Η κινεζική στιγμή «Σπούτνικ» και οι σινοαμερικανικές σχέσεις – Του Ν. Στραβελάκη

Η κινεζική στιγμή «Σπούτνικ» και οι σινοαμερικανικές σχέσεις – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Πριν από δύο Κυριακές, από τον ίδιο φιλόξενο χώρο, το «ΠΑΡΟΝ», αναφέρθηκα στην αποτυχημένη επίσκεψη της κ. Μέρκελ στις ΗΠΑ και στη δυσαρέσκεια των Αμερικανών για τη λειτουργία του ρωσικού αγωγού Nord Stream 2.

Μάλιστα αρκετοί είχαμε επισημάνει τότε ότι η νέα ένταση στην αντιπαλότητα ΗΠΑ – Ρωσίας μπορεί να οδηγήσει σε εντάσεις σε άλλες ευαίσθητες περιοχές του πλανήτη, όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος. Δεν πέρασαν παρά λίγες μέρες και είχαμε την επίσκεψη Ερντογάν στην Αμμόχωστο, με το γνωστό περιεχόμενο. Συνολικά, νομίζω ότι είναι τελείως λανθασμένο να αντιλαμβανόμαστε τις ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις είτε απλά ως αντιπαλότητα ανάμεσα στις αστικές τάξεις των δύο χωρών είτε ως αποτέλεσμα αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, γιατί είναι και τα δύο.

Με αυτήν τη λογική θα προσπαθήσω να ψηλαφίσω τις νέες εντάσεις στις σινοαμερικανικές σχέσεις. Αφορμή αποτέλεσε ένα άρθρο του αμερικανού οικονομολόγου Ντάρον Ατζέμογλου του Πανεπιστημίου MIT. Ο κ. Ατζέμογλου έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό πριν από μερικά χρόνια (μαζί με τον Τζέιμς Ρόμπινσον) με το βιβλίο «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη». Εκεί είχε ισχυρισθεί ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές χώρες έγιναν μεγάλες λόγω της ξεκάθαρης πολιτικής θεσμών που ακολούθησαν. Μια αντίστοιχη πολιτική αρχών εισηγείται και στον παρόντα χρόνο αναφορικά με τις σινοαμερικανικές σχέσεις.

Παραδέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η παρούσα ένταση οφείλεται στην είσοδο της Κίνας στις αγορές υψηλής τεχνολογίας. Θεωρεί ότι η Κίνα βλέπει σε αυτήν την εξέλιξη τη δική της στιγμή «Σπούτνικ». Δηλαδή, το όχημα της μελλοντικής της οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτό οδήγησε την κινεζική κυβέρνηση στην επιβολή μέτρων ελέγχου των ατομικών δεδομένων που συλλέγουν οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, φοβούμενη ότι αυτά μπορούν να τα εκμεταλλευθούν δυτικές κυβερνήσεις και εταιρείες. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ έξυπνος για να καταλάβει τι σημαίνει να κατέχεις προσωπικά δεδομένα και καταναλωτικές προτιμήσεις σε μια αγορά με 1,5 δισ. δυνητικούς καταναλωτές χρήστες του διαδικτύου. Καταλήγει έτσι στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες της κινεζικής κυβέρνησης επιδιώκουν την αποσύνδεση της Κίνας από τον υπόλοιπο κόσμο. Θεωρεί δε ότι αυτό εγκυμονεί ευρύτερους κινδύνους, αφού μπορεί να οδηγήσει σε ένα περιβάλλον ανάλογο του Ψυχρού Πολέμου. Κλείνει την παρέμβασή του επιτιθέμενος σε όλους εκείνους που βλέπουν σε ένα νέο ψυχροπολεμικό περιβάλλον το κίνητρο για την αμερικανική κυριαρχία στον νέο αιώνα και ζητά μια αμερικανική πολιτική αρχών απέναντι στην Κίνα.

Θεωρώ ότι η αναλογία ανάμεσα στις σημερινές σινοαμερικανικές σχέσεις και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου είναι από ατυχής έως γελοία. Αυτό που συμβαίνει είναι ένας εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα στο περιβάλλον της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, διότι και η Κίνα καπιταλιστική χώρα είναι. Στο πλαίσιο των εμπορικών πολέμων οι Αμερικανοί αρέσκονται να κατηγορούν τους ανταγωνιστές τους για επιβολή μέτρων προστατευτισμού, ενώ εκείνοι είναι, υποτίθεται, κήρυκες και προστάτες του ελεύθερου εμπορίου. Τα ίδια έλεγαν τη δεκαετία 1980 – 1990, όταν οι Γιαπωνέζοι είχαν κατακλύσει την αμερικανική αγορά αυτοκινήτων. Τους κατηγορούσαν ότι προστάτευαν την αγροτική τους παραγωγή από τα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα, ενώ οι Αμερικανοί δεν έβαζαν περιορισμούς στα ιαπωνικά αυτοκίνητα. Στην πραγματικότητα αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η επένδυση των ιαπωνικών εμπορικών πλεονασμάτων στις ΗΠΑ, κάτι που έπαιξε ρόλο στην ένταση της ασιατικής κρίσης του 1990, όταν οι Ιάπωνες απώλεσαν δισεκατομμύρια δολάρια. Η συνέχεια είναι γνωστή: Η Ιαπωνία οδηγήθηκε σε μια μακρόχρονη στασιμότητα, που διαρκεί μία γενεά (κοντά 30 χρόνια).

Βέβαια, με την Κίνα δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, αφού δεν συγκαταλέγεται στους ηττημένους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως η επιδίωξη των Αμερικανών είναι νομίζω η ιδία. Η διαχείριση των κινεζικών εμπορικών πλεονασμάτων είτε απευθείας είτε μέσω του Χονγκ Κονγκ ή της Ταϊβάν. Πιστεύω ότι σε αυτό πλαίσιο θα διαχειρισθεί τις σχέσεις και η Προεδρία Μπαίντεν. Όμως δεν θα είναι μια ευθύγραμμη διαδικασία. Είναι σίγουρο ότι βασικό χαρτί στη διαπραγμάτευση των Αμερικανών θα είναι οι περιορισμοί στη διακίνηση των κινεζικών εξαγωγών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Αυτό έχει φέρει ήδη νέες εντάσεις στις τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ – Γερμανίας.

Θεωρώ ότι η προσπάθεια σύνδεσης των όρων εμπορίου με την περιβαλλοντολογική πολιτική και τις αστικοδημοκρατικές ελευθερίες θα βρεθεί στο κέντρο της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα. Όπως είναι γνωστό, μετά την πώληση του λιμανιού του Πειραιά στην κινεζική Cosco η Ελλάδα έχει καταστεί βασική πύλη εισόδου των κινεζικών εξαγωγών στην Ευρώπη. Η επιλογή αυτή του Ελληνικού Δημοσίου, πέρα από οικονομικές, εργασιακές και περιβαλλοντολογικές απώλειες, ενδέχεται να οδηγήσει σε περιπλοκές, που δεν θα εκφραστούν απευθείας, αλλά με παρεμβάσεις στο πλαίσιο των αντιπαραθέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι μία ακόμα παραφυάδα της καπιταλιστικής κρίσης, που δεν πρέπει να υποτιμηθεί από την κοινωνία.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ