Κώστας Μελάς: Μήπως ξαναζούμε την εποχή Σημίτη;

Κώστας Μελάς: Μήπως ξαναζούμε την εποχή Σημίτη;


Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


Έχω την αίσθηση ότι ξαναζούμε την αλήστου μνήμης εποχή του Σημίτη. Μεγάλα λόγια, υπεραισιόδοξες προβλέψεις, όλα κινούνται προς τη «σωστή» κατεύθυνση. Τίποτα δεν γίνεται λάθος. Τα πάντα διεκπεραιώνονται με τον αποτελεσματικότερο τρόπο.

Οι «μεταρρυθμίσεις» νομοθετούνται κατά ριπάς, υπερακοντίζοντας ακόμη και αυτές των υπολοίπων χωρών της ΕΕ, μάλιστα σε μια εποχή που πλέον έχουν σχεδόν όλοι αποδεχθεί τα οδυνηρά αποτελέσματα των σχεδόν 40 χρόνων της λεγόμενης «νεοφιλελεύθερης πολιτικής» και κάτι επιχειρείται να μεταβληθεί. Όμως στην Ελλάδα η κυβέρνηση εξακολουθεί να παρατηρεί την πραγματικότητα κοιτώντας μέσα από τα κατασκευασμένα γυαλιά, με υλικά που της επιτρέπουν να βλέπει μόνο αυτό που επιθυμεί.

Αξίζει, σε αυτό το σημείο, να θυμηθούμε την εποχή των κυβερνήσεων Σημίτη:

• Την 1/1/2001 η Ελλάδα εισήλθε με πανηγυρικούς τόνους στη ζώνη του ευρώ. Η είσοδος αυτή επιχειρήθηκε να χαρακτηρισθεί ως το μέγιστο βήμα προόδου της ελληνικής οικονομίας τη μεταδιδακτορική πολιτική περίοδο της χώρας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996 – 2004), στο πλαίσιο του «εκσυγχρονιστικού πειράματος» στην οικονομία, όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές αλλά και υπερέβαλαν πολλάκις, υπερακοντίζοντας σε κομπορρημοσύνη και ψεύτικες υποσχέσεις. Ο όρος «ισχυρή οικονομία» αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη. Προέκυψε κυρίως ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997 – 2004… Η κομπορρημοσύνη περί «ισχυρής οικονομίας» κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επιτέλους την «επαναθεμελίωση» του κοινωνικού κράτους. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο χάραξης της οικονομικής πολιτικής, προτάσσοντας τους ίδιους στόχους και με τη χρησιμοποίηση των ίδιων μέσων. Τα προβλήματα της εισόδου στην Ευρωζώνη άρχισαν σιγά σιγά να εμφανίζονται, σκληρά και αδυσώπητα, αφήνοντας πίσω τις πρώτες μέρες ευφορίας. Τα Μνημόνια (με πρώτο της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου) ακολούθησαν ως εύλογη κατάληξη αυτής της απίστευτης άσκησης πολιτικής.

• Όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων χρόνων (2001 – 2021), η ένταξη στην Ευρωζώνη ούτε αποτελεί οικονομική πανάκεια ούτε ισχυροποίησε αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αντιθέτως θα έλεγα, φαίνεται και διά γυμνού οφθαλμού ότι τα εθνικά προβλήματα έχουν αυξηθεί και η ελληνική οικονομία ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία, χωρίς καμιά αναβάθμιση του παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο στηρίζεται στον τουρισμό και στο real estate. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς τη φθίνουσα πορεία της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς που θέτει αμετάκλητα το διεθνές, σύγχρονο, ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Τα φιλοκυβερνητικά Μέσα μας κατακλύζουν καθημερινά με θετικές ειδήσεις για την οικονομία… Δυστυχώς, όλα συνοδεύονται από το μόριο «θα» και παραπέμπονται στο προσεχές ή μακρύτερο μέλλον. Και το μέλλον δεν είναι τίποτα περισσότερο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Ακριβώς όπως και η είσοδός της χώρας στο ευρώ, που θα έλυνε όλα τα προβλήματα ως διά μαγείας. Κανένα δεν αναφέρει τα πραγματικά προβλήματα που τη διέπουν. Αναφέρω μόνο ορισμένα που αναφέρονται στην τελευταία έκθεση του Institute for Management Development (IMD) της Ελβετίας, που περιέχει συγκριτικά στοιχεία για 64 χώρες. Η Ελλάδα βρίσκεται αναφορικά με:

• τον σχηματισμό ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στην 63η θέση μεταξύ των 64 χωρών,
• το χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ στην 62η θέση μεταξύ των 64 χωρών,
• την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στην 57η θέση μεταξύ των 64 χωρών.
• την προσαρμοστικότητα της κυβερνητικής πολιτικής στην 11η θέση μεταξύ των 64 χωρών.

Με απλά λόγια, προτάσσονται τα εύκολα και αποκρύπτονται τα δύσκολα.

Επιπλέον, εμείς σημειώνουμε ακόμη:

Η μεγάλη πρόκληση του σημαντικού ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που διατηρείται σχεδόν επί μια δεκαετία. Όσο δεν αντιμετωπίζεται αυτή η πρόκληση επιτυχώς, υπονομεύει τις χρηματοδοτικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, νοθεύει τον ανταγωνισμό, δεσμεύει πολύτιμους χρηματοδοτικούς και παραγωγικούς πόρους, παγιδεύει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε στασιμότητα και τροφοδοτεί την αβεβαιότητα για τις προοπτικές του. Οι τράπεζες, ενώ παρουσιάζεται ότι έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο προς την κατεύθυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ουσιαστικά αυτό έχει συμβεί κυρίως μέσω πωλήσεων δανείων σε τρίτους, τιτλοποιήσεων και ανάθεσης διαχείρισής τους σε εξειδικευμένους διεθνείς οίκους. Αλλά το πρόβλημα παραμένει ατόφιο στην κοινωνία (μόλις δραστηριοποιηθούν οι απαιτήσεις των funds που κατέχουν πια τα δάνεια) και την οικονομία με συνολικά υπόλοιπα μη εξυπηρετούμενων δανείων που υπολογίζονται σε 47,2 δισ. ευρώ (Δεκέμβριος 2020) και ως ποσοστό επί του συνόλου των δανείων βρίσκονται στο 30,1%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) βρίσκεται στο 2,6% την ίδια περίοδο. Αν σε αυτά προστεθούν τα νέα, μη αποτελεσματικά δάνεια λόγω της πανδημίας (η κυβέρνηση τα υπολογίζει σε 5 δισ. ευρώ, ενώ η ΤτΕ σε 8 – 10 δισ. ευρώ) γίνεται αντιληπτή η πραγματική κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Η υψηλή ανεργία (η υψηλότερη στην Ευρωζώνη) και η χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό αποτελούν κοινωνική μάστιγα, που μεσοπρόθεσμα λειτουργεί ως ανασταλτικός αναπτυξιακός παράγοντας. Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η μακροχρόνια διαρθρωτική ανεργία και η υψηλή ανεργία ανάμεσα στη νέα γενιά και τις γυναίκες. Η υψηλή ανεργία απαξιώνει σταδιακά τις παραγωγικές δυνατότητες του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Παράλληλα, η περίοδος αναστολών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων ολοκληρώνεται και εκατομμύρια πολίτες θα έρθουν πλέον αντιμέτωποι τόσο με τις οφειλές της φετινής χρονιάς όσο και με τις πληρωμές που συσσωρεύτηκαν είτε λόγω της πανδημίας είτε λόγω της αδυναμίας έκδοσης εκκαθαριστικών στον κατάλληλο χρόνο. Ειδικά τον Σεπτέμβριο θα υπάρξουν πολίτες που θα χρειαστεί να πληρώσουν έως και έξι διαφορετικές δόσεις υποχρεώσεων: Τρεις δόσεις του φετινού φόρου εισοδήματος, την πρώτη δόση του ΕΝΦΙΑ αλλά και δύο δόσεις ασφαλιστικών εισφορών παρελθόντων ετών. Ακόμη πιο βαρύς θα είναι ο λογαριασμός του Ιανουαρίου. Διότι ενώ θα εξακολουθήσουν να «τρέχουν» οι δόσεις του φόρου εισοδήματος, του ΕΝΦΙΑ αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών παρελθόντων ετών, θα αρχίσει η αποπληρωμή της επιστρεπτέας προκαταβολής αλλά και της ρύθμισης για τις οφειλές που συσσωρεύτηκαν μέσα στην πανδημία λόγω των αναστολών. Οι καιροί είναι απειλητικοί! Η διαχείριση της πραγματικότητας χωρίς το προστατευτικό πέπλο του κορονοϊού θα δείξει το μέγεθος της απόστασης μεταξύ λόγων και πράξεων.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ