Νικ. Κιουτσούκης στο “Π”: Ο κατώτατος μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης, προϋπόθεση και όχι απειλή για την οικονομική ανάπτυξη

Νικ. Κιουτσούκης στο “Π”: Ο κατώτατος μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης, προϋπόθεση και όχι απειλή για την οικονομική ανάπτυξη

Του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΗ
Γενικού Γραμματέα της ΓΣΕΕ


Χωρίς αμφιβολία, ο θεσμός του κατώτατου μισθού δημιουργήθηκε και επιβάλλεται να λειτουργεί με στόχο τη διασφάλιση του ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για τον κόσμο της εργασίας.

Το ύψος του, άλλωστε, διαμορφώνει το επίπεδο και τον τρόπο ζωής χιλιάδων εργατικών νοικοκυριών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής ή την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Με δεδομένο, λοιπόν, και το ανάλγητο «πάγωμα» των τριετιών εις το διηνεκές (μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%), αφετηρία της όποιας διαβούλευσης για τον νέο κατώτατο μισθό όφειλε να είναι η αποτελεσματική προστασία από την εργασιακή φτώχεια, ενώ σημείο αναφοράς της η παραδοχή και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πλέον, ότι το ύψος ενός κατώτατου μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης απαιτείται να κυμαίνεται τουλάχιστον στο 60% του διάμεσου μισθού.

Υπό αυτό το πρίσμα, ο κατώτατος μισθός έπρεπε να διαμορφωθεί στη χώρα μας μεταξύ 783 ευρώ και 809 ευρώ.

Την ώρα που η κυβέρνηση επικαλείται στις πολιτικές της τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, εδώ φαίνεται παντελώς ανακόλουθη με την ευρωπαϊκή της προσέγγιση.

Για τη μεταρρύθμιση του συστήματος επικουρικών συντάξεων έχουμε το βλέμμα σε κράτη όπως η Ισπανία, η Δανία, η Σουηδία και η Ιταλία, αλλά για τον κατώτατο μισθό λοξοκοιτάμε τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ…

Δυστυχώς, η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού έγινε, για μια ακόμη φορά, πεδίο ιδεοληψιών… Αντί μοχλός του κοινωνικά δίκαιου και αποδεκτού, ο κατώτατος θεωρήθηκε ως εργαλείο ελαχιστοποίησης του επιχειρηματικού κόστους…

Υιοθετήθηκαν πλήρως οι θέσεις των εργοδοτών, αυτές οι επικίνδυνες και αποδεδειγμένα εσφαλμένες αντιλήψεις τους για την επίδρασή του στην κοινωνία, στην αγορά εργασίας και στην πραγματική οικονομία.

Οι εκτιμήσεις, κυρίως του ΙΟΒΕ, πως μια ουσιαστική αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει σε λουκέτα μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, πλήττοντας τελικά τους εργαζόμενους, είναι έωλη, επιστημονικά ανεδαφική και απολύτως αδιέξοδη.

Αρκεί να ανατρέξει κάποιος στο πρόσφατο παρελθόν της μνημονιακής περιόδου και να αξιολογήσει τις επιπτώσεις της νομοθετικής παρέμβασης για μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού καθώς και την «παγκόσμια πρωτοτυπία» του υποκατώτατου για νέους έως 25 ετών (-32%), εμπνεύσεως Κουτρουμάνη – Στρατινάκη…

Τότε, εξάλλου, η επιχειρηματολογία των προέδρων των Εμπόρων και των Βιοτεχνών (ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ) ήταν στην αντίθετη πλευρά. Ενοχοποιούσαν, ορθά, τη συρρίκνωση των βασικών αποδοχών για την εκτόξευση της ανεργίας, την περιδίνηση της ύφεσης, την ασφυξία ρευστότητας στην αγορά και το κλείσιμο χιλιάδων επιχειρήσεων.

Ο κατώτατος μισθός είναι το σημείο τομής της οικονομικής με την κοινωνική πρόοδο, πυλώνας στήριξης της πραγματικής οικονομίας και ατμομηχανή ανάπτυξης, αφού το σύνολό του κατευθύνεται στην αγορά για την κάλυψη βασικών αναγκών.

Όλοι οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται τον αντίκτυπο της πανδημικής κρίσης και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε ως χώρα με τα διαδοχικά lockdowns και τη σημαντική μείωση των επιδόσεων κομβικών κλάδων, όπως ο τουρισμός.

Οι εργαζόμενοι, άλλωστε, είναι εκείνοι που βίωσαν και βιώνουν περισσότερο από τον καθέναν τις συνέπειες.

Η κυβέρνηση, ορθά πράττοντας, ενίσχυσε σημαντικά, μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων (επιδότηση πάγιων δαπανών, επιστρεπτέα προκαταβολή κ.ά.), τις επιχειρήσεις κάθε μεγέθους με 33 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα, οι εργαζόμενοι έλαβαν περίπου 8 δισ. ευρώ.

Η στήριξη των επιχειρήσεων υπήρξε τέτοια που δεν αφήνει περιθώρια δικαιολογιών για τη συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού…

Όπως περιθώρια δικαιολογιών δεν αφήνει και το ίδιο το κυβερνητικό αφήγημα για υγιή επιχειρηματικότητα και υγιείς εργασιακές σχέσεις, αξιοπρεπώς αμειβόμενες θέσεις εργασίας, επιστροφή των νέων επιστημόνων από το εξωτερικό κ.λπ.

Η αύξηση κατά 2% του κατώτατου μισθού μεταφράζεται σε 13 ευρώ μεικτά, με τις καθαρές αποδοχές των 569 ευρώ να μη διασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση, διακρίνοντας απλά τη φτώχεια σε μερική και απόλυτη.

Σε αυτό το ύψος βρισκόταν ο κατώτατος μισθός το 2004, δηλαδή είμαστε 18 χρόνια πίσω, όταν οι τιμές βασικών υπηρεσιών και αγαθών πρώτης ανάγκης διογκώνονται. Οι αθέμιτες λογικές και οι εναρμονισμένες πρακτικές καλά κρατούν, πλήττοντας την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.

Ταυτόχρονα, με τους μισθούς σε αυτά τα επίπεδα, η μαύρη εργασία και η μερικώς δηλωμένη απασχόληση θεριεύουν, αφού οι οικογένειες αδυνατούν να ικανοποιήσουν τα στοιχειώδη.

Η έννοια της αποταμίευσης ούτε ως ανέκδοτο δεν μπορεί να ειπωθεί… Πάλι καλά που έγινε λόγος για συμβολική αύξηση, γιατί χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό θα ακροβατούσε μεταξύ ειρωνείας και τραγικότητας, παραπέμποντας στη «χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας»…

Σε κάθε περίπτωση, ο βασικός μισθός δεν είναι μόνο το μέρισμα από την οικονομική μεγέθυνση αλλά και προϋπόθεση για αυτή. Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμόσουν τη λειτουργία τους στον κατώτατο μισθό και όχι ο κατώτατος μισθός να εγκλωβίζεται στα αβάσιμα θέλω ή στην κινδυνολογία των επιχειρήσεων.

Το αίτημα των συνδικάτων για κατώτατο μισθό μέσα από την ΕΓΣΕΕ και όχι ως προϊόν κρατικού παρεμβατισμού είναι διαρκές και επιτακτικά αναγκαίο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ