφέτος, σύμφωνα με τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα” αναφέρει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στο Politico σε συνέντευξή του στην Johanna Treeck.
Συγκεκριμένα αναφέρει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος:
“Η ισχυρή ανάκαμψη, σε συνδυασμό με τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εκτιμάται ότι θα ανοίξει το δρόμο για τη συνέχιση της απόκτησης ελληνικών χρεογράφων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο των αγορών τίτλων τις οποίες πραγματοποιεί, ακόμη και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας (PEPP), δήλωσε ο κ. Στουρνάρας στο POLITICO.
Η κυβέρνηση πρόσφατα αναθεώρησε προς τα άνω τις προβλέψεις της για το ρυθμό ανάπτυξης το 2021 από 3,6% σε 5,9%, τον υψηλότερο των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ο κ. Στουρνάρας όμως είναι ακόμη πιο αισιόδοξος και αναμένει ότι η αναθεωρημένη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος θα είναι «ακόμη υψηλότερη».
«Αναμένω ότι η πρόβλεψή μας θα υπερβεί το 6%», δήλωσε, αποφεύγοντας να δώσει λεπτομέρειες. «Στο τέλος του 2021 το ΑΕΠ της Ελλάδος πιθανόν να είναι υψηλότερο από ό,τι πριν την πανδημία.»
Καθώς η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς, η οικονομία της δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από την πανδημία. Πέρυσι το ελληνικό ΑΕΠ σημείωσε πτώση κατά 8,2%, τη μεγαλύτερη στη ζώνη του ευρώ μετά την Ισπανία, την Ιταλία και τη Μάλτα.
Όμως, η έντονη ανάκαμψη της καταναλωτικής ζήτησης και των επενδύσεων οδήγησε σε άνοδο του ΑΕΠ κατά 16,2% το β΄ τρίμηνο σε σύγκριση με το β΄ τρίμηνο του 2020. Για το γ΄ τρίμηνο ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επηρεαστεί θετικά από τη σημαντική τουριστική κίνηση στα ελληνικά νησιά τους θερινούς μήνες.
Ο κ. Στουρνάρας επίσης δήλωσε αισιόδοξος ότι η χώρα θα διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και στο μέλλον, της τάξεως του «3,5% κατά μέσο όρο την επόμενη δεκαετία».
Αυτοί οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα επιτρέψουν στη χώρα να ανασάνει μετά από τη βαθιά οικονομική ύφεση και την εκτόξευση του χρέους της, που πυροδότησε την κρίση της ευρωζώνης. Αλλά ακόμα και όταν το ΑΕΠ επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα, θα εξακολουθεί να υπολείπεται κατά 25% σε σχέση με το επίπεδό του πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Επιπλέον, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία και 32 δισεκ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, ενώ παράλληλα θα προσελκύσει αυξημένες ξένες άμεσες και έμμεσες επενδύσεις, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα. Πάνω απ’ όλα όμως, στην ανάπτυξη θα συμβάλουν οι συνεχιζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις — απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις και αυξημένες επενδύσεις στην εκπαίδευση — καθώς και η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση.
Συνέχιση της στήριξης
Με δεδομένο τον υψηλότερο του αναμενομένου ρυθμό ανάπτυξης, ο κ. Στουρνάρας αξιολογεί θετικά τα μέτρα στήριξης που ανακοίνωσε πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση. Με τα μέτρα αυτά, που κατέστησαν δυνατά χάρη στα αυξημένα φορολογικά έσοδα, αναμένεται να διοχετευθούν άλλα 4,4 δισεκ. ευρώ στην οικονομία το β΄ εξάμηνο του 2021.
Συνολικά, σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης αναμένεται να συμβάλουν στη μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας από ελαφρώς κάτω του 200% εφέτος σε 187% το 2022.
Επισήμανε δε ότι μέχρι το 2019 η Ελλάδα είχε καταφέρει να περιορίσει το λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ σε περίπου 180%, και τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου «θα είχαν ήδη φθάσει στην επενδυτική βαθμίδα εάν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία».
Στις αρχές του μήνα ο οίκος αξιολόγησης Scope αναβάθμισε το ελληνικό δημόσιο χρέος από BB σε BB+, μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική αλλά υψηλότερα από τις διαβαθμίσεις άλλων μεγάλων οίκων αξιολόγησης. Την περασμένη εβδομάδα και η DBRS Morningstar αναβάθμισε την αξιολόγηση της χώρας.
Η χαμηλή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας είχε εμποδίσει την ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (APP) το οποίο υλοποιούσε ήδη πριν την πανδημία. Ο κ. Στουρνάρας όμως εξέφρασε την «προσδοκία» του ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει ελληνικούς τίτλους χρέους και μετά τη σταδιακή ολοκλήρωση του PEPP συμπεριλαμβάνοντας τα ελληνικά ομόλογα στο APP.
«Το ζήτημα δεν αφορά τη δυνατότητα της Ελλάδος να εξυπηρετεί το χρέος της, αλλά την ομοιόμορφη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής», είπε χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στο στόχο της ΕΚΤ για διατήρηση του κόστους δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ μέσω της συνέχισης των αγορών ομολόγων. «Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα μεριμνήσει ώστε να αποτρέψει τυχόν περαιτέρω κατακερματισμό.»
Η συνολική αξία του χαρτοφυλακίου ομολόγων τα οποία έχει αποκτήσει η ΕΚΤ μέσω όλων των προγραμμάτων αγοράς τίτλων ανέρχεται γύρω στα 4,4 τρισεκ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο 30 δισεκ. ευρώ περίπου είναι ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.
Η ΕΚΤ πρέπει να επιδείξει «υπομονή και επιμονή»
Όσον αφορά τη νομισματική ένωση γενικότερα, ο κ. Στουρνάρας θεωρεί ότι δεν πρέπει να είμαστε υπεραισιόδοξοι.
«Θα ήταν πραγματικά αλαζονικό εκ μέρους μας να πανηγυρίσουμε από τώρα τη νίκη μας κατά της πανδημίας», σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα. «Για τον ίδιο λόγο είναι πολύ νωρίς για να συμπεράνουμε αν πρέπει να παρατείνουμε ή όχι το PEPP μετά το Μάρτιο του 2022.»
Αυτό είναι το θέμα που θα συζητήσει το Διοικητικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, σύμφωνα με την Πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι, όποια και αν είναι η έκβαση των συζητήσεων, η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεχίσει να παρέχει σημαντική στήριξη ακόμα και αφού παρέλθει η κρίση, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις προβολές των εμπειρογνωμόνων της ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να υπολείπεται του 2% που έχει θέσει ως στόχο η ΕΚΤ, κάτι που αποτελεί κρίσιμη παράμετρο με βάση την οποία θα αποφασιστεί η σταδιακή άρση της στήριξης.
«Επί παραδείγματι, μπορεί να χρειαστεί αναπροσαρμογή του όγκου των αγορών στο πλαίσιο του ΑΡΡ», ανέφερε. «Για να αποφευχθούν οι επιπτώσεις από μια απότομη άρση της στήριξης, θα ήταν σκόπιμο να αυξηθεί ο όγκος των αγορών τίτλων στο πλαίσιο του APP και να ενσωματωθούν σ’ αυτό ορισμένα σημαντικά στοιχεία ευελιξίας που χαρακτηρίζουν το PEPP. Η εμπειρία μας από το PEPP δείχνει ότι χάρη στην ευελιξία… επιτύχαμε σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά τον πληθωρισμό και το προϊόν, και μάλιστα με χαμηλότερο όγκο αγορών.»
Ο κ. Στουρνάρας επίσης αναγνώρισε ότι ο πληθωρισμός ενδέχεται να παραμείνει στα σημερινά επίπεδα για περισσότερο χρόνο από ό,τι αναμένεται — και ότι μπορεί να χρειαστεί η ΕΚΤ να αναθεωρήσει προς τα άνω τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό. Όμως, κατά τη γνώμη του αυτό δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να ωθήσει την ΕΚΤ να εγκαταλείψει την εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική της.
«Έχουμε αποδεχθεί ότι υπάρχει ανοδικός κίνδυνος για τον πληθωρισμό», είπε ο κ. Στουρνάρας. «Στο παρελθόν όμως προβλέπαμε ρυθμούς πληθωρισμού υψηλότερους από εκείνους που τελικά καταγράφηκαν, αναμένοντας ότι ο πληθωρισμός θα συγκλίνει στο 2% μεσοπρόθεσμα.»
Σε κάθε περίπτωση, όπως επισήμανε, οι τρέχουσες προβλέψεις για τον πληθωρισμό δείχνουν ότι θα εξακολουθήσει να υπολείπεται σημαντικά του στόχου και βασίζονται στην παραδοχή ότι η νομισματική πολιτική θα παραμείνει διευκολυντική τα επόμενα έτη. Ακόμα και αν ο πληθωρισμός διαμορφωθεί σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα του αναμενομένου, θα εξακολουθήσει να υπολείπεται του στόχου της ΕΚΤ.
Κατά τον κ. Στουρνάρα, η διευκολυντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής πρέπει να χαρακτηρίζεται από «υπομονή και επιμονή» για όσο καιρό η εμπιστοσύνη των αγορών και των καταναλωτών παραμένει εύθραυστη και η αβεβαιότητα υψηλή. «Κατά τη γνώμη μου, απέχουμε αρκετά από το σημείο όπου οι αυξήσεις των τιμών θα δημιουργήσουν πληθωριστικές ανησυχίες.»