Η κρίση στο Αφγανιστάν ανέδειξε το κενό ηγεσίας στην Ουάσινγκτον
Η λευκή σημαία στους Ταλιμπάν προκαλεί κραδασμούς σε παγκόσμιο επίπεδο
-Αγωνία της Αθήνας για τις αναταράξεις σε Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Σοβαρό κενό εξουσίας στην Ουάσινγκτον ανέδειξε η κρίση στο Αφγανιστάν, μόλις επτά μήνες μετά την επίσημη ανάληψη καθηκόντων από τον νέο αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Ο ίδιος δείχνει σημάδια αδυναμίας αντιμετώπισης μιας σοβαρής κρίσης με παγκόσμιες διαστάσεις και συγχρόνως προκαλεί σοβαρούς κραδασμούς στην ίδια την κυβέρνησή του αλλά και στο Δημοκρατικό Κόμμα, καθώς ήδη υπάρχει εντονότατη κριτική για «έλλειψη ηγεσίας».
Αυτή η θολή εικόνα στην Ουάσινγκτον, η οποία γίνεται όλο και πιο έντονη μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν και κάνει τις ΗΠΑ να φαίνονται εγκλωβισμένες, χωρίς εναλλακτικές επιλογές σε ένα παζάρι με τους Ταλιμπάν, κλονίζει την εικόνα των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης. Συγχρόνως δημιουργεί τον πειρασμό σε περιφερειακές ή και περιθωριακές δυνάμεις στο διεθνές σκηνικό να διεκδικήσουν ρόλο ή να επιβάλουν τετελεσμένα, τα οποία θα ήταν δύσκολο να επιχειρήσουν σε ένα συντεταγμένο σύστημα διεθνών σχέσεων, όπου ο ρόλος των ΗΠΑ ήταν ηγετικός.
Από εγγυητής της ασφάλειας και της διεθνούς τάξης οι ΗΠΑ έχουν μετατραπεί μέσα σε δύο εβδομάδες σε βασικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα σε ένα κρίσιμο ζήτημα, που εστιάζεται στο Αφγανιστάν, αλλά έχει παγκόσμιες διαστάσεις.
Και φυσικά οι προσωπικοί χειρισμοί του Προέδρου Μπάιντεν επαναφέρουν τα σενάρια που διακινούνταν στην προεκλογική περίοδο και αμφισβητούσαν τη διανοητική και βιολογική ικανότητά του να ηγηθεί των ΗΠΑ…
Ακόμη κι αν η απόφαση για αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν ήταν προειλημμένη, ο τρόπος που μεθοδεύτηκε και ανακοινώθηκε ανέδειξε την πλήρη απουσία επιχειρησιακού σχεδίου για την ασφαλή μεταφορά εκτός Αφγανιστάν, των ξένων δυνάμεων και των Αφγανών που συνεργάσθηκαν με αυτές. Δυστυχώς, κανένα από τα σχέδια αποχώρησης δεν προέβλεπε τι θα συμβεί με τους εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανούς και κυρίως τις Αφγανές, που λόγω φύλου, κοινωνικής θέσης ή αντιλήψεων θα βρεθούν στο έλεος των Ταλιμπάν…
Όμως ο Λευκός Οίκος έδειξε παντελή αδυναμία να φροντίσει ακόμη και για την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Έτσι, μετά την άρνηση των Ταλιμπάν να επεκτείνουν και πέραν της 31ης Αυγούστου το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης, η Ουάσινγκτον και ο Πρόεδρος Μπάιντεν βρέθηκαν στην –πρωτοφανή για τις ΗΠΑ– θλιβερή κατάσταση να πρέπει να στείλουν τον διευθυντή της CIA για απευθείας μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν. Σε μια πρωτοφανή ένδειξη αδυναμίας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν και έπειτα από αυτές τις συνομιλίες οι Ταλιμπάν επέμειναν στην αρχική δήλωσή τους, αγνοώντας πλήρως τις εκκλήσεις και παρακλήσεις της Υπερδύναμης.
Οι ηγέτες των G7 δήλωσαν στο κοινό ανακοινωθέν μετά τη συνάντηση: «Η νομιμότητα οποιασδήποτε μελλοντικής κυβέρνησης εξαρτάται από την προσέγγιση που ακολουθεί τώρα για να τηρήσει τις διεθνείς υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής της χρήσης του Αφγανιστάν ως βάσης για την τρομοκρατία. Συμφωνήσαμε ότι κανείς από εμάς δεν πρόκειται να λάβει υπόψη τα λόγια των Ταλιμπάν και θα τους κρίνουμε από τις πράξεις τους»…
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ξαφνικά την απόφασή τους, αιφνιδιάζοντας κυρίως τους ευρωπαίους και νατοϊκούς συμμάχους, οι οποίοι στάθηκαν δίπλα στους Αμερικανούς όλα αυτά τα χρόνια, σε έναν πόλεμο που ανήκε στους Αμερικανούς, ανέδειξε και μία ακόμη μεγάλη ανισορροπία στη διατλαντική σχέση: Πόσο μικρό είναι το στρατηγικό βάρος της ΕΕ έναντι των Αμερικανών και πόσο λίγο λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των Ευρωπαίων σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα.
Οι Ευρωπαίοι βρέθηκαν ξαφνικά να πρέπει να διαχειριστούν μια σοβαρότατη κρίση, όχι μόνο να κατορθώσουν με ασφάλεια να απεγκλωβίσουν δικές τους δυνάμεις και πολίτες τους από το Αφγανιστάν, αλλά να κινδυνεύουν με ένα νέο προσφυγικό ρεύμα, ενώ υπάρχουν και σοβαρές πολιτικές παρενέργειες στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών, με πρώτη τη Γερμανία, καθώς η αφγανική κρίση κυριαρχεί σε μια δύσκολη και αμφίρροπη εκλογική αναμέτρηση, που είναι προγραμματισμένη για τον Σεπτέμβριο.
Η εμπειρία του Αφγανιστάν δημιουργεί σοβαρά απόνερα, τα οποία ταρακουνάνε τη Μέση Ανατολή αλλά και την ευρύτερη περιοχή.
Ο φόβος αναθέρμανσης του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ο κίνδυνος ενίσχυσης των πυρήνων του Ισλαμικού Κράτους, το οποίο είναι αντίπαλος των Ταλιμπάν, η μετακίνηση ακραίων στοιχείων μέσω των προσφύγων, που θα καταλήξουν στην Τουρκία, στη Συρία, στο Ιράκ αλλά και στην Ευρώπη, συνιστούν σοβαρές απειλές ασφαλείας.
Το Ιράν, μια χώρα που αντιμετωπίζεται ως παρίας του διεθνούς συστήματος και είναι σε μερική απομόνωση από τη Δύση, καλείται να παίξει ρόλο τόσο στη συγκράτηση των προσφυγικών ροών όσο και στη σταθεροποίηση του Αφγανιστάν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει δωρεάν. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι πώς θα συμβαδίσουν οι πολιτικές των κυρώσεων με τη χορήγηση γενναίας βοήθειας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν από την αφγανική κρίση, ώστε να μην οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη αυτονόμηση του Ιράν και ενίσχυσή του και μάλιστα με δυτική χρηματοδότηση.
Αλλά και το Ιράκ, με το οποίο οι Αμερικανοί έχουν συμφωνήσει για την αποχώρησή τους, μάλλον με αγωνία θα βλέπει τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Μια χώρα η οποία είναι σε διαρκή αποσταθεροποίηση και συνεχόμενες εσωτερικές αντιπαραθέσεις, με παρουσία και του Ισλαμικού Κράτους, μόνο με αισιοδοξία δεν μπορεί να αντιμετωπίζει το μέλλον, μετά την άτακτη αποχώρηση των Αμερικανών από την Καμπούλ και όσα επακολούθησαν.
Οι Ισραηλινοί βεβαίως είναι ιδιαίτερα ανήσυχοι με την επικράτηση ενός ακόμη ακραίου ισλαμικού κινήματος σε μια κομβική χώρα της Κεντρικής Ασίας, καθώς ενισχύεται ο ρόλος του Ιράν, ενώ συγχρόνως αποδυναμώνεται ο διεθνής ρόλος των ΗΠΑ, που αποτελούν και τον εγγυητή της ασφάλειας του Ισραήλ.
Οι ίδιοι αποσταθεροποιητικοί κραδασμοί ταράζουν όλο το πλέγμα των σχέσεων που δημιουργήθηκε τους τελευταίους μήνες στην περιοχή του Κόλπου, που είχαν ξεκινήσει με τις ευλογίες των ΗΠΑ, ενώ η Τουρκία είναι αυτή που δείχνει έτοιμη να παίξει μεγάλο παιχνίδι, το οποίο όμως πιθανότατα δεν είναι στα μέτρα της.
Παρά τις μεγαλόστομες προσφορές της Τουρκίας για ανάληψη ρόλου στο Αφγανιστάν, το βράδυ της Τρίτης ανακοινώθηκε η έναρξη αποχώρησης των τουρκικών δυνάμεων… Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, η Άγκυρα έσπευσε με διαρροές σε ξένους ανταποκριτές να ανακοινώσει ότι είναι σε… μυστικές διαπραγματεύσεις ώστε, μετά την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων, να αναλάβει τη διαχείριση και λειτουργία του αεροδρομίου της Καμπούλ. Πληροφορία που διέψευσε ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν λίγες ώρες αργότερα.
Η Ελλάδα είναι –και δικαιολογημένα– εκτός παιχνιδιού και οι κινήσεις με την αποστολή στην Καμπούλ του έλληνα πρεσβευτή στο Πακιστάν, ώστε να μεριμνήσει για τον απεγκλωβισμό μερικών μεταφραστών που είχαν χρησιμοποιήσει οι ελληνικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν, ήταν περισσότερο επικοινωνιακού χαρακτήρα παρά ουσίας.
Η Αθήνα απλώς τρέμει το ενδεχόμενο του νέου Προσφυγικού, καθώς γνωρίζει καλά ότι μια τέτοια εξέλιξή θα τη φέρει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και σε τροχιά σύγκρουσης με την Τουρκία αλλά και ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη τη Γερμανία, που δείχνουν την ευαισθησία τους στους πρόσφυγες αρκεί να σταματούν εκτός των συνόρων τους.
Και φυσικά προκαλεί προβληματισμό στην Αθήνα το πώς θα πορευθεί από δω και πέρα η Ουάσινγκτον και εάν αυτή η επιλογή αποχώρησης από το Αφγανιστάν, με δηλωμένη πρόθεση αποστασιοποίησης από τη Συρία, και η χαλαρή στάση απέναντι σε παραδοσιακούς συμμάχους της, όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και τα ΗΑΕ, θα οδηγήσουν σε μια νέα αναδιάταξη δυνάμεων και συμμαχιών στην Ανατολική Μεσόγειο…
Είναι προφανές ότι την αισιοδοξία που υπήρχε με την εκλογή Μπάιντεν, στη βάση ότι υπήρχε επιτέλους ένας ισχυρός ηγέτης στις ΗΠΑ που θα μπορούσε, αν χρειαζόταν, να παρέμβει και να αποτρέψει μια ελληνοτουρκική κρίση και συγχρόνως να εμπεδώσει μια ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση, την έχει διαδεχθεί η αμηχανία και ο προβληματισμός.
Σημαντικός είναι ο ρόλος της Ρωσίας και της Κίνας, καθώς με προσεκτικές κινήσεις επιχειρούν να επωφεληθούν και να κρατήσουν ισορροπίες με το καθεστώς των Ταλιμπάν, θεωρώντας ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη χώρα προσφέρει ευκαιρίες για μόνιμη απομάκρυνση των Αμερικανών από τα νώτα τους και από μια χώρα που αποτελεί κρίσιμο διάδρομο στις οδούς μεταφοράς μεταξύ Ασίας και Δύσης.
Όσον αφορά την Κίνα, δεν πρέπει να εκπλήσσει η απολύτως μετριοπαθής προσέγγιση προς τους Ταλιμπάν, που δεν έχει σχέση μόνο με την πολυπληθή μουσουλμανική μειονότητα, που είναι επιρρεπής σε κελεύσματα ακραίων ισλαμιστών, αλλά και με το γεγονός ότι το Πεκίνο έχει βάλει στο στόχαστρό του τον πολύτιμο ορυκτό πλούτο του Αφγανιστάν, η αξία του οποίου σε τρέχουσες τιμές αποτιμάται στο 1 τρισ. δολάρια και περιλαμβάνει και ορυκτά κρίσιμα για την κινεζική βιομηχανία και την κατασκευή συσσωρευτών, που είναι το κλειδί για το μέλλον της πράσινης ενέργειας και της ηλεκτροκίνησης, τομέα τον οποίο η Κίνα θέλει να χρησιμοποιήσει για να επιβάλει την οικονομική κυριαρχία της και στη Δύση.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: lifo.gr