Η Ελλάδα καλείται από τις περιστάσεις να αναλάβει έναν νέο γεωστρατηγικό ρόλο

Η Ελλάδα καλείται από τις περιστάσεις να αναλάβει έναν νέο γεωστρατηγικό ρόλο


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


H Ισλαμιστική στροφή της Άγκυρας και η απροκάλυπτη αναζήτηση ενός νέου αυτοκρατορικού ρόλου, εμπνεόμενου από το Οθωμανικό παρελθόν, άλλαξαν ουσιαστικά το παγιωμένο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σκηνικό στην περιοχή. Οι εξελίξεις στην Τουρκία εγγράφονται, βεβαίως, μέσα σ’ ένα πολύ ευρύτερο σκηνικό αλλαγών, με κορυφαίο τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και την άνοδο του Ισλάμ, ιδιαίτερα του ακραίου Ισλάμ, ως νέου σημαντικού παράγοντα στις διεθνείς σχέσεις.

Η ταύτιση των εξελίξεων αυτών στην Τουρκία με το πρόσωπο του Ταγίπ Ερντογάν συγκάλυψε για μια περίοδο τον δομικό χαρακτήρα των αλλαγών, με την έννοια ότι θα μπορούσαν να είναι εφήμερες και αντιστρεπτές από μια άλλη διάδοχη εξουσία.

Η πάροδος όμως του χρόνου και οι ακολουθούμενες κατευθύνσεις της Τουρκικής πολιτικής επιβεβαιώνουν ότι η αναστροφή των πραγμάτων δεν διαφαίνεται στον πολιτικό ορίζοντα, εφόσον και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, εκτός εκείνης του κόμματος ΑΚΡ του Ερ­ντογάν, διαμάχονται μεν για την εξουσία, αλλά ενστερνίζονται και συμμερίζονται τους στρατηγικούς στόχους της πολιτικής Ερντογάν.

Μια βασική μεταστροφή της πολιτικής Ερντογάν ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη, αν και αναμολόγητη, του λεγόμενου Ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Τουρκίας. Ο Ερντογάν εμφανίσθηκε, σε πρώτη φάση, ως υπέρμαχος των Ευρωπαϊκών πολιτικών και αξιών με στόχο να υπερφαλαγγίσει ιδεολογικά τους Κεμαλικούς αντιπάλους του και να αποτρέψει τον κίνδυνο ανατροπής του από τον Στρατό, στο πλαίσιο του ρόλου του τελευταίου ως θεματοφύλακα των Κεμαλικών αλλαγών. Σε δεύτερη φάση, όταν πια είχε κατορθώσει να ελέγξει τον Στρατό και να επιβάλει πολιτικά τη δική του ημερήσια διάταξη, άρχισε να αποστασιοποιείται από την ιδέα του Ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Τουρκίας, αν και διατηρούσε και διατηρεί πάντα, για διαπραγματευτικούς αλλά και πολιτικούς λόγους, το αίτημα για ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πραγματικότητα όμως εκτιμά ότι, πέραν της απροθυμίας της Ευρώπης να δεχθεί την Τουρκία στους κόλπους της, ο προσανατολισμός αυτός είναι ατελέσφορος για την Τουρκία, γιατί θα την εμποδίζει να επιστρέψει στην Οθωμανική αυτοκρατορική της παράδοση, ιδεολογικός κινητήρας της οποίας ήταν το Ισλάμ, και να επιδιώξει έναν νέο ρόλο, μεγάλης δυνάμεως, μέσα στον σημερινό κόσμο. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με την Ευρώπη για οικονομικούς, διπλωματικούς και στρατηγικούς λόγους.

Η πρόσκληση στην Τουρκία από τις ίδιες τις ΗΠΑ να διαδραματίσει έναν ενδιάμεσο ρόλο στο Αφγανιστάν, μετά την απότομη και ταπεινωτική αποχώρηση των Αμερικανών, προκάλεσε ερωτήματα για το πόσο θα επηρεάσει τις Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις η συνεργασία αυτή και για τις επιπτώσεις που θα έχει στον γενικότερο προσανατολισμό της Άγκυρας. Η απάντηση θα δοθεί σε μάκρος χρόνου, που θα επιτρέψει να εκδηλωθούν στην πράξη οι συνέπειες και η σημασία του Τουρκικού ρόλου. Εκ πρώτης όψεως, πά­ντως, η εμπλοκή της Άγκυρας στο Αφγανιστάν επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον και τις επιδιώξεις της στην Ευρασία, όπως επίσης τις προνομιακές της σχέσεις με το Ισλάμ, δύο στοιχεία που είναι καθοριστικά στον νέο προσανατολισμό της.

Αναμφισβήτητα, η ανάμειξη της Τουρκίας στο Αφγανιστάν ενισχύει το στρατηγικό της βάθος και την επιρροή της στην Κεντρική Ασία, σε συνδυασμό με τη συμμαχία της με το Πακιστάν. Μια παράμετρος της ενισχύσεως αυτής είναι η προσδοκία που επενδύουν στην Άγκυρα οι ΗΠΑ και Ευρωπαϊκές Δυνάμεις (Γερμανία, Μ. Βρετανία) να ασκήσει μετριοπαθή επιρροή στο Αφγανιστάν, ώστε να μην εξελιχθεί σε διεθνές κέντρο Ισλαμιστικής τρομοκρατίας, αγόμενο από θρησκευτικό, φανατικό ζηλωτισμό. Να εξισορροπηθούν επίσης σ’ αυτό οι αναμενόμενες επιρροές που θα ασκηθούν από γειτονικές μεγάλες δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα).

Η Άγκυρα κατορθώνει, από την άποψη αυτή, να επιδιώξει στόχους επιρροής στην Κεντρική Ασία, με διασφαλισμένη Δυτική υποστήριξη, γεγονός που της παρέχει ένα σχετικό αίσθημα ασφάλειας. Το αίσθημα ασφάλειας παραμένει σχετικό γιατί είναι ασταθής και αβέβαιη η εξέλιξη των πραγμάτων στο Αφγανιστάν και εντονότατοι οι ανταγωνισμοί πολλών δυνάμεων στην περιοχή. Με την υπερεπέκτασή της μέχρι το Αφγανιστάν η Τουρκία του Ερντογάν πιστεύει ότι συμπληρώνει την πολιτική της στον Καύκασο, με έρεισμα το Αζερμπαϊτζάν, το οποίο προσπαθεί να ενώσει, ντε φάκτο, με την Τουρκία. Είναι γνωστό ότι η Άγκυρα επενδύει πολλά στους Τουρκόφωνους λαούς της Κεντρικής Ασίας, με τους οποίους βλέπει στο Αφγανιστάν μια νέα εξέδρα επαφής και επιρροής.

Είναι γνωστό όμως επίσης ότι η Ρωσία βλέπει με μεγάλη ανησυχία οποιαδήποτε επιρροή, εκπορευόμενη από το φανατικό Αφγανιστάν. Ο δρόμος για τις Τουρκικές φιλοδοξίες στην Κεντρική Ασία κρύβει, για τον λόγο αυτό, παγίδες και κινδύνους, ιδίως αν το Αφγανιστάν δεν κατορθώσει να αποκτήσει κάποια σταθερότητα και αφήσει χώρο για ανεξέλεγκτη δράση ακραίων Ισλαμιστικών ομάδων και κινημάτων.

Συμπερασματικά, η Τουρκική παρουσία στο Αφγανιστάν επιβεβαιώνει την Ευρασιατική στροφή της Άγκυρας. Αυτό δεν σημαίνει ότι μειώνονται οι βλέψεις της Δυτικά, προς τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Σηματοδοτεί όμως, πολιτικά και ιδεολογικά, το τέλος μιας εποχής κατά την οποία η Άγκυ­ρα, εμπνεόμενη από τις υποθήκες του Κεμάλ Ατατούρκ, είχε ως βασικό άξονα της πολιτικής της τον εξευρωπαϊσμό. Στο όνομα αυτής της πολιτικής ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε διεκδικήσει άλλωστε από τους Συμμάχους την Ελληνική Ανατολική Θράκη, γιατί δεν μπορούσε η Τουρκία να προβάλλει ως ιδανικό της τον εξευρωπαϊσμό και να μη έχει ως μέρος της επικράτειάς της μια μικρή έστω εδαφική έκταση στην Ευρώπη. Η προβολή κάθε τόσο της πολιτικής Σημίτη και ειδικότερα της περιβόητης «Συμφωνίας του Ελσίνκι», που θα έλυνε δήθεν τα Ελληνοτουρκικά προβλήματα μέ­σω του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, δείχνει, δυστυχώς, πως η επίσημη τουλάχιστον Ελληνική πολιτική δεν έχει συνειδητοποιήσει πλήρως την αλλαγή που έχει συντελεσθεί στην Άγκυρα κατά τα τελευταία χρόνια και παραμένει προσκολλημένη σε μια αδιέξοδη, ατελέσφορη και αναχρονιστική πολιτική.

Η Ισλαμιστική, Ευρασιατική και αυτοκρατορική στροφή της Άγκυρας προσδίδει νέα χαρακτηριστικά στην Τουρκική απειλή για την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά αναδεικνύεται ταυτόχρονα και σε απειλή για άλλες χώρες της περιοχής, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, οι Αραβικές χώρες του Κόλπου, αλλά και η Ευρωπαϊκή Γαλλία. Η Τουρκική προέκταση και προς το Πακιστάν και Αφγανιστάν δημιουργεί για την Ελλάδα και την Κύπρο την ανάγκη και την ευκαιρία στρατηγικών σχέσεων και συμμαχίας και με τη φιλική χώρα των Ινδιών, που βρίσκεται στον αντίποδα του άξονος Τουρκίας – Πακιστάν. Οι ανακατατάξεις αυτές καθιστούν επιτακτική την ανάληψη από την Ελλάδα ενός νέου γεωστρατηγικού ρόλου, που δεν έχει πλέον καμιά σχέση με το παλαιό Ελληνοτουρκικό δίδυμο του ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία επιζητεί απροκάλυπτα επέκταση σε βάρος του Ελληνικού εθνικού χώρου και κυρίαρχο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι φιλοδοξίες της έρχονται σε σύγκρουση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και με τα συμφέροντα άλλων χωρών της ευρύτερης περιοχής. Υπάρχουν, επομένως, αντικειμενικές συνθήκες για τη σύμπηξη περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών με τις χώρες αυτές, οι οποίες πρέπει να πάρουν συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο.

Σε κάθε περίπτωση παραμένει καίριος ο ρόλος των Ελληνο-Αμερικανικών σχέσεων. Το μεγάλο μειονέκτημα των σχέσεων αυτών είναι η Αμερικανική εμμονή με τους Ρώσους και η προσπάθεια των ΗΠΑ να υπαγάγουν τις Ελληνο-Αμερικανικές αμυντικές σχέσεις στη λογική της αντι-Ρωσικής Αμερικανικής στρατηγικής, επικαλούμενες τους κοινούς στόχους του ΝΑΤΟ και υποβαθμίζοντας τις Ελληνικές εθνικές προτεραιότητες.

Προφανώς, για την Ελλάδα ύψιστη προτεραιότητα είναι η άμυνα του εθνικού της χώρου. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να θυσιασθεί ή να παραμερισθεί στο όνομα οποιουδήποτε άλλου υποτιθέμενου κοινού συμμαχικού στόχου. Υπεισέρχεται όμως στην εξίσωση και ένας άλλος παράγων: η Αμερικανική πολιτική έναντι του Τουρκικού παράγοντα. Άλλαξε ή μπορεί να αλλάξει κάτι στην παραδοσιακή Αμερικανική αντιμετώπιση του Τουρκικού παράγοντα; Αυτό που φαίνεται ότι έχει συνειδητοποιηθεί από την Αμερικανική πλευρά είναι η μονιμότερη αλλαγή της Τουρκικής πολιτικής. Και αν φύγει δηλαδή ο Ερντογάν, δεν θα επανέλθουν οι Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις εκεί που ήταν πριν; Το γεγονός αυτό έχει τη σημασία του για τις Ελληνο-Αμερικανικές σχέσεις. Δεν πρέπει όμως η Ελληνική πλευρά να θεωρείται δεδομένη, γεγονός που επιτρέπει αγνόησή της, χειρισμούς σε βάρος της ή, ακόμη χειρότερα, έλεγχο της πολιτικής και των αντιδράσεών της. Ένα δείγμα γραφής θα είναι προσεχώς η υπογραφή της νέας πενταετούς Ελληνο-Αμερικανικής αμυντικής συμφωνίας. Ένα άλλο θα είναι η επιλογή των νέων φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού.

Η ανάληψη από την Ελλάδα ενός νέου γεωστρατηγικού ρόλου προϋποθέτει:
• μια νέα πίστη και αυτοπεποίθηση,
• τη χάραξη μιας πραγματικά εθνικής στρατηγικής,
• την αποφασιστική στήριξη της Κύπρου.
• ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις και ταχύρρυθμη ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας,
• ισχυρές περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες,
• στρατηγική σχέση με τη Γαλλία,
• διαφύλαξη της εσωτερικής συνοχής και εθνικής ασφάλειας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ