Μ. Κεφαλογιάννης: “Η επίλυση του περιουσιακού ζητήματος στην Αλβανία, προϋπόθεση της ενταξιακής διαδικασίας”
Ο Μανώλης Κ. Κεφαλογιάννης με ερώτησή του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επαναφέρει το ζήτημα της επίλυσης του περιουσιακού προβλήματος στην Αλβανία που αποτελεί βασική προϋπόθεση της ενταξιακής διαδικασίας της Αλβανίας.
Η μη εγγραφή των ακινήτων, ιδίως στην ιδιαίτερης τουριστικής αξίας περιοχή της Χειμάρας λόγω των προσκομμάτων που θέτουν οι αλβανικές αρχές στα μέλη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας σε συνδυασμό με τη νομοθεσία που έχει υιοθετήσει η Αλβανία για τους στρατηγικούς επενδυτές, το «υπερταμείο» και τις απαλλοτριώσεις αναμένεται να αποτελέσει το όχημα για τη «νόμιμη» υφαρπαγή περιουσιών.
Αναλυτικά η ερώτηση:
«Μία σημαντική πτυχή του περιουσιακού προβλήματος στην Αλβανία αποτελεί η μη εγγραφή των ακίνητων περιουσιών σε ορισμένες περιοχές της χώρας, ιδίως δε στην ιδιαίτερης τουριστικής αξίας περιοχή της Χειμάρας λόγω των προσκομμάτων που θέτουν οι αλβανικές αρχές. Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ του Μαρτίου του 2020 που εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής του ιδίου μηνός η πρόοδος στη διαδικασία εγγραφής περιουσιών αναφέρεται ως ένας από τους όρους που θα πρέπει να εκπληρωθεί στο διαπραγματευτικό πλαίσιο που θα υιοθετηθεί από το Συμβούλιο της ΕΕ.
Οι νόμοι, όμως που έχει ψηφίσει η αλβανική κυβέρνηση ήδη από το 2015 και το αλβανικό σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά για την πρόθεσή της να επιτευχθεί πρόοδος στη διαδικασία καταγραφής των περιουσιακών στοιχείων. Με πρόσχημα το δημόσιο συμφέρον και την προσέλκυση επενδυτών θίγεται το θεμελιώδες δικαίωμα στην ιδιοκτησία και προκαλούνται νομικές ανασφάλειες καθώς παρέχονται υπερεξουσίες σε υπηρεσίες του αλβανικού δημοσίου που υποκαθιστούν ακόμη και τη Δικαιοσύνη με κίνδυνο να χαθούν πολλές ιδιωτικές περιουσίες, κάτι που οδήγησε σε επικριτική Γνωμοδότηση της Επιτροπής της Βενετίας για τις αλβανικές πρακτικές. Μεταξύ των περιουσιών αυτών βρίσκονται και αρκετές των μελών της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας που με τις συγκεκριμένες ενέργειες της αλβανικής κυβέρνησης οδηγούνται στην απομάκρυνσή τους από τις πατρογονικές τους εστίες. Η υιοθέτηση νέου νόμου από την Αλβανική Βουλή που τέθηκε σε ισχύ το Μάιο του 2020 αποτελεί μία «χαμένη ευκαιρία» για την επίλυση του περιουσιακού καθώς εφαρμόζονται από πλευρά των αλβανικών αποσπασματικά οι συστάσεις της Επιτροπής της Βενετίας και τα βασικά προβλήματα του περιουσιακού παραμένουν.
-Καθιερώνεται συστηματική επανεξέταση της νομιμότητας των τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν χορηγηθεί εδώ και δεκαετίες από το αλβανικό κράτος κατά παράβαση κάθε έννοιας κράτους δικαίου.
-Η εξέταση της νομιμότητας πραγματοποιείται από μία διοικητική αρχή, όπως είναι η Υπηρεσία Κτηματολογίου, και όχι από τα αρμόδια δικαστήρια όπως συμβαίνει σε κάθε δημοκρατικό και ευνομούμενο κράτος.
-Οι «υπερεξουσίες» της Υπηρεσίας Κτηματολογίου περιλαμβάνουν ακόμη και την αναπροσαρμογή του εμβαδού των ιδιωτικών εκτάσεων με βάση κτηματολογικούς χάρτες που η ίδια η Υπηρεσία καταρτίζει με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
-Η ρύθμιση πολλών ουσιωδών ζητημάτων μεταξύ των οποίων και η πρόβλεψη μηχανισμού αποζημίωσης και πτυχών εγγραφής των περιουσιών δεν πραγματοποιείται από τον ίδιο το νόμο αλλά παραπέμπεται σε μεταγενέστερες κυβερνητικές αποφάσεις.
Σε συνδυασμό δε με τη νομοθεσία για τους στρατηγικούς επενδυτές, το «υπερταμείο» και τις απαλλοτριώσεις αναμένεται να αποτελέσει το όχημα για τη «νόμιμη» υφαρπαγή περιουσιών σε όλη την αλβανική επικράτεια και ιδίως σε δημοφιλείς προς τουριστική αξιοποίηση περιοχές όπως η περιοχή της Χειμάρας όπου το αλβανικό κράτος προβάλλει διαχρονικώς προσκόμματα στην πρώτη εγγραφή περιουσιών στα μέλη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.
Ερωτάται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
– Πως προτίθεται να διασφαλίσει την εκπλήρωση εκ μέρους της Αλβανίας των υποχρεώσεών της όσον αφορά το περιουσιακό και να διασφαλίσει την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στην ιδιοκτησία τόσο των Αλβανών πολιτών όσο και των μελών της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας;»