Εκτινάσσουν το κόστος των νοικοκυριών οι τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού
-Από 10 ευρώ πήγε στα 54 ευρώ η τιμή της μεγαβατώρας του φυσικού αερίου – Και από 50-60 ευρώ το ρεύμα το 2020, έχει φτάσει στα 130 ευρώ η μεγαβατώρα
Εγχείρημα γεμάτο προκλήσεις φαίνεται να είναι η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενεργειακή μετάβαση με μία οικονομία μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Το κόστος του φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές αγορές που πέρυσι το καλοκαίρι κυμαινόταν κάτω από τα 10 ευρώ/MWh, φέτος τον Ιούλιο σκαρφάλωσε στα 35 ευρώ/MWh ενώ σήμερα έχει φτάσει τα 54 ευρώ/MWh, συμπαρασύροντας μαζί του και το κόστος ηλεκτρισμού. Στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού έχει υπερδιπλασιαστεί το κόστος παραγωγής ρεύματος που από 50-60 ευρώ/MWh το 2020, σήμερα έχει φτάσει στα 130 ευρώ/MWh.
Οι καταναλωτές θα δουν το λογαριασμό ρεύματος να αυξάνεται έως και 50% ενώ σύμφωνα με τελευταία στοιχεία από τη Eurostat το εν γένει ενεργειακό κόστος κατέγραψε αύξηση 15%. Οι επιπτώσεις στο πορτοφόλι των καταναλωτών θα είναι ιδιαίτερα σοβαρές, ειδικά με την έλευση του χειμώνα όπου οι ενεργειακές ανάγκες για θέρμανση θα αυξηθούν. Η αλληλεπίδραση του νέου πλαισίου για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής σε συνδυασμό με τις θεμελιώδεις δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης της αγοράς αερίου οδήγησαν σε αυτές της αυξήσεις. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με άλλες χώρες έχει δεσμευθεί να τηρήσει την συμφωνία των Παρισίων για μηδενικές εκπομπές αερίων ρύπων το 2050. Ενδιάμεσο στάδιο σε αυτήν της προσπάθεια είναι η επίτευξη το στόχου ώστε το 2030 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να πέσουν στο 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Όχημα για την επίτευξη της ενεργειακής μετάβασης είναι τα δικαιώματα ρύπων, που δίνουν στον κάθε ενεργοβόρο καταναλωτή το δικαίωμα να παράγει διοξείδιο του άνθρακα. Τα εν λόγω προς διάθεση δικαιώματα μειώθηκαν σημαντικά με σκοπό την επίτευξη του στόχου αρχικά του 2030.
Έτσι, η τιμή τους αυξήθηκε κατά πολύ. Το 2019 κυμαίνονταν στο ύψος των 25 ευρώ ανά εκπεμπόμενο τόνο διοξειδίου του άνθρακα ενώ σήμερα έχουν εκτοξευθεί πάνω από τα 60 ευρώ τον τόνο. Αυτό έστρεψε τους ηλεκτροπαραγωγούς ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση από την καύση άνθρακα στο καθαρότερο φυσικό αέριο (σε συνδυασμό με παραγωγή από ΑΠΕ). Πλέον η παραγωγή ηλεκτρισμού από άνθρακα έχει καταστεί πολύ ακριβή λόγω δικαιωμάτων ρύπων και συνεπώς μη συμφέρουσα. Ήδη αυτό αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη της εθνικής ενεργειακής στρατηγικής απολιγνιτοποίησης.
Η ασφάλεια εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής αγοράς αερίου αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Κεντρικό ρόλο σε αυτή έχει η τροφοδοσία της από την ευκαιριακή αγορά LNG όπως και από τους μακροχρόνιους προμηθευτές και ειδικά την Gazprom.
Τον τελευταίο καιρό βρίσκεται σε εξέλιξη έντονο παρασκήνιο μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αδειοδότηση του αγωγού Nord Stream2. Η κατασκευή του αγωγού των 2.460 χιλιομέτρων είχε σταματήσει το 2020 και εκκίνησε ξανά στις αρχές του 2021 ενώ το Μάιο του ίδιους έτους ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποφάσισε να άρει τις κυρώσεις κατά της κατασκευής του αγωγού. Η Gazprom ανακοίνωσε στις 6 Σεπτεμβρίου ότι ο αγωγός είναι έτοιμος. Όμως εκτός της προετοιμασίας που πρέπει να γίνει από τεχνικής πλευράς για την εκκίνηση της εμπορικής του λειτουργίας, ο αγωγός πρέπει να λάβει τη σχετική αδειοδότηση γεγονός που προϋποθέτει τη συμβατότητα του πλαισίου λειτουργίας του με το Ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Το τέλος του περσινού βαρύ χειμώνα βρήκε τις υπόγειες αποθήκες φυσικού αερίου της Βόρειας Ευρώπης άδειες με αποτέλεσμα αυξημένες ανάγκες τροφοδοσίας με σκοπό την αναπλήρωση του αερίου ώστε να αντιμετωπιστούν οι υψηλές καταναλώσεις του επόμενου χειμώνα.
Η Gazprom αρνήθηκε να δεσμεύσει επιπλέον δυναμικότητα μεταφοράς αερίου μέσω Ουκρανίας, ώστε να καλύψει μέρος των αυξημένων αναγκών, πιέζοντας έμμεσα για το πράσινο φως στον Nord Stream 2. Περαιτέρω, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές στράφηκαν προς την αγορά LNG για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών, όμως είχαν να ανταγωνιστούν την ισχυρή ζήτηση στην Ασία, που ανέκαμπτε από τις επιπτώσεις του Covid-19. Οι εκεί αγοραστές ανέβασαν πολύ τις προσφορές αγοράς παίρνοντας φορτία από την διψασμένη Ευρώπη.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ η τιμές του αερίου έχουν ανέβει σε ιστορικά μέγιστα, τελικά δεν εξασφαλίστηκε επιπλέον προμήθεια φυσικού αερίου ικανή να γεμίσει τις υπόγειες αποθήκες που παραμένουν με αποθέματα κατά πολύ λιγότερα από τα απαιτούμενα. Οι σημερινές τιμές του αερίου δείχνουν την ανάγκη της Ευρώπης για επιπλέον τροφοδοσία, αντικατοπτρίζουν δε το ρίσκο να μην μπορέσει να αντιμετωπιστεί η ζήτηση ενός ενδεχόμενου βαρύ χειμώνα στη Βόρεια Ευρώπη.
Με τις τιμές αερίου σε αυτά τα επίπεδα και τις τιμές ηλεκτρισμού να συμπαρασύρονται από αυτές, το κόστος τιμών για τους καταναλωτές στην Ευρωζώνη αυξήθηκε τον Ιούλιο σε 2,2%, τιμή που αποτελεί την υψηλότερη από τον Οκτώβρη του 2018. Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές αντιλαμβάνονται πλέον πολύ καλά, ότι είναι σημαντικό το κόστος που πρέπει να πληρώσουν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η Τερέζα Ριμπέρα, υπουργός Περιβάλλοντος της Ισπανίας, που βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα των αυξήσεων, ζήτησε άμεση λήψη μέτρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση περιορισμού του κόστους ρύπων ή των τιμών ηλεκτρισμού. Όμως η δεύτερη επιλογή θα αποτελέσει πισωγύρισμα στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Η ίδια η Ισπανία αποφάσισε την προσωρινή μείωσή του ΦΠΑ.
Στη Ελλάδα, ο ΦΠΑ είναι ήδη χαμηλός (6%) ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει ζητήσει από το επιτελείο του να εξετασθούν αντισταθμιστικά μέτρα όπως η επιδότηση του κόστους ηλεκτρισμού των ευάλωτων καταναλωτών, με την ανακοίνωσή τους να τοποθετείται χρονικά στα πλαίσια της ΔΕΘ.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ