Βούλα Πατουλίδου στο “Π”: Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο
Της
ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΤΟΥΛΙΔΟΥ
Ολυμπιονίκου, Αντιπεριφερειάρχου Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης,
Προέδρου Οργανισμού Τουρισμού Θεσσαλονίκης
Οι λέξεις είχαν γεννηθεί μέσα μου, πριν τις ξεστομίσω.
Μεγάλωναν κι ωρίμαζαν κάθε φορά που στεκόμουν στην αφετηρία. Σε κάθε γήπεδο, σε κάθε στάδιο που έτρεχα.
Σε κάθε δευτερόλεπτο που αφαιρούσα από τους χρόνους μου.
Ήταν η «προσευχή» μου.
Ήταν η απάντηση που έδινα στον εαυτό μου στο «γιατί το κάνεις, Βούλα;».
Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!
Η μικρή, άσημη Βούλα, που γυρνούσε από χώρα σε χώρα, είχε στις αποσκευές της πάντα την προσευχή της.
Μια προσευχή που δεν την ψέλλιζα, δεν την ψιθύριζα.
Κραυγή ήταν μέσα μου.
Χτυπούσε τα μηνίγγια μου σαν φλέβα.
Μου υπενθύμιζε το ιερό καθήκον μου κάθε φορά που έχανα, που έτρωγα τα μούτρα μου, που λύγιζα. Κάθε φορά που μου τραβούσαν το χαλάκι κάτω από τα πόδια.
Δεν μ’ ένοιαζε που τα παπούτσια μου ήταν παλιά και φθαρμένα. Λίγο πριν βγω στο τερέν είχα ράψει το κορμάκι μου για να μοιάζει μ’ αυτά των άλλων αθλητριών. Να σταθεί ισάξια η φτωχή Ελληνίδα δίπλα στις άλλες συναθλήτριές της με τις σύγχρονες στολές, που τις άλλαζαν σε κάθε κούρσα.
Να σταθώ περήφανα δίπλα στα «μεγαθήρια»… για την Ελλάδα, ρε γαμώτο.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποια δευτερόλεπτα ήταν πιο σημαντικά.
Τα 12,64 που διήρκησε η κούρσα μου ή τα 60 δευτερόλεπτα του εθνικού μας ύμνου;
Βλέπω σαν ταινία τον εαυτό μου να καταπίνει τα εμπόδια το ένα μετά το άλλο. Σιγά σιγά να μειώνω την απόσταση από τις μπροστινές αθλήτριες. Να εξαντλώ κάθε ικμάδα της δύναμής μου. Πέντε μέτρα πριν από τον τερματισμό ένιωσα τον δεξιό δικέφαλό μου να ξεκολλάει από τη ρίζα του. Δεν μ’ ένοιαζε.
Περνώντας τη νοητή γραμμή του τερματισμού έβλεπα τους θεατές να ουρλιάζουν στις κερκίδες.
Η ελληνική αποστολή πανηγύριζε, οι δημοσιογράφοι είχαν ανεβεί στα τραπέζια ποδοπατώντας τα γραπτά τους. Καταλάβαινα ότι είχα μετάλλιο, έβλεπα τον χρόνο στην οθόνη, αλλά δεν ήξερα τι είχα καταφέρει. Και ναι, ναι, ναι! Αυτά τα 12,64 δευτερόλεπτα ήταν δικά μου! Έβλεπα τις κάμερες να έχουν στραφεί πάνω μου και τις ελληνικές σημαίες στις κερκίδες να κυματίζουν.
Μετά βλέπω τον εαυτό μου πάνω στο βάθρο….
Τη σημαία μου να ανεβαίνει στο πιο ψηλό σημείο της Γης.
Στ’ αφτιά μου «σε γνωρίζω από την κόψη».
Στο στόμα μου… για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!
Εξήντα δευτερόλεπτα χρειάστηκαν για να ανέβει η προσευχή μου στο στόμα μου.
Εκείνη τη στιγμή η προσευχή μου ξεχύθηκε σαν λάβα από ηφαίστειο.
Είδα στα πρόσωπα των συμπατριωτών μου μια δικαίωση χρόνων, αγώνων και προσπαθειών.
Για πρώτη φορά στην Ιστορία, φέτος, οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Τόκιο θα διεξαχθούν χωρίς φιλάθλους.
Θα λείπει η ψυχή των Ολυμπιακών Αγώνων. Όλοι οι άνθρωποι που θέλουν να σταθούν δίπλα στους αθλητές της χώρας τους.
Είναι άδικο. Είναι άχαρο. Είναι χαρά χωρίς χαρά.
Για πρώτη φορά οι αθλητές μας δεν θα μας έχουν δίπλα τους. Όχι μόνο οι δικοί μας. Όλοι οι αθλητές όλου του κόσμου.
Είναι ένα κενό δυσαναπλήρωτο. Ίσως κάποιοι δεν είχαν ή δεν θα ‘χουν στο μέλλον την ευκαιρία να αγωνιστούν με φιλάθλους.
Είναι όμως αναγκαίο. Για την υγεία μας, για την ασφάλεια όλων.
Γιατί ζωή χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες γίνεται.
Ολυμπιακοί Αγώνες χωρίς ζωή δεν γίνονται.
Καλή επιτυχία σε όλους τους Έλληνες και Ελληνίδες που θα αγωνιστούν με το εθνόσημο στο στήθος και κάτω απ’ αυτό… την «προσευχή» τους.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ