Η υπουργοποίηση Στυλιανίδη και τι σημαίνει για το Κυπριακό

Η υπουργοποίηση Στυλιανίδη και τι σημαίνει για το Κυπριακό


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Το πιο σημαντικό στην επιλογή Στυλιανίδη για το υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτικής Προστασίας δεν είναι, προφανώς, η υποτιθέμενη τεχνοκρατική του πείρα και επιτυχής θητεία ως Ευρωπαίου Επιτρόπου για θέματα ανθρωπιστικής βοήθειας και προσφύγων.

Η διάσταση αυτή έρχεται εκ των πραγμάτων δεύτερη, όταν πρυτανεύει στο πρόσωπό του η πολιτική για το Κυπριακό, για την οποία, δυστυχώς, έχει περγαμηνές ενδοτισμού και αφόρητου φιλοτουρκισμού, οι οποίες τον έφεραν σε σύγκρουση ακόμη και με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, παλαιό θιασώτη του σχεδίου Ανάν.

Τα δεδομένα για την πολιτική του αυτή είναι αμείλικτα. Διετέλεσε κυβερνητικός εκπρόσωπος του Προέδρου Βασιλείου, ο οποίος λειτουργούσε ως πρόδρομος του ΑΚΕΛ, αποδεχόμενος για πρώτη φορά τη διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα και ανοίγοντας τον δρόμο για τις μεγάλες υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς, που οδήγησαν σταδιακά στο σχέδιο Ανάν, επί Προεδρίας Κληρίδη. Συνταυτιζόμενος, αργότερα, πλήρως με την πολιτική Σημίτη, ί­δρυσε στην Κύπρο παράρτημα του Ομίλου για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας και υπεστήριξε ενεργά το σχέδιο Ανάν. Δεν δίστασε μάλιστα να δεχθεί χρηματοδότηση (50.000 ευ­ρώ) από τον Οργανισμό Προγραμμάτων του ΟΗΕ (UNOPS), ο οποίος είχε αναλάβει επικοινωνιακή εκστρατεία, διαχειριζόμενος κεφάλαια που του είχαν διατεθεί για τη στήριξη και την επιβολή του σχεδίου Ανάν.

Προσεχώρησε στη συνέχεια στο ΔΗΣΥ του Προέδρου Αναστασιάδη, του οποίου υπήρξε σύμβουλος. Υπήρξε αργότερα ευρωβουλευτής του ΔΗΣΥ και Ευρωπαίος Επίτροπος της Κύπρου, με διορισμό από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη. Αναφέρεται ως επιτυχία και θετικό έργο, κατά τη διάρκεια της θητείας του, η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Πολιτικής Προστασίας και Φυσικών Καταστροφών. Αυτά όμως που δεν λέγονται και γίνεται προσπάθεια να αποσιωπηθούν είναι οι άκρως φιλοτουρκικές θέσεις που εξέφρασε ως Επίτροπος και τα άφθονα χρήματα που αποδέσμευσε από την Υπηρεσία του για τη χρηματοδότηση ανθρωπιστικών δράσεων στην Τουρκία. Στο πνεύμα αυτό, ο κ. Στυλιανίδης προέβη επανειλημμένα σε φιλοτουρκικές δηλώσεις, επαινώντας την Τουρκία για τον ρόλο που διαδραματίζει στην περίθαλψη προσφύγων και στον έλεγχο των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη και αποσιωπώντας τον ρόλο που διαδραματίζει στην εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού. Στο ίδιο πνεύμα, δήλωνε επίσης ως φίλος του Προέδρου Ερντογάν και του υπουργού Εξωτερικών Τσαβούσογλου.

Αποκορύφωση της φιλοτουρκικής πολιτικής Στυλιανίδη ήταν η Σύνοδος Κορυφής για Ανθρωπιστικά Θέματα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία οργανώθηκε από την Άγκυρα, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να προσκαλέσει στη Σύνοδο και το ψευδοκράτος, γεγονός που ανάγκασε τον Κύπριο Πρόεδρο να αποχωρήσει, διαμαρτυρόμενος, από τη Σύνοδο. Ο Κύπριος Ευρωπαίος Επίτροπος, που ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δεν τον ακολούθησε.

Αυτό όμως που έφερε σε πλήρη σύγκρουση τον Κύπριο Πρόεδρο Αναστασιάδη με τον Χρήστο Στυλιανίδη ήταν η απροκάλυπτη προσχώρηση του τελευταίου στους επικριτές του κ. Αναστασιάδη, με επικεφαλής την ηγεσία του ΑΚΕΛ, η οποία τον κατηγορούσε ότι αυτός ήταν δήθεν υπεύθυνος και όχι η Τουρκική πλευρά για την αποτυχία της Πενταμερούς Διασκέψεως στο Κραν Μοντανά και τη μη επίλυση του Κυπριακού. Διαμορφώθηκε, δηλαδή, δεξιά του Νίκου Αναστασιάδη, με πυρήνα την ηγεσία του «αριστερού» Α­ΚΕΛ, τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου, που φιλοδοξεί να εκλεγεί νέος Πρόεδρος, και τη δραστήρια και απροκάλυπτη παρέμβαση του Βρετανικού παράγοντα, μια πολιτική ομάδα που ασκεί πίεση στον Κύπριο Πρόεδρο για περαιτέρω υποχωρήσεις στο θέμα της λεγόμενης πολιτικής ισότητας, η οποία να περιλάβει και την «ισότητα κυριαρχίας», ώστε να καταστεί δυνατή η «λύση» του Κυπριακού. Αυτή η ομάδα άσκησε αφόρητες πιέσεις στον Κύπριο Πρόεδρο να συμμετάσχει στη νέα Πενταμερή Διάσκεψη της Γενεύης, παρά την εκλογή Ερσίν Τατάρ στην Τουρκοκυπριακή πλευρά, ο οποίος έθετε απροκάλυπτα ως βάση για «λύση» του Κυπριακού τα δύο «ισότιμα συνιστώντα κράτη» και εξέπεμπε, παράλληλα με τον Ερντογάν, απειλές για την Αμμόχωστο.

Η ομάδα αυτή, με ανεπίσημο πολιτικό μέντορα τον Βρετανικό παράγοντα, επανήλθε και μετά την αποτυχία της Πενταμερούς της Γενεύης. Ζητά νέα Πενταμερή, παρά το γεγονός ότι η Τουρκική πλευρά δήλωσε επανειλημμένα ότι δεν συζητά πάνω στην προηγούμενη βάση της ομοσπονδίας, αλλά της συνομοσπονδίας και των δύο κρατών. Στο πνεύμα αυτό, ζήτησε μάλιστα από την Ελληνική πλευρά και τον ΟΗΕ την κατάργηση του ψηφίσματος του Συμβουλίου Ασφαλείας 186 της 4ης Μαρτίου 1964, το οποίο αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως ενιαίο κράτος, παρά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων απ’ αυτό το 1964, όπως επίσης των ψηφισμάτων 550 και 641 του 1983 και 1984, που καταδικάζουν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους.

Η Τουρκική αδιαλλαξία κατέδειξε στην Πενταμερή Διάσκεψη της Γενεύης πόσο έωλη, επικίνδυνη και αυτοκαταστροφική είναι η ακολουθούμενη ενδοτική και κατευναστική πολιτική της αναζητήσεως πάση θυσία «λύσεως» του Κυπριακού, με συνεχείς υποχωρήσεις, οι οποίες οδηγούν σταδιακά στην κατεδάφιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και των διεθνών ερεισμάτων της. Τα δύο σημαντικότερα ερείσματά της είναι αφενός οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, που στηρίζουν τη διεθνή της υπόσταση, και αφετέρου η Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ισότιμο μέλος, γεγονός που ενισχύει αποφασιστικά τη διεθνή της υπόσταση. Υποτίθεται, βεβαίως, ότι η Ελλάδα, ως εθνική μητρόπολις, είναι το πρώτιστο στήριγμα της Κύπρου. Η υπόθεση ό­μως αυτή, που εκφράζει την ψυχή του Ελληνικού λαού, πρέπει να επιβεβαιώνεται και από την κυβερνητική πολιτική.

Παρουσιάζεται, πάντως, σήμερα ένας νέος κίνδυνος, που είναι αποτέλεσμα του εγκλωβισμού της στρατηγικής στο Κυπριακό, το διακοινοτικό πλαίσιο. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Δεν είναι διακοινοτικό θέμα. Ο εγκλωβισμός του όμως, επί δεκαετίες, σ’ αυτό το πλαίσιο το μεταλλάσσει σταδιακά και το παρουσιάζει, δυστυχώς, στη διεθνή κοινή γνώμη ως δήθεν πρόβλημα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η επιβολή, επιπλέον, της πολιτικής του ΑΚΕΛ για «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους, ως βάσεως για τη λύση του Κυπριακού, αφήνει στο περιθώριο την Τουρκική κατοχή και υπολαμβάνει σιωπηρά την κατεχόμενη Κύπρο ως Τουρκοκυπριακή επικράτεια, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν κάποιες εδαφικές αναπροσαρμογές, όταν θα καταλήξουν οι διακοινοτικές συνομιλίες και θα επιτευχθεί «λύση» του Κυπριακού. Οι διακοινοτικές όμως συνομιλίες έφτασαν από Τουρκικής πλευράς στην απροκάλυπτη διεκδίκηση δύο ισοτίμων κρατών. Στη νομιμοποίηση δηλαδή της Τουρκικής κατοχής, στην αναγνώριση, ως ισότιμου μέρους, του ψευδοκράτους, και στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, για να μεταμορφωθεί σε «ομόσπονδο» δήθεν κράτος με δύο «ισότιμα» συνιστώντα κράτη.

Αντιλαμβάνεται κανείς τι θα σήμαινε μια τέτοια εξέλιξη. Κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και μετατροπή της σ’ ένα δικέφαλο μόρφωμα, δορυφορούμενο από την Άγκυρα, που θα εξυπηρετούσε παραλλήλως και τα Βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα. Το Λονδίνο δεν θέλει οποιαδήποτε πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία της Κύπρου, γιατί τη θεωρεί ασυμβίβαστη με τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα. Αυτό επέβαλε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και όταν αντελήφθη ότι η Κύπρος μπορούσε, μέσω ΟΗΕ, να διεκδικήσει πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία προσπάθησε να τορπιλίσει την Κυπριακή Δημοκρατία ως ενιαίο κράτος και να προωθήσει διχοτομική λύση.

Ποια είναι η θέση και η πολιτική της Ελληνικής κυβερνήσεως απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση και αυτούς τους κινδύνους; Συμπορεύεται με την ομάδα που είναι δεξιά του Κυπρίου Προέδρου και ασκεί πιέσεις σ’ αυτόν για συζήτηση των Τουρκικών αξιώσεων για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το πρόσχημα ότι έ­χουμε ήδη δεχθεί την ομοσπονδία και ότι πρέπει να ξαναγυρίσουν στο κράτος οι Τουρκοκύπριοι; Θα ξαναγυρίσουν ως χωριστό κράτος; Γι’ αυτό έφυγαν μόνοι τους από το κράτος το 1964, γιατί ήθελαν ακριβώς να δημιουργήσουν χωριστό Τουρκικό κράτος.

Μήπως τελικά η υπουργοποίηση Στυλιανίδη δεν έχει τόση σχέση με τα υποτιθέμενα τεχνοκρατικά του προσόντα στην Πολιτική Προστασία και την Κλιματική Αλλαγή, αλλά με τα πολιτικά του προσόντα και τις απόψεις του για το Κυπριακό; Θα ήταν τραγικό εάν συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί θα σήμαινε ότι η Ελλάδα, αντί να στείλει μήνυμα στους Τούρκους και στους Βρετανούς ότι δεν θα επιτρέψει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μετατροπή της Κύπρου σε Τουρκοδορυφόρο, στέλνει, αντιθέτως, μήνυμα αδράνειας, αποστασιοποιήσεως και ανοχής των όσων βυσσοδομού­νται στο παρασκήνιο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: economytoday.sigmalive.com


Σχολιάστε εδώ