Τα «μασάει» η Λαγκάρντ για τα ελληνικά ομόλογα – Τι σημαίνει αυτό για την οικονομία; – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η κυβέρνηση επιδιώκει να καλλιεργήσει θετικές προσδοκίες για την οικονομία, παρόλο που η καθημερινότητα μαστίζεται από υψηλή ανεργία, μισθούς πείνας, πλειστηριασμούς και, εσχάτως, ακρίβεια. Σκοπός της είναι να περάσουν στο ντούκου δύο σημαντικές αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που προωθεί, το Ασφαλιστικό και το ξεπούλημα του ΔΕΔΔΗΕ. Το τελευταίο σημαίνει στην πραγματικότητα το ξεπούλημα της ΔΕΗ.
Πέρα από τις επικοινωνιακές τακτικές όμως, αξίζει να δούμε αν το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης έχει κάποια αξία. Με άλλα λόγια, ακόμα και με εντεινόμενη κοινωνική ανισότητα, υπάρχει κάποια προοπτική επανόδου της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης ύστερα από 13 χρόνια κρίσης;
Αντίθετα με την κυβερνητική αισιοδοξία, τα πράγματα δεν φαίνεται να πηγαίνουν προς τα εκεί, αλλά μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, την περασμένη Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου, στην καθιερωμένη μηνιαία συνέντευξη της διοικητού της ΕΚΤ, η κ. Λαγκάρντ ανακοίνωσε περιορισμούς στο πρόγραμμα επαναγορών κρατικών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα λόγω πανδημίας, παρόλο που απέφυγε να τις χαρακτηρίσει έτσι. Στην ουσία αυτό που είπε είναι ότι θα επιβραδύνει τις αγορές ομολόγων, τις οποίες συνδυάζει πλέον με τον ρυθμό πληθωρισμού. Όμως το σημαντικό εδώ είναι ότι η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει επιπλέον συνέπειες για την Ελλάδα.
Οι συνέπειες συνοψίζονται στην ακόλουθη ερώτηση δημοσιογράφου: «Με τον σταδιακό περιορισμό του προγράμματος επαναγορών, οι βαθμοί ευελιξίας της ΕΚΤ στις αγορές κρατικών ομολόγων θα σταματήσουν;». Για να προσθέσει με νόημα: «Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τα ελληνικά ομόλογα, που δεν έχουν ακόμα επενδυτική διαβάθμιση». Με δύο λόγια, ο ερωτών μας θύμισε ότι η όποια αισιοδοξία για την οικονομία στηρίζεται στην εξυπηρέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους από την κεντρική τράπεζα, η οποία όμως είναι κατ’ εξαίρεση και μπορεί να σταματήσει. Αυτό το ενδεχόμενο δεν το απέκλεισε η κ. Λαγκάρντ. Είπε: «Η κατάσταση στην Ελλάδα θα ληφθεί υπόψη και θα αντιμετωπισθεί ειδικά, αλλά νομίζω ότι είναι πρόωρο να το κάνουμε αυτό τώρα».
Το πιο ανησυχητικό κομμάτι της απάντησης είναι φυσικά εκείνο το «ειδικά», όσον αφορά την αντιμετώπιση της ελληνικής κατάστασης. Αυτό σημαίνει ότι τον Μάρτιο του 2022, που τελειώνει το πρόγραμμα επαναγορών κρατικών ομολόγων λόγω Covid, η χώρα ενδέχεται να πάει σε ειδική πιστωτική γραμμή, αφού η κεντρική τραπεζίτης δεν αναμένει τα ελληνικά ομόλογα να αποκτήσουν επενδυτική διαβάθμιση το επόμενο διάστημα. Το τελευταίο βάζει και το πλαίσιο των οικονομικών εξελίξεων, που είναι πολύ διαφορετικό από τις προσδοκίες που καλλιεργεί η κυβέρνηση. Τα πάντα μοιάζουν να εξαρτώνται από τις εξελίξεις στην οικονομική μεγέθυνση και τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη. Αν οι πληθωριστικές πιέσεις επιμείνουν, αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν θα παρατείνει, αλλά θα τερματίσει το πρόγραμμα και τα ελληνικά ομόλογα θα βρεθούν στον αέρα.
Η κ. Λαγκάρντ βέβαια επανέλαβε τη θέση της ΕΚΤ (που είναι και θέση των περισσότερων υπηρεσιών της ΕΕ), σύμφωνα με την οποία οι πληθωριστικές πιέσεις είναι παροδικές, θα κορυφωθούν μέχρι το τέλος της χρονιάς και κατόπιν ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα υποχωρήσει. Η δική μου άποψη είναι ότι αυτό θα εξαρτηθεί από την παραγωγική δυναμικότητα των οικονομιών, την αξιοποίησή της και το ποσοστό κέρδους.
Ποια είναι τα τρέχοντα επίπεδα αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού στην Ευρωζώνη και ποια τα τρέχοντα επίπεδα κερδοφορίας; Για την Ευρωζώνη η αξιοποίηση της παραγωγικής δυναμικότητας είναι πλέον κοντά στο 90%, ενώ οι επενδύσεις βρίσκονται κάτω από τα επίπεδα του 2000 ως ποσοστό της προστιθέμενης αξίας του ΑΕΠ. Το τελευταίο αποτελεί ένδειξη περιορισμένης κερδοφορίας. Για την Ελλάδα η αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού είναι στο 76% και είναι τρίτη από το τέλος (περνά μόνο την Κύπρο και το Λουξεμβούργο) σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό της προστιθέμενης αξίας του ΑΕΠ.
Ο συνδυασμός των στοιχείων τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωζώνη παραπέμπει στο ότι ο πληθωρισμός έχει έρθει για να μείνει. Οι προσδοκίες της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις οποίες η αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού θα επιστρέψει στα φυσιολογικά επίπεδα του 70% κατά μέσο όρο μόλις εξομαλυνθούν οι συνθήκες από την πανδημία, δεν νομίζω ότι ευσταθούν. Τα ποσοστά κερδοφορίας παραμένουν χαμηλά και αυτό εξωθεί τις επιχειρήσεις να λειτουργούν σε επίπεδα αξιοποίησης παραγωγικού δυναμικού υψηλότερα του συνηθισμένου, αντί να κάνουν επενδύσεις. Αυτό σημαίνει επίμονο πληθωρισμό. Σε αυτές τις συνθήκες οι κυβερνητικές προσδοκίες δεν νομίζω να έχουν μεγάλη αξία, όπως καταλαβαίνει και ο κόσμος στην καθημερινότητά του.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ