Η ακρίβεια, ο στασιμοπληθωρισμός και η ευημερία των αριθμών
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Τις τελευταίες μέρες, στο σύνολο του Τύπου υπάρχουν εκτεταμένα δημοσιεύματα που διαπιστώνουν και προαναγγέλλουν σημαντικές αυξήσεις στις τιμές βασικών ειδών. Αυτά περιλαμβάνουν βασικά είδη διατροφής, όπως το ψωμί, το λάδι και ο καφές, και σημαντικές παροχές, όπως η ηλεκτρική ενέργεια.
Το πρόβλημα με τις ανατιμήσεις είναι ότι συμβαίνουν σε μια χώρα που τα ποσοστά καταγεγραμμένης ανεργίας είναι στο 15%, ενώ για πολλούς, όπως ο γράφων, η πραγματική ανεργία ξεπερνά το 25% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Επιπλέον, οι ανατιμήσεις λαμβάνουν χώρα σε συνθήκες ισοπέδωσης των μισθών και κατεδάφισης των εργασιακών σχέσεων με το πρόσφατο νομοσχέδιο Χατζηδάκη.
Αυτές οι διαπιστώσεις δεν επισημαίνουν μόνο έναν νέο κύκλο προβλημάτων για το λαϊκό νοικοκυριό, έχουν και σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις. Για τα ορθόδοξα οικονομικά, πληθωριστικές πιέσεις σε μια χώρα με ισοπεδωμένη αγορά εργασίας και ποσοστά ανεργίας της τάξης του 15% δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Επιπλέον, είναι δύσκολο να επικαλεστεί κανείς πυροδότηση πληθωριστικών προσδοκιών λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αφού αφορούν τις εξαιρετικές συνθήκες της πανδημίας. Κοντολογίς, η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι. Σε πολλούς εκ των πρεσβύτερων μελών της κυβέρνησης και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ είναι βέβαιο ότι η επάνοδος πληθωριστικών πιέσεων φέρνει μνήμες-εφιάλτες από την κρίση του 1970. Τότε είχαμε αναιμική μεγέθυνση/ανάπτυξη, με σημαντικό πληθωρισμό, ένα φαινόμενο που στα οικονομικά περιγράφεται με τον όρο «στασιμοπληθωρισμός».
Η κυβέρνηση βέβαια διαφωνεί. Λέει ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 η οικονομική μεγέθυνση είναι 16,2% (έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2020), κάτι που σημαίνει ότι η «στασιμότητα αποτελεί παρελθόν», η «οικονομία έχει πάρει μπρος για τα καλά», άρα οι όποιες πληθωριστικές πιέσεις θα είναι παροδικές. Αποδίδει δε τις ανατιμήσεις σε διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας διεθνώς λόγω της πανδημίας.
Έχει δίκιο; Κατά τη γνώμη μου όχι. Ο λόγος είναι ότι τα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2021, ακόμη και αν είναι ακριβή, είναι παραπλανητικά επειδή συγκρίνονται με το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Δηλαδή, με ένα διάστημα lockdown, όπου η οικονομική ύφεση άγγιξε το 14%. Όμως ακόμα και σε κανονικές συνθήκες οποιοσδήποτε ισχυρισμός αναστροφής μιας οικονομικής ύφεσης απαιτεί τουλάχιστον τρία τρίμηνα ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης/ανάπτυξης.
Από την κυβέρνηση αντιτείνουν ότι τα αποτελέσματα του τριμήνου είναι πιο αισιόδοξα από ό,τι νομίζουμε, διότι η μεγέθυνση βασίστηκε στην αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Τους διαψεύδει όμως η ίδια η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ. Η αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ήταν 12,9%, όμως οι πάγιες επενδύσεις ήταν μόλις 2,5 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα. Ως γνωστόν, οι πάγιες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία είναι ισχνές και δεν υπερβαίνουν το 6% του ΑΕΠ. Με δύο λόγια μιλάμε για αύξηση των παγίων επενδύσεων κατά 300 εκατ. ευρώ. Ακόμα πιο έωλο είναι το επιχείρημα περί εξαγωγών. Όπως μας πληροφορεί η ιστοσελίδα Capital, είχαμε αύξηση εξαγωγών «αγαθών και υπηρεσιών 22,6%» το δεύτερο τρίμηνο του 2021, όμως το ίδιο διάστημα η αύξηση των εισαγωγών ήταν σχεδόν ισόποση (22,5%). Αυτό σημαίνει ότι το εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε ελλειμματικό και ελαφρά επιδεινώθηκε. Έτσι, η όποια αύξηση του ΑΕΠ προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την αύξηση της κατανάλωσης κατά 12,1% και ειδικότερα της κατανάλωσης της γενικής κυβέρνησης κατά 16,1%.
Η εξάρτηση της όποιας οικονομικής μεγέθυνσης από την κατανάλωση (των οικονομικά ισχυρότερων τμημάτων του πληθυσμού) και ιδιαίτερα τη δημόσια κατανάλωση είναι το μεγάλο εμπόδιο της επανόδου της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες κανονικής συσσώρευσης. Η συνεχής πριμοδότησή της με φοροαπαλλαγές και ελλείμματα του προϋπολογισμού είναι μια πολιτική με κοντά ποδάρια. Ο λόγος είναι ότι η παραγωγική δυναμικότητα και συνακόλουθα οι δυνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας έχουν περιορισθεί στα δέκα χρόνια της κρίσης. Αυτός είναι και ο λόγος που με την επάνοδο σε μια σχετική κανονικότητα το δεύτερο τρίμηνο του 2021, γιατί αυτό αντανακλά το 16,2% μεγέθυνση, αμέσως εμφανίσθηκαν πληθωριστικές πιέσεις. Με άλλα λόγια, θεωρώ πιθανότερη, αντίθετα με τις προβλέψεις της κυβέρνησης, την εξασθένιση των ρυθμών μεγέθυνσης και την επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων το επόμενο διάστημα. Το πέρασμα της οικονομίας σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού είναι το πιθανότερο σενάριο και όχι η «αποκλιμάκωση των τιμών μέχρι τις γιορτές», όπως δήλωσε ο κ. Γεωργιάδης.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η κυβέρνηση μελετά την αντιμετώπιση της ακρίβειας με την αγαπημένη της τακτική, τις φοροαπαλλαγές (μείωση ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ κ.λπ.). Είναι μια εντελώς λανθασμένη πολιτική, που επιδιώκει τη συντήρηση της κατανάλωσης των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, ευελπιστώντας να συντηρήσει έτσι τους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Δεδομένης όμως της μείωσης της παραγωγικής δυναμικότητας της οικονομίας, όπως προανέφερα, το αποτέλεσμά της θα είναι να φέρει τον στασιμοπληθωρισμό μία ώρα αρχύτερα.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ