Όλοι είμαστε καρποί ενός δένδρου… – Της Ελένης Παπαδοπούλου – Λαμπράκη
Της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΑΜΠΡΑΚΗ
Οι τεράστιες φλόγες που φαίνονταν στην τηλεόραση να κατατρώγουν τα ψηλά πεύκα, αφήνοντας πίσω τους έναν μαύρο ξύλινο κορμό και μια γη καμένη, ήταν το συμπλήρωμα μιας καταστροφής, που όμοιά της ήταν εκείνη του ’87 και ο θάνατος 135 ανθρώπων που κάηκαν, ανθρωποθυσία στον πανικό και τον ανεξέλεγκτο αγώνα των ανθρώπων, που προσπαθούσαν αλλά δεν μπορούσαν να φτάσουν την αγριότητα εκείνης της κατακόκκινης φονικής μανίας της φύσης. Δεν θέλω να θεωρήσω υπεύθυνο κανέναν, γιατί δεν πιστεύω ότι κανείς πραγματικά Έλληνας δεν θα κατέστρεφε την πατρίδα του αφήνοντας πίσω του ένα κακόφημο παρελθόν.
Γι’ αυτό που είμαστε καταδικαστέοι σαν λαός είναι ο άκρατος πατριωτισμός και η συμπεριφορά ανθρώπων που δρουν με το ένστικτο και όχι με τη λογική μιας υπεύθυνης απόφασης, παρμένης από τα χείλη εκείνων που ηγούνται της χώρας και έχουν την ευθύνη της. Δεν υπακούμε, δεν δεχόμαστε υποδείξεις, πληρώνουμε τον εγωισμό μας παρασυρόμενοι από λόγια ανθρώπων που δεν βάζουν την υπογραφή τους σε όσα πρεσβεύουν και κρατιόμαστε από μια λέξη που την μεγαλοποιούμε κάνοντάς την παραμύθι. Έτσι δεν έγινε με το εμβόλιο της Covid και σαν από στυπόχαρτο μοιράστηκε η αμφιβολία της ύπαρξής του ως μέσο ενός μικροτσίπ που θα ελέγχει τις κινήσεις μας και θα μας κάνει ρομπότ.
Μα, οι περισσότεροι έχουμε εμβολιαστεί από μωρά και οι άρρενες σαν στρατιώτες με την κατάταξή τους στις Ένοπλες Δυνάμεις. Αυτό περίμεναν; Όχι βέβαια. Είναι ένας βιολογικός πόλεμος που άφησε τους πάντες άναυδους, ανίκανους να ανταποκριθούν άμεσα, γιατί ήταν κάτι που δεν ήξεραν.
Ποιος δεν θα ήθελε να γίνει ήρωας μιας παγκόσμιας νίκης που θα έσωζε ζωές και ξαφνικά θα έβγαινε αληθινός, αφού οι ανεμογεννήτριες, όπως λένε, δεν θα γέμιζαν το νησί της Εύβοιας. Έτσι δεν θα είχαμε την πρωτιά ενός νησιού με λευκούς μύλους, μοντέρνα κατασκευή, χωρίς πράσινο, με θέα τα πλαστικά αυτά λευκά πουλιά, σαν αερικά μιας ψεύτικης εξοχής.
Φτωχή μου πατρίδα, που αυτό για το οποίο νοιάζεσαι είναι να πικράνεις, να πληγώνεις όποιον σ’ αγαπά αληθινά χωρίς ανταλλάγματα, είτε απλός θνητός είτε πολιτικός. Σε μαστιγώνουν οι αντιεξουσιαστές, οι αναρχικοί, οι κουκουλοφόροι, εκτελώντας εντολές. Γιατί, άραγε; Γιατί θα πρέπει κάθε φορά μετά από μια καταστροφή, αντί να μαζέψουμε τα κομμάτια μας, βοηθώντας όλοι μαζί, να προσπαθούμε να κατασπαράξουμε ό,τι έχει απομείνει; Να κατηγορήσουμε με αθλιότητες, με ψεύδη, να προπαγανδίσουμε πάνω στην καμένη γη, να παπαγαλίζουμε μια προπαγάνδα για την οποία βάζουμε το χέρι μας στη φωτιά ότι είναι αληθινή. Όλοι είμαστε καρποί ενός δένδρου με βαθιές ρίζες, όλοι έχουμε ανάγκη τα χωριά μας, τους τόπους καταγωγής μας, από τους οποίους φύγαμε γιατί η ανάγκη για δουλειά μάς έστειλε στην πρωτεύουσα. Ας περιμένουμε να δούμε τον επίλογο αυτής της καταστροφής και τότε ας καταδικάσουμε με τον τρόπο που ξέρουμε, την ψήφο μας, που αποδίδει τα δίκαια στον δίκαιο.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ