Κυπριακό: Οι νέες προκλήσεις Ερντογάν, οι δικές μας αδυναμίες και παραλείψεις και η ανοχή της διεθνούς κοινότητας έναντι της Τουρκίας
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Κάθε χρόνο, στις 20 Ιουλίου, οι Ελληνοκύπριοι και ο απανταχού Ελληνισμός με θλίψη θυμόμαστε την αποφράδα ημέρα της τουρκικής εισβολής, την οποία επέτρεψε η απερισκεψία και εγκληματική συμπεριφορά της χούντας των συνταγματαρχών.
Οι τραγικές συνέπειες μόνο με τη Μικρασιατική Καταστροφή μπορούν να συγκριθούν. Μισό περίπου αιώνα μετά την εισβολή, τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής παραμένουν στη Μεγαλόνησο και ο τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, ως νέος Σουλτάνος, με περισσή περιφρόνηση των αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών, επισκέφθηκε, ανήμερα της επετείου της εισβολής, την τουρκοκυπριακή περιοχή της Λευκωσίας, από όπου με τηλεδιάσκεψη εγκαινίασε τη θεμελίωση δύο μουσειακών κτιρίων στην πόλη της Αμμοχώστου (Βαρώσια), η οποία από την εισβολή και μετά παραμένει μια πόλη-φάντασμα. Υπάρχει άλλο προηγούμενο στον κόσμο; Το ερώτημα απευθύνεται προς τη διεθνή κοινότητα αλλά και τον απανταχού πνευματικό κόσμο. Ήδη από τον Οκτώβριο του 2020 είχε προβεί σε άνοιγμα μιας παραλιακής λωρίδας, η οποία παρέχει τη δυνατότητα διέλευσης αλλά και ελέγχου της από τους Τουρκοκυπρίους και κατ’ επέκταση από τις τουρκικές δυνάμεις κατοχής, ενώ προχώρησε στην εξάλειψη κάθε ελληνικού στοιχείου, όπως πινακίδες καταστημάτων, ονομασίες οδών κ.λπ.
Σημειώνεται ότι η πόλη της Αμμοχώστου και η γύρω περιοχή είναι εκτός τουρκικής κατοχής και τελούν υπό τον έλεγχο και την προστασία των Ηνωμένων Εθνών, που φέρουν και την ευθύνη διαφύλαξής της. Το γεγονός της δεύτερης κατά σειρά παραβίασης αποφάσεων του ΟΗΕ από πλευράς του καθεστώτος Ερντογάν αποδεικνύει και τις πραγματικές του διαθέσεις για δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων, βλέποντας την υποτονική έως ανύπαρκτη ουσιαστική αντίδραση από πλευράς της διεθνούς κοινότητας και ιδιαίτερα της ΕΕ. Αντιδράσεις βέβαια υπήρξαν τόσο από πλευράς των ΗΕ και της ΕΕ όπως και των ΗΠΑ, αλλά με ύφος και περιεχόμενο που ο Ερντογάν αγνοεί και ως συνήθως γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του. Η κυπριακή κυβέρνηση προσέφυγε στα Ηνωμένα Έθνη ζητώντας την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας και παράλληλα ζήτησε να συγκληθεί και το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ. Θα μπορούσε η προσφυγή να γίνει και από τις δύο χώρες μαζί; Η απάντηση είναι «ναι», αλλά δεν συνηθίζεται. Η Ελλάδα στήριξε και τις δύο προσφυγές, ενώ το υπουργείο Εξωτερικών έδωσε οδηγίες στις διπλωματικές μας αντιπροσωπείες να προβούν σε σχετικά διαβήματα προς τις χώρες-μέλη του ΣΑ των ΗΕ και παράλληλα υποστήριξε το κυπριακό αίτημα προς την ΕΕ.
Οι πρώτες αντιδράσεις από τις Βρυξέλλες δεν φαίνεται να είναι ενθαρρυντικές. Ο συνήθης ύποπτος και υποστηρικτής της Τουρκίας, η Γερμανία, έδειξε απροθυμία, επικαλούμενη εσωτερικά προβλήματα λόγω των πρόσφατων πλημμυρών, που έπληξαν ορισμένες περιοχές από τα ομόσπονδα κράτη. Πάντως θα μπορούσε να γίνει κατανοητή η αδυναμία τους –τούτο υπό μορφή αστείου–, καθώς ο υπουργός των Εξωτερικών ή οι αναπληρωτές του θα έχουν σπεύσει να συνδράμουν τις δυνάμεις της πυροσβεστικής ή άλλων συναφών υπηρεσιών… Είναι όμως κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι αν επρόκειτο για επιβολή κυρωτικών μέτρων κατά της Λευκορωσίας θα έσπευδαν να συναινέσουν. Οι κινήσεις της Τουρκίας στα Κατεχόμενα, όπως η κατασκευή εγκαταστάσεων για τα drones και ναυτικών βάσεων σε παραλιακές περιοχές, έχουν προκαλέσει ανησυχία σε χώρες της περιοχής, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, οι σχέσεις των οποίων με την Άγκυρα δεν είναι και οι καλύτερες.
Αν εξετάζαμε την πορεία του Κυπριακού από την εισβολή και εντεύθεν, θα παρατηρούσαμε ότι η συμπεριφορά της Τουρκίας καθίσταται όλο και επιθετικότερη, ενώ τελευταίως απέβαλε και το τελευταίο φύλλο συκής, μιλώντας ανοικτά για δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών αντί της διζωνικής, δικοινοτικής λύσης, που αποτελεί και απόφαση των ΗΕ. Αντίθετα, την ελληνοκυπριακή πλευρά, όπως και την ελληνική, χαρακτηρίζει μια συνεχής υποχωρητικότητα, την οποία περιγράφει με εμβρίθεια σε πρόσφατο άρθρο του ο αρθρογράφος της εφημερίδας αυτής Περικλής Νεάρχου. Από τη συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς, το 1977, για διπεριφερειακή ομοσπονδία, αλλά σε άλλη βάση και προβλέψεις, φτάνουμε υποχωρητικά στο ψήφισμα 649 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που προβλέπει διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, που αγγίζει τα όρια της ισοπολιτείας μεταξύ δύο κοινοτήτων, άνισων πληθυσμιακά και εδαφικά.
Ο μη εξοικειωμένος με το Κυπριακό και τη διεθνή πολιτική καλόπιστος πολίτης θα διερωτηθεί: Σε τι οφείλεται η παρατηρούμενη υποχωρητικότητα Λευκωσίας και Αθήνας, η οποία αποδεικνύεται από την ιστορία της πορείας του Κυπριακού και τις σχετικές με αυτό εξελίξεις; Προφανώς από εγγενείς αδυναμίες –στρατηγικής και άλλης φύσης– των δύο χωρών. Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να αναγκάσεις να αποχωρήσουν από την Κύπρο ή να εκδιώξεις βιαίως τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα χωρίς να διακινδυνεύσεις γενικότερες επιπλοκές για την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα των δύο χωρών.
Ένας πρόσθετος σημαντικός λόγος είναι οι γνωστές αδυναμίες του ΟΗΕ να επιβάλει τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΣΑ για αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής, ακόμη και με άσκηση βίας, όπως έχει πράξει σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπου έχει παραβιαστεί ή απειλείται η ακεραιότητα μιας χώρας. Τρίτος και σοβαρός λόγος το γεγονός ότι Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχουν κατορθώσει να διαμορφώσουν μια σταθερή εθνική πολιτική για την επίλυση του Κυπριακού και να αντιδρούν καταλλήλως σε πιέσεις που ασκούνται έξωθεν για συμβιβαστικές έως υποχωρητικές στάσεις έναντι της Τουρκίας.
Παράδειγμα, το γεγονός ότι δεν επιμένουμε στην ανάγκη επιβολής κυρωτικών μέτρων κατά της Τουρκίας, ενώ έχουμε αποδεχθεί εντός της ΕΕ την αναβάθμιση των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας, χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα. Λείπει, επίσης, η απαιτούμενη αποφασιστικότητα στη στάση μας για το Κυπριακό, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η αντίδραση του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου στο Σχέδιο Ανάν, που τελικά απέρριψε με δημοψήφισμα ο κυπριακός λαός, και η σθεναρή στάση του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στην πενταμερή διάσκεψη στο Κράν Μοντανά (τέλη Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 2017), όταν έθεσε αποφασιστικά και ευθέως θέμα ότι δεν νοείται λύση του Κυπριακού με την παραμονή στρατευμάτων κατοχής, όπως και ύπαρξη ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους-μέλους των ΗΕ που να τελεί υπό εγγύηση τρίτων χωρών.
Σε ό,τι ειδικότερα αφορά τη χώρα μας, στην αδυναμία διαμόρφωσης μιας σταθερής πολιτικής στήριξης του Κυπριακού θα εντάσσαμε και την έλλειψη διαμόρφωσης μιας ενιαίας εθνικής πολιτικής, που να συγκεντρώνει τη συναίνεση των κοινοβουλευτικών κομμάτων αλλά και εκείνων που είναι εκτός, αλλά έχουν μια αποδεδειγμένη απήχηση στον ελληνικό λαό.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ