Η προστασία του εθνικού χώρου και του εθνικού μέλλοντος

Η προστασία του εθνικού χώρου και του εθνικού μέλλοντος


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


H πιο πικρή και ανησυχητική διαπίστωση που κάνει ο μέσος Έλληνας με αφορμή τις φωτιές είναι η ανικανότητα του κράτους να εγγυηθεί ακόμη και τα ελάχιστα, που αφορούν την καθημερινή ζωή, την ίδια την εστία του, το χωριό του, την περιοχή του, το φυσικό περιβάλλον, από το οποίο πορίζεται τα προς το ζην.

Είναι μήπως οι τόσο μεγάλες και τόσο καταστρεπτικές φωτιές κακό αναπόφευκτο; Εάν ήταν έτσι, η οργή του κόσμου δεν θα στρεφόταν κατά των κυβερνώντων, γιατί θα αντιλαμβανόταν ότι είχε να κάνει με αμάχητο κακό, που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη πρόνοια και ετοιμότητα για την αντιμετώπισή του. Οι φωτιές, όμως, δεν ήταν ούτε αναπόφευκτες ούτε αμάχητες. Η Ελλάδα δοκιμάζεται κάθε καλοκαίρι από τις φωτιές και θα έπρεπε λογικά να βελτιώνει και να ενισχύει, από χρόνο σε χρόνο, τις δυνατότητές της, αφομοιώνο­ντας την πείρα της κάθε χρονιάς. Διαπιστώνει όμως κανείς με έκπληξη και οργή ότι όχι μόνο τα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα, αλλ’ ότι η κατάσταση έγινε ακόμη πιο ανεξέλεγκτη και η καταστροφή μεγαλύτερη.

Ακόμη και το πάθημα της ανθρώπινης τραγωδίας στο Μάτι έγινε άλλοθι για την εφαρμογή μιας υποτιθέμενης στρατηγικής εσπευσμένων εκκενώσεων, που εγκατέλειψαν στη φωτιά τεράστιες εκτάσεις και οικισμούς, για να μην υπάρξουν θύματα. Ο κάθε νουνεχής άνθρωπος θέτει, ασφαλώς, τις ανθρώπινες ζωές σε υ­ψηλή προτεραιότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει εφαρμογή τακτικής «θέτουν εαυτόν μακράν του εχθρού». Η αντιμετώπιση των πυρκαγιών δεν είναι, άλλωστε, μόνο υπόθεση των ειδικών. Είναι και υπόθεση όλων εκείνων που αγωνίζονται κυριολεκτικά υπέρ των εστιών και των περιουσιών τους αλλά και υπέρ αυτών που θεωρούνται κοινός εθνικός πλούτος, θησαυρός και κληρονομιά.

Εκ των υστέρων διαπιστώνεται ότι οι φωτιές τόσο στη Βαρυμπόμπη και τους γειτονικούς οικισμούς όσο και στην Εύβοια μπορούσαν να ελεγχθούν, εάν οι επεμβάσεις γίνονταν έγκαιρα και με αποτελεσματικό σχεδιασμό. Είναι εκπληκτικό στην Εύβοια να αρχίζει η φωτιά στη μια θάλασσα και να φτάνει στην άλλη, κατακαίο­ντας ολόκληρη την Κεντρική και τη Βόρεια Εύβοια. Αναζητώντας τις αιτίες, φτάνει κανείς στις πατροπαράδοτες που μαστίζουν και το Πυροσβεστικό Σώμα, όπως και όλους τους δημόσιους οργανισμούς. Στον κομματισμό και στην αναξιοκρατία. Στην έλλειψη πραγματικού σχεδιασμού. Στην έλλει­ψη μέσων και προσωπικού αλλά και στη μη αξιοποίηση υπάρχοντος πολύτιμου υλικού και μέσων. Φτάνει επίσης στην ανεπαρκή και παρωχημένη εκπαίδευση των πυροσβεστών. Η διαφορά αναδείχθηκε θεαματικά μέσα από τον τρόπο δράσεως των πυροσβεστών άλλων χωρών, που προσέτρεξαν να βοηθήσουν, ακόμη και Βαλκανικών χωρών, όπως η Ρουμανία και η Σερβία.

Γιατί έμεινε τόσο πίσω η Ελληνική πυρόσβεση, που έχει κάθε λόγο να πρωτοπορεί και να εισάγει τις πιο σύγχρονες μεθόδους στο έργο της, εφόσον α­ντιμετωπίζει, από τη θέση και τη φύση της, πολύ αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιών; Ένας λόγος που προβάλλεται και είναι σχετικά βάσιμος είναι το πλήγμα που κατάφεραν στη χώρα, σε όλους τους τομείς, τα φοβερά μνημόνια, που επέβαλαν τερατώδεις περικοπές στις πιστώσεις και στον τομέα της προστασίας της χώρας από τις φωτιές.

Έχει παρέλθει όμως αρκετός χρόνος από τότε και υπήρχαν τα περιθώρια να αποκατασταθεί σταδιακά η προτεραιότητα που έχει ο τομέας αυτός όχι μόνο για την προστασία των δασών και των οικισμών αλλά και της εθνικής ασφάλειας. Η συντήρηση, π.χ., των υπαρχόντων πτητικών μέσων, όπως αυτών της Αεροπορίας Στρατού, δεν ήταν έργο ακατόρθωτο. Το ίδιο δεν ήταν η έγκαιρη αγορά ή μίσθωση συμπληρωματικών και εξόχως αποτελεσματικών πτητικών μέσων. Αναδεικνύεται επομένως έλλειμμα πολιτικής πραγματικής στρατηγικής και εθνικού σχεδιασμού.

Ένας άλλος λόγος που προβάλλεται και είναι επίσης σχετικά βάσιμος είναι ο μεγάλος αριθμός εστιών φωτιάς που εκδηλώθηκαν ταυτόχρονα στη ΒΔ Αττική, αλλά και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδος, στην Ολυμπία, στη Μεσσηνία, στη Μάνη, στη Γορτυνία και στην Αρκαδία. Προφανώς, ο μεγάλος αριθμός πυρκαγιών δεν μπορεί να εξηγηθεί με φυσικά αίτια. Η πλειοδοτική φιλολογία της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να δικαιολογήσει τους προφανείς εμπρησμούς, που τεκμηριώνονται, άλλωστε, από εμπρηστικούς μηχανισμούς που είτε βρέθηκαν ακέραιοι είτε τα υπολείμματά τους μετά την εκδήλωση των πυρκαγιών.

Ποιοι είναι αυτοί που θέλουν να κάψουν την Ελλάδα; Πρόκειται για υβριδικό πόλεμο, που τηλεκατευθύνεται εναντίον της χώρας από τον συνήθη και γνωστό αντίπαλό της, με όργανα παράνομους μετανάστες, Ισλαμιστές και Έλληνες παρανοϊκούς ψευδο-Αριστερούς της παγκοσμιοποίησης τύπου Σόρος; Πρόκειται για άλλες οικονομικές και πολιτικές συμμορίες, που παίζουν οικονομικά και πολιτικά παιχνίδια σε βάρος της χώρας;

Γνωρίζουμε από το παρελθόν το πρόβλημα των αυθαιρέτων, που επιδεινωνόταν από την έλλειψη Κτηματολογίου. Το πρόβλημα αυτό υποτίθεται ότι είναι πλέον σε ύφεση, μετά τη νομιμοποίηση σχεδόν των πάντων και την επαγγελλόμενη ολοκλήρωση του Κτηματολογίου. Κανείς δεν μπορεί, βεβαίως, να εγγυηθεί ότι μπορεί ακόμη και από αυτήν την πλευρά να μην υπάρξουν νέες εκπλήξεις και νέο κύμα αυθαίρετης δομήσεως. Η τυφλή όμως πυρπόληση όπου υπάρχει δάσος, μέχρι την κορυφή των βουνών, και η καταστροφή ολόκληρων περιοχών δεν συμβαδίζει πολύ με αυτό το σενάριο. Αντιθέτως, συζητούνται νέα σενάρια, όπως η εγκατάσταση παντού ανεμογεννητριών, στο πλαίσιο μιας διαφημιζόμενης νέας ενεργειακής πολιτικής με άξονα την «πράσινη ανάπτυξη». Συζητού­νται λιγότερο, αλλά είναι επίσης πιθανά δύο άλλα σενάρια, που έχουν σχέση με τη γη και την «ανάπτυξη».

Το πρώτο έχει ειδικότερα σχέση με τη μελέτη της εταιρείας συμβούλων McKinsey, η οποία έχει εκπονηθεί σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος και αφορά μια νέου τύπου, συγκεντρωτική και ολιγοπωλιακή αγροτική ανάπτυξη, με εξαγωγικό προσανατολισμό και με πρωταγωνιστές ξένες μεγάλες εταιρείες του τύπου της «United Fruit», που ευδοκιμούν παραδοσιακά στη Λατινική Α­μερική. Δεν έχουν ακουσθεί νέα εδώ και αρκετό καιρό για τις σκέψεις και τα σχέδια που υπάρχουν γι’ αυτήν τη μελέτη και την ενδεχόμενη εφαρμογή της. Ο καθένας όμως αντιλαμβάνεται ότι στην περίπτωση που υπάρχουν τέτοιοι προσανατολισμοί η ρευστοποίηση του παραδοσιακού αγροτικού πληθυσμού σε ολόκληρες περιοχές και η αστικοποίησή του θα εξυπηρετούσε τέτοια σχέδια. Οι σκέψεις αυτές είναι, βεβαίως, καθαρά υποθετικές και δεν υπάρχουν μέχρι τώρα στοιχεία που να τις τεκμηριώνουν. Είναι καλό όμως να προβάλλονται γιατί αυτό μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά.

Το άλλο σενάριο έχει σχέση με το ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο έχει υπαχθεί ολόκληρη η δημόσια περιουσία, με τα γνωστά μνημόνια. Το ΤΑΙΠΕΔ έχει άποψη για την υποτιθέμενη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η οποία επηρεάζεται καθοριστικά από τους δανειστές της χώρας. Προφανώς, δεν μπορεί να συνδεθεί το ΤΑΙΠΕΔ με τις πυρκαγιές που κατακαίουν τη χώρα. Ενδεχόμενος όμως αποχαρακτηρισμός των καμένων δασικών εκτάσεων θα τις υπήγαγε αυτομάτως υπό τον έλεγχο του ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο θα μπορούσε μετά να τις διαθέσει σε εταιρείες και ιδιώτες. Από την άποψη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία η ανακήρυξη των εκτάσεων αυτών ως αναδασωτέων, σύμφωνα με το άρθρο 117 του Συντάγματος, παρά την εξαίρεση που εισήχθη σ’ αυτό υπέρ της εγκαταστάσεως ανεμογεννητριών, με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με εισηγήτρια τη σημερινή Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Εάν οι πολλές εστίες οφείλονται πράγματι σε εμπρηστές και δολιοφθορείς του είδους αυτών που συνελήφθησαν, το γεγονός είναι, προφανώς, ακόμη πιο ανησυχητικό και δεν καταδεικνύει μόνο αποτυχία στον πυροσβεστικό τομέα αλλά και στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Πώς θα αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση η κυβέρνηση, όταν ακολουθεί πολιτική σε άλλα θέματα που την ενισχύει και τη γιγαντώνει; Είναι δυνατόν να δημιουργούνται, με ανοχή και ενεργό σύμπραξη των Ελληνικών κυβερνήσεων, προϋποθέσεις υβριδικού πολέμου κατά της Ελλάδος, με την εγκατάσταση στη χώρα εκατοντάδων χιλιάδων φανατικών Μουσουλμάνων, τη διάσπαση της εθνικής συνοχής και την υπονόμευση της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας;

Εάν διαπιστωθεί ότι συμμετέχουν σ’ αυτήν την εκστρατεία εμπρησμών κατά της Ελλάδος και κατ’ όνομα Έλληνες παρανοϊκοί, που αυτοπαρουσιάζονται ως αναρχο-διεθνιστές, «πλανητικοί» και παγκοσμιοποιητές, το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο και πρέπει να αντιμετωπισθεί κατεπειγόντως. Πρέπει να χαραχθεί η οριοθετική γραμμή μεταξύ πολιτικών απόψεων και εθνικής δολιοφθοράς.

Υπάρχουν, δυστυχώς, εξωγενείς δυνάμεις, που, είτε για λόγους παγκοσμιοποίησης είτε για λόγους γεωπολιτικής των Βαλκανίων, απεργάζονται απροκάλυπτα την εθνική αποδόμηση της Ελλάδος και υποθάλπουν, με κάθε τρόπο, τον εθνομηδενισμό και την αλλοτρίωσή της. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά και πολιτικά κόμματα, δεν μπορούν ούτε να ανέχονται αλλά, πολύ περισσότερο, ούτε να συμπράττουν με αυτές. Έχουν καθήκον να διαφυλάσσουν την εθνική ταυτότητα και το εθνικό μέλλον του Ελληνικού λαού.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ