Η απάτη της Διζωνικής Ομοσπονδίας και η πλήρης χρεοκοπία στη διαχείριση του Κυπριακού

Η απάτη της Διζωνικής Ομοσπονδίας και η πλήρης χρεοκοπία στη διαχείριση του Κυπριακού


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, υπό το βάρος των τετελεσμένων γεγονότων της Τουρκικής εισβολής, έκανε την οδυνηρή υποχώρηση, το 1977, να δεχθεί διπεριφερειακή ομοσπονδία, στο πλαίσιο της Συμφωνίας Κορυφής με τον Ντενκτάς, υπό τον όρο των τριών ελευθεριών: της ελεύθερης δηλαδή διακινήσεως, της ελεύθερης εγκαταστάσεως και του δικαιώματος περιουσίας.

Ο Μακάριος απέρριψε την Τουρκική αξίωση για διζωνική ομοσπονδία. Ο λόγος είναι προφανής. Η έννοια της ζώνης παραπέμπει σε σύνορο και σε άλλη κυρίαρχη οντότητα. Με απλά λόγια, παραπέμπει σε δύο κράτη, που ήταν από την αρχή η Τουρκική επιδίωξη. Αναιρεί επίσης εκ των πραγμάτων και αποκλείει την εφαρμογή των τριών ελευθεριών. Στην ίδια θέση έμεινε και ο διάδοχος του Μακαρίου Σπύρος Κυπριανού.

Η ανατροπή της θέσεως αυτής έγινε επί Προεδρίας Γιώργου Βασιλείου. Ο τελευταίος δέχθηκε τη διζωνική ομοσπονδία και μαζί με το ΑΚΕΛ, που ήταν ο πολιτικός υποστηρικτής του, προσπάθησαν να χρεώσουν τη διζωνική ομοσπονδία στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Το ΑΚΕΛ είχε κάνει στροφή στην πολιτική του, ζώντος ακόμη του Μακαρίου, και ασκούσε πιέσεις σ’ αυτόν για περισσότερες ακόμη υποχωρήσεις, ευθυγραμμιζόμενο με την πολιτική του Προεδρεύοντος επί ένα διάστημα, μέχρι την επιστροφή του Μακαρίου, Γλαύκου Κληρίδη. Το ΑΚΕΛ είχε κάθε λόγο να θέλει να χρεώσει τη διζωνική ομοσπονδία στον Μακάριο, αφενός για να την καταστήσει πιο αποδεκτή στον λαό και να συγκαλύψει την πολιτική του στροφή και υποχώρηση και αφετέρου για να εκμεταλλευθεί τον Μακάριο και την τεράστια πολιτική κληρονομιά του, παρουσιαζόμενο ως δήθεν συνεχιστής της πολιτικής του.

Ο Γιώργος Βασιλείου, που εξελέγη Πρόεδρος με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ, δέχθηκε, επιπλέον, η διζωνική ομοσπονδία να περιληφθεί σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας (ψήφισμα 649) και να καταστεί διεθνής αναφορά, ως βάση για την επίλυση του Κυπριακού. Οι φίλοι της Κύπρου στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ρωσία, Γαλλία, Κίνα) δεν αντέδρασαν, εφόσον το σχέδιο ψηφίσματος, που είχαν προτείνει οι Βρετανοί, είχε τη σύμφωνη γνώμη της Κύπρου.

Η Συμφωνία Κορυφής Μακαρίου – Ντενκτάς αλλά και η αντίστοιχη του Κυπριανού με τον Ντενκτάς το 1979 ουσιαστικά ανετράπησαν, εφόσον με τον τρόπο αυτό αναγνωρίσθηκε ως βασική αρχή για τη «λύση» του Κυπριακού η διζωνική ομοσπονδία, οι όροι για τη συγκρότηση της οποίας δεν έπρεπε να έρχονται σε αντίθεση με τον διζωνικό χαρακτήρα της. Δεν έπρεπε, επομένως, να εφαρμοσθούν οι τρεις αρχές, που είχε θέσει ως όρο ο Μακάριος για την αποδοχή διπεριφερειακής ομοσπονδίας. Η αποδοχή, επίσης, από τον Γιώργο Βασιλείου της λεγόμενης «πολιτικής ισότητας» των δύο μερών ολοκλήρωσε την Τουρκική μέγγενη σε βάρος της Ελληνικής πλευράς.

Έγιναν προσπάθειες, μέσω ΟΗΕ, για τον κατευνασμό των ανησυχιών της Ελληνικής πλευράς και την παραπλάνησή της σχετικά με το πραγματικό νόημα της πολιτικής ισότητας. Εκπρόσωπος του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ «ερμήνευσε» την πολιτική ισότητα, ότι δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα, αλλά μόνο «αποτελεσματική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην εξουσία».

Στις διαπραγματεύσεις όμως που ακολούθησαν, επί Βασιλείου αλλά, στη συνέχεια, και επί Γλαύκου Κληρίδη του ΔΗΣΥ, η Τουρκική πλευρά απέσπασε, σταδιακά, με συνεχείς υποχωρήσεις και διολισθήσεις της Ελληνικής πλευράς, την εκ περιτροπής Προεδρία, ως έμβλημα της ισότητας των δύο πλευρών, το Τουρκοκυπριακό βέτο, σε όλα τα επίπεδα, εκεί που δεν υπήρχε αριθμητική ισότητα, και προέβαλε επίσης αξιώσεις για «κυριαρχική ισότητα», που είναι το τελευταίο στάδιο για την αποδοχή δύο ισοκυριάρχων μερών ή κρατών.

Όλες οι υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς ενσωματώθηκαν στο περιβόητο σχέδιο Ανάν, το οποίο προεβλήθη εκβιαστικά, σε συνδυασμό με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προεβλήθη δηλαδή με το δίλημμα ότι εάν δεν γινόταν αποδεκτό για τη «λύση» του Κυπριακού, δεν θα ήταν εφικτή η ένταξη της Κύπρου. Το θέμα όμως της εντάξεως είχε τεθεί σ’ ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο, που αφορούσε το έντονο ενδιαφέρον των Αμερικανών να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των ΝΑ Βαλκανίων, που είχαν αποδεσμευθεί, προσφάτως, από τη Ρωσική επιρροή, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως.

Στο πλαίσιο αυτό, είχαν γίνει ευρύτερες συνεννοήσεις για επιδίωξη τριών, ταυτοχρόνως, στόχων:
α. επίλυση του Κυπριακού,
β. ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
γ. αποδοχή της Τουρκίας ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καθορισμός ημερομηνίας για την έ­ναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, το 1999, είχε γίνει αποδεκτή, κατ’ αρχήν, η έ­νταξη της Κύπρου, χωρίς την επίλυση προηγουμένως του πολιτικού της προβλήματος, εάν αποδεικνυόταν ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις, υπό την αιγίδα του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, δεν θα έφερε η Ελληνική πλευρά την ευθύνη για τη μη επίλυση του Κυπριακού. Η Τουρκική αδιαλλαξία βοήθησε την Ελληνική πλευρά να αποδείξει ότι πράγματι δεν είχε η ίδια την ευθύνη για τη μη επίλυση του Κυπριακού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Σύνοδος της Κοπεγχάγης τον Δεκέμβριο του 2002 να ανάψει το πράσινο φως της εντάξεως και για την Κύπρο. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε, με τη Σύνοδο του Απριλίου του 2003, στην Αθήνα, επί Ελληνικής Προεδρίας, κατά την οποία έγινε επισήμως η ένταξη. Απέμενε μόνο η επικύρωση της εντάξεως των 10 νέων μελών από τα Κοινοβούλια, η οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι την 1η Μαΐου 2004.

Με παρεμβολή των Αμερικανών έγινε μια νέα προσπάθεια για διαπραγματεύσεις με την Τουρκική πλευρά, με στόχο μια συμφωνία για «λύση» του Κυπριακού, πριν από την 1η Μαΐου 2004. Η Ελληνική πλευρά κακώς αποδέχθηκε τις Αμερικανικές συστάσεις, όπως κακώς αποδέχθηκε και την επιδιαιτησία Κόφι Ανάν. Οι Αμερικανοί, που προετοίμαζαν τότε την επέμβαση στο Ιράκ και ήθελαν την Τουρκική συνεργασία για το άνοιγμα του Βορείου Μετώπου, διαπραγματεύθηκαν παρασκηνιακά και αποδέχθηκαν τις αλλαγές που ήθελε η Τουρκική πλευρά στο σχέδιο Ανάν, ώστε να γίνει αποδεκτό γι’ αυτήν. Αξιοποιήθηκε, στη συνέχεια, η επιδιαιτησία Ανάν για να ικανοποιηθούν οι Τουρκικές απαιτήσεις.

Η απόρριψη του σχεδίου Ανάν το 2004 και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ολόκληρο το νόμιμο έδαφός της, περιλαμβανομένου δηλαδή και του κατεχομένου τμήματος του εδάφους της, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για την Κύπρο. Η διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, όπως είχε διατυπωθεί συγκεκριμένα στο σχέδιο Ανάν, απερρίφθη από τον λαό με συντριπτική πλειοψηφία. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε νέα διάσταση στη διεθνή υπόσταση της Κύπρου και την αναβάθμισε στρατηγικά.

Η νέα αυτή κατάσταση επέβαλε επιτακτικά τη στρατηγική αναπροσαρμογή του Κυπριακού. Οποιαδήποτε συζήτηση για την εσωτερική πτυχή, του προβλήματος, έπρεπε να έχει πλέον ως αναφορά το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Οποιαδήποτε συζήτηση για την εξωτερική πτυχή έπρεπε να έχει ως αναφορά την αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, που κατείχαν τώρα και Ευρωπαϊκό έδαφος. Γιατί δεν το έπραξε η Κύπρος; Το εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου απεδείχθη ανίκανο να χαράξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική υπό τις νέες ελπιδοφόρες συνθήκες. Άφησε ουσιαστικά ανεκμετάλλευτο το στρατηγικό πλεονέκτημα της εντάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επανεγκλωβίσθηκε στην προηγούμενη πολιτική των διακοινοτικών συνομιλιών, πάνω στην απαράδεκτη μάλιστα βάση της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που απέρριψε ο λαός με συντρι­πτική πλειοψηφία.

Στην εξέλιξη αυτή φέρει καταλυτικές ευθύνες το ΑΚΕΛ, που διέσπασε τη συμμαχία του «Μακαριακού» μετώπου και πήρε από το ΔΗΣΥ τη σημαία του ενδοτισμού, ανταγωνιζόμενο την παραδοσιακή εύνοια που είχε το ΔΗΣΥ από τον ξένο Δυτικό παράγοντα. Ο τελευταίος είδε στο ΑΚΕΛ τη δύναμη που θα μπορούσε να διεμβολίσει το πατριωτικό, αντιστασιακό μέτωπο που εξέφρασε κατά του σχεδίου Ανάν ο Τάσσος Παπαδόπουλος και να ανοίξει τον δρόμο για μια «λύση» τύπου σχεδίου Ανάν.

Αποτελεί τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι το ΑΚΕΛ, που υπήρξε, επί δεκαετίες, ο μπα­μπούλας ότι εάν αναγνωριζόταν πλήρως η κυριαρχία της Ελληνικής πλειοψηφίας στην Κύπρο, θα διέτρεχε αυτή κίνδυνο να γίνει Κούβα της Μεσογείου, αντιμετωπιζόταν τώρα με εξαιρετική ευμένεια και προσδοκία να φέρει, επιτέλους, την ποθητή «λύση».

Οι προσδοκίες αυτές, δυστυχώς, δεν διαψεύσθηκαν. Λίγο μετά την εκλογή του, τον Φεβρουάριο του 2008, ο Δημήτρης Χριστόφιας συναντήθηκε με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ταλάτ και υπέγραψε, τον Μάιο του 2008, κοινό ανακοινωθέν που προσδιόριζε τη βάση για τη «λύση» του Κυπριακού: διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα και «δύο ίσα» συνιστώντα κρά­τη. Για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για το είδος της υποτιθέμενης ομοσπονδίας, ο Ταλάτ διευκρίνισε αργότερα, στον Τουρκικό και στον Κυπριακό τύπο, ότι ο ίδιος συμφώνησε με τον Δημήτρη Χριστόφια για δύο «ίσα» συνιστώντα κράτη, που παραπέμπουν σε συνομοσπονδία. Για λόγους όμως «εποικοδομητικής ασάφειας», επειδή επισήμως δεν αποδέχεται η Ελληνική πλευρά τη συνομοσπονδία, αναφέρονται σε ομοσπονδία.

Το ΑΚΕΛ, για τη διαβουκόληση των οπαδών του και της κοινής γνώμης και για την επίδειξη διεθνιστικής δήθεν πολιτικής, προέβαλε θορυβωδώς την «προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους» ως βάση για τη «λύση» του Κυπριακού. Εφόσον όμως οι Τουρκοκυπριακές ηγεσίες είτε γιατί δεν θέλουν είτε γιατί δεν μπορούν να διαχωρίσουν τη θέση τους από την Άγκυρα, η πολιτική αυτή κατέληξε γρήγορα σε «προσέγγιση» με τον Αττίλα, με την αποδοχή αδιανοήτων παραχωρήσεων, που οδηγούν ντε φάκτο στην αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων της Τουρκικής εισβολής.

Η πολιτική και οικονομική αποτυχία του ΑΚΕΛ στη διακυβέρνηση επανέφερε στην εξουσία το απαξιωμένο από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν ΔΗΣΥ και τον Πρόεδρό του Νίκο Αναστασιάδη. Ο τελευταίος δε συνέχισε και επέτεινε, με τις Πενταμερείς, την πολιτική των υποχωρήσεων και διολισθήσεων. Φτάσαμε στο σημείο ο ίδιος ο Γ. Γραμματέας και οι εκπρόσωποί του να θέτουν υπό αμφισβήτηση την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία και τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το πράττουν όμως γιατί η ίδια η Ελληνική πλευρά έστρωσε το χαλί, με την αποδοχή της περιβόητης διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, και των δύο «ίσων» συνιστώντων κρατών, που παραπέμπουν σε συνομοσπονδία.

Η Ελληνική πλευρά έφτασε τώρα στην άκρη του γκρεμού, χειραγωγούμενη από τη Βρετανική διπλωματία, που ενεργεί με τους εγκαθέτους της στον ΟΗΕ. Αποτελεί εθνικό όνειδος να συνεχίζει η Κύπρος μια τέτοια αυτοκαταστροφική πορεία, τη στιγμή που έχει στο πλευρό της ισχυρούς στρατηγικούς συμμάχους και μπορεί να προτάξει μια άλλη πολιτική και στρατηγική. Για την πορεία αυτή δεν είναι όμως άμοιρη και η Ελληνική κυβέρνηση, που παραμένει απαθής όταν ο Ερντογάν επιχειρεί να θέσει υπό τον γεωπολιτικό του έλεγχο ολόκληρη την Κύπρο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ