Οι λιγνιτικές μονάδες είναι απαραίτητες

Οι λιγνιτικές μονάδες είναι απαραίτητες

Των
Πρόδρομου Εμφιετζόγλου,
Προέδρου ΔΣ Ομίλου Εταιρειών Μηχανικής
και
Παναγιώτη Ζ. Μακατούνη


Σύμφωνα με το Σενάριο Εξέλιξης του Συστήματος Ηλεκτροπαραγωγής (ΕΣΕΚ) της Μελέτης Επάρκειας Ισχύος 2020-2030 του ΑΔΜΗΕ, θα ενταχθούν στο σύστημα το χρονικό διάστημα 2020 έως 2028: 1 μονάδα λιγνίτη 660 MW, 4 μονάδες Φυσικού Αερίου συνολικής ισχύος 3.121 MW (με τον μετασχηματισμό της μονάδας Πτολεμαΐδα V) και 5 μονάδες ΥΗΕ συνολικής ισχύος 952 MW.

Αντίστοιχα, στο ίδιο διάστημα θα αποσυρθούν 15 μονάδες λιγνίτη συνολικής ισχύος 4.564 MW, εξ ων έχουν ήδη αποσυρθεί οι μονάδες Καρδιάς και Αμυνταίου (6 μονάδες) συνολικής ισχύος 1.648 MW. Ήτοι, το 2028 θα αποσυρθεί και η τελευταία μονάδα λιγνίτη, εκτός εάν μεταβληθεί σε μονάδα φυσικού αερίου το 2025, δηλαδή 3 χρόνια νωρίτερα. Η κάλυψη των αναγκών της χώρας μέχρι το 2028 προβλέπεται κατά βάση από ΑΠΕ (με πρόβλεψη εγκαταστημένης ισχύος στα 13,8 GW μονάδων ΑΠΕ).
Λόγω της τεράστιας σημασίας που έχουν τόσο η υπερκάλυψη των μελλοντικών αναγκών της χώρας όσο και η εξασφάλιση της ασφάλειας του συστήματος, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε προσεκτικά τα παραπάνω στοιχεία καθώς και τις οικονομικές πτυχές του σεναρίου που αποτελεί και κυβερνητική σχεδίαση.

Για να έχουμε μια εικόνα της παραγωγής και τις επιμέρους πηγές, το 2020 η συμμετοχή (μηνιαία) από εγχώριες πηγές, λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες, ανήλθε στο μέγιστο σε 25% + 11% = 36%.

Ως προς την ένταξη νέων μονάδων, υπάρχει μεγάλη αμφισβήτηση εάν θα είναι έτοιμη η μονάδα ΦΑ CCGT2 (825 MW). Ως προς τα ΥΗΕ Μεσοχώρας και Μετσοβίτικου, που καθυστερούν επί δεκαετίες –λόγω του αποτελεσματικού κράτους μας–, είναι αβέβαιο πότε θα ξεκινήσουν παραγωγή, τα δε Αυλάκι και Νέα Άντληση είναι ακόμη στα χαρτιά. Ήτοι υφίσταται για τα επόμενα χρόνια μια υστέρηση 2.437 MW, η οποία είναι αδύνατο να καλυφθεί παρά μόνο με τις υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες Αγίου Δημητρίου I, II, III, IV, Μεγαλόπολης IV και την Πτολεμαΐδα V, η οποία πρέπει να παραμείνει λιγνιτική.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην απόλυτη εξασφάλιση της ευστάθειας του συστήματος. Τόσο οι ανεμογεννήτριες όσο και τα φωτοβολταϊκά εξαρτώνται από τον καιρό. Σε περίπτωση άπνοιας δεν υπάρχει ηλεκτροπαραγωγή από ανεμογεννήτριες, καθώς, επίσης, σε περίπτωση συννεφιάς, όπως άλλωστε και τη νύχτα, δεν υπάρχει παραγωγή από φωτοβολταϊκά. Πώς θα καλυφθούν οι συγκεκριμένες περιπτώσεις; Ήδη ζήσαμε δύο ακραίες καιρικές συνθήκες: Τον χειμώνα με τη «Μήδεια» και πριν από έναν μήνα με τον καύσωνα. Αν δεν ήταν σε πλήρη λειτουργία οι λιγνιτικές μονάδες θα είχαμε την απόλυτη καταστροφή!

Να σημειώσουμε ότι η κάλυψη της ζήτησης έγινε με περιορισμό της κατανάλωσης (μείωση λειτουργίας βιομηχανιών – έκκληση για περιορισμό κατανάλωσης).

Το μειονέκτημα αυτό των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών δεν μπορεί να μειωθεί με την αποθήκευση ενέργειας. Η εν λόγω τεχνολογία βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και δεν γνωρίζουμε τη δυνατότητα αποθήκευσης για κάποιο σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως και το κόστος της αποθήκευσης, το οποίο βεβαίως πρέπει να αναλάβουν οι παραγωγοί των ΑΠΕ.

Και επ’ ευκαιρία πρέπει να λήξουν παλαιές συμβάσεις με υπερβολικές τιμές 200 – 300 ευρώ/MWh. Αρκετά τους πληρώσαμε.
Με απορία παρατηρήσαμε την ένταση και την επιμονή του κ. πρωθυπουργού στην υπεράσπιση των ανεμογεννητριών. Όλα στη ζωή έχουν συν και πλην. Δεν μπορούσαν λοιπόν να εξαιρεθούν οι ανεμογεννήτριες. Λοιπόν, ψυχραιμία, εκτίμηση και επανεκτίμηση. Μια λεπτομερής ανάλυση αυτήν τη στιγμή παρέλκει.

Το θέμα της κλιματικής αλλαγής το ζούμε και το έχουμε εμπεδώσει όλοι. Δεν είναι όμως τεκμηριωμένα τόσο τα αίτια όσο και ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν γενικότερα και αν αρκεί μόνο η μείωση των ρύπων της ατμόσφαιρας. Είναι απαραίτητη μια παγκόσμια μελέτη και μια παγκόσμια απόφαση που να περιέχει πολλά, απαραίτητα μέτρα (μείωση κατανάλωσης, π.χ., πλαστικών, μείωση βιομηχανικών ρυπαντών, αποφυγή πυρκαγιών κ.λπ.).

Θεωρούμε όμως υπερβολική και χωρίς ιδιαίτερη παγκόσμια συνεισφορά την υψηλή κοστολόγηση των δικαιωμάτων ρύπων. Συγκεκριμένα, μια λιγνιτική μονάδα ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα επιβαρύνεται με 70 ευρώ/ΜWh. Η τιμή αυτή είναι υπερβολική και οδηγεί το τελικό κόστος σε 35 ευρώ/MWh (κόστος λιγνιτικής μονάδας) + 70 ευρώ/MWh (κόστος ρύπων) = 105 €/MWh. Αντίστοιχα, στις μονάδες ΦΑ είναι 55 + 20 = 75 ευρώ/MWh. Το κόστος των ρύπων αυξήθηκε από τα 10 ευρώ/tnCO2 (3/2018) στα 56 ευρώ/tnCO2 (8/2021).

Επιπρόσθετα γεννάται το ερώτημα: Τι νόημα έχει η υπερβολική επιβάρυνση όταν χώρες εκτός ΕΕ δεν έχουν αυτήν την επιβάρυνση; Και γιατί να κλείσουμε εμείς τις μονάδες μας για να αγοράζουμε ρεύμα από τις γειτονικές χώρες (Αλβανία, Σκόπια, Τουρκία), που παράγεται από λιγνιτικές μονάδες και να το πληρώνουμε πανάκριβα; Χαρακτηριστική περίπτωση της λιγνιτικής μονάδας REKBITOLA των Σκοπίων, περίπου 15 χλμ. από τα σύνορα. Και δεν πληρώνουν τέλη ρύπων και μας την πουλάνε πανάκριβα και επειδή συνήθως φυσάει βοριάς μας στέλνουν τους ρύπους και τη σκόνη, καθώς τα φίλτρα της είναι πεπαλαιωμένα!

Τελευταία πληροφορούμεθα ότι η ΕΕ αποφάσισε την επιβολή ενός «τέλους συμψηφισμού» από το 2026 για συγκεκριμένα προϊόντα που εισάγονται στην ΕΕ από χώρες που χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από λιγνίτη! Και μέχρι το 2026 τι θα γίνει; Θα μπορέσει το πολύπλοκο σύστημα συμψηφισμού να εφαρμοστεί από το 2026; Πολύ αμφιβάλλουμε. Και γιατί μόνο σε ορισμένα προϊόντα;

Ήτοι συμπερασματικά: Οι λιγνιτικές μονάδες πρέπει να παραμείνουν μέχρι τον οριακό τεχνικά χρόνο λειτουργίας τους. Και ίσως χρειαστεί και άλλη λιγνιτική μονάδα, όπως έκανε η Γερμανία, έστω και αν η σκέψη αυτή εκπλήσσει!

Πάντως η ΕΕ οφείλει να μειώσει λογικά τα τέλη. Άλλως επιβαρύνει την οικονομία και την ανταγωνιστικότητα της Ένωσης.

Οι μονάδες ΦΑ έχουν αρκετά πλεονεκτήματα. Είναι γρήγορες στην κατασκευή τους, πιο αποδοτικές και πιο οικονομικές. Το κόστος παραγωγής τους ανέρχεται σε 55 ευρώ/MWh + 20 ευρώ/MWh το τέλος εκπομπών, ήτοι 75 ευρώ/MWh. Το μειονέκτημά τους είναι ότι παράγουν με καύσιμο που είναι εξ ολοκλήρου εισαγόμενο, δηλαδή εξαρτάται αποκλειστικά από τις διεθνείς τιμές, οι οποίες προβλέπονται αυξανόμενες.

Σχετικά με τις πηγές προμήθειας φυσικού αερίου, το 47% (!) είναι ρωσικό αέριο που εισάγεται στον σταθμό Σιδηροκάστρου. Μέχρι προ ολίγου το αέριο διοχετευόταν μέσω του ρωσικού αγωγού που διέρχεται από Ουκρανία, Ρουμανία, Βουλγαρία. Τώρα όμως όλη η ποσότητα προέρχεται από τον TurkStream μέσω Βουλγαρίας. Βλέπετε, σιωπηλά και αποφασιστικά, η γειτονική Βουλγαρία κατασκεύασε αγωγούς 600 περίπου χλμ. και συνέδεσε τον TurkStream στα δίκτυά της και σε νέα προς Σερβία! Και αν οι «φίλοι» Τούρκοι, που ελέγχουν την προμήθεια του 70% της εισαγόμενης ποσότητας αερίου, μας εκβιάσουν ή διακόψουν την παροχή, τι θα κάνουμε; Έχει ληφθεί οποιαδήποτε πρόνοια; Πότε θα τεθεί σε λειτουργία ο FSRU Αλεξανδρούπολης του Κοπελούζου (έβαλε μέσα και τους Σκοπιανούς με 10%); Και όταν τεθεί, θα είναι τότε ανταγωνιστικός; Πιθανώς να πρέπει να ενισχυθεί η Ρεβυθούσα με μία πρόσθετη μονάδα.

Πέραν των αριθμών και των υπολογισμών πρέπει να δούμε πρωτίστως τους ανθρώπους. Δεν μπορεί, δεν επιτρέπεται εθνικά να ερημώσουμε τη Δυτική Μακεδονία. Τι θα κάνουν τόσες χιλιάδες συμπατριώτες μας; Λοιπόν, όχι αφέλειες του τύπου ότι το βόρειο τμήμα του Ε65 θα καλύψει την απολιγνιτοποίηση. Και προσοχή: Τη Μακεδονία και τα μάτια μας.

ΥΓ.: Υπάρχει σοβαρότατο οικονομικό πρόβλημα: Ποια η επίπτωση της πράσινης μετάβασης για την ελληνική οικονομία; Την αντέχει ο ελληνικός προϋπολογισμός; Την αντέχουν τα οικονομικά των ελλήνων πολιτών; Επ’ αυτού θα επανέλθουμε.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ