Πρόδρομος Εμφιετζόγλου στο “Π”: Κιουτάχεια, 15 Ιουλίου 1921: Η κρίσιμη απόφαση
Του
ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΕΜΦΙΕΤΖΟΓΛΟΥ
Προέδρου ΔΣ Ομίλου Εταιρειών Μηχανικής
Η Στρατιά της Μικράς Ασίας, ύστερα από σκληρές μάχες (τέλη Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 1921), κατέλαβε την Κιουτάχεια και το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ), ελέγχοντας πλήρως τη σιδηροδρομική γραμμή Αφιόν – Κιουτάχεια – Δορύλαιον. Δεν κατάφερε όμως να κυκλώσει και να καταστρέψει τον τουρκικό στρατό του Κεμάλ, ο οποίος υποχώρησε στις οχυρωμένες θέσεις του, ανατολικά του Σαγγαρίου. Μάλιστα, σε μια καλά οργανωμένη αντεπίθεση οι Τούρκοι παραλίγο να ανακαταλάβουν το Δορύλαιο, σημάδι ότι διατηρούσαν ισχυρές δυνάμεις και σχετικά υψηλό ηθικό.
Μετά τους πανηγυρισμούς και τις δοξολογίες προέκυψε άμεσα το ερώτημα «τι δέον γενέσθαι», δεδομένου ότι ο Κεμάλ δεν υποχωρούσε από την αξίωσή του για πλήρη αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων… προ οιασδήποτε διαπραγμάτευσης και οι «σύμμαχοι» Γάλλοι και Ιταλοί είχαν ήδη στραφεί προς τον Κεμάλ, οι δε Άγγλοι θεωρητικά ήταν «υπέρ ημών» χωρίς όμως καμία στρατιωτική ή οικονομική συνδρομή, ούτε καν την εκπλήρωση των όρων παλαιότερου δανείου.
Έτσι αποφασίστηκε να γίνει στην Κιουτάχεια, τη 15η Ιουλίου, πολεμικό συμβούλιο για να ληφθεί η τελική απόφαση από κοινού, από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Στο συμβούλιο συμμετείχε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο οποίος και προέδρευε, ο πρωθυπουργός Γούναρης, ο υπουργός Στρατιωτικών Θεοτόκης, ο αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχης Πάλλης και ο υποστράτηγος Στρατηγός. Μετά τη γενική ενημέρωση ζητήθηκε η τελική γνώμη της Στρατιάς. Η θέση της ήταν υπέρ της προέλασης προς την Άγκυρα, με κύριο σκοπό την κύκλωση και καταστροφή του στρατού του Κεμάλ, την καταστροφή των εγκαταστάσεων στην Άγκυρα και της σιδηροδρομικής γραμμής. Υπήρχαν όμως πολλές προϋποθέσεις και πολλά «αν». Η ενίσχυση σε οχήματα, υλικό και μέσα αποτελούσε ένα τεράστιο πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί άμεσα, διότι ο χρόνος πίεζε, τόσο για να μην προφτάσει ο Κεμάλ την ενίσχυση των δυνάμεών του όσο και διότι θα έπρεπε να επιστρέψουν, πριν από τις βροχές και τον δριμύ χειμώνα, έγκαιρα στις υφιστάμενες θέσεις περί το Δορύλαιο. Η πρόταση προέβλεπε δύο στάδια. Το πρώτο προώθηση μέχρι τον Σαγγάριο και το δεύτερο διάβαση και προέλαση προς Άγκυρα. Το δεύτερο δε στάδιο συνδεόταν με τις «παρουσιαζόμενες μέχρι της εποχής συνθήκες», π.χ. κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής, μη κατεστραμμένες οδοί, αυτοκίνητα σε καλή κατάσταση κ.λπ., αλλιώς επιστροφή στο Δορύλαιο.
Τελικά η πρόταση της Στρατιάς ενεκρίθη ομοφώνως και άρχισαν οι προετοιμασίες με υπεράνθρωπες προσπάθειες, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι μεγάλες αποστάσεις μεταφοράς και οι αλλεπάλληλες μεταφορτώσεις από Αθήνα σε Σμύρνη – Πάνορμο – Προύσα – Δορύλαιο.
Πολλές φορές αναλογίστηκα, προβληματίστηκα και διερωτήθηκα αν μου επιτρέπεται τώρα, ύστερα από 100 χρόνια, να εκφράσω τις απόψεις μου σχετικά με την κρίσιμη αυτή απόφαση. Επισκέφθηκα την περιοχή για να έχω προσωπική γνώμη του εδάφους, των οχυρών θέσεων και να εκτιμήσω αυτήν την επιχείρηση, που ήταν πολύ πιο δύσκολη από την προέλαση του Ναπολέοντα στη Μόσχα. Κατέληξα ότι ίσως είναι χρήσιμο να ακουστούν οι σκέψεις μου, γιατί αυτή η απόφαση ήταν ιδιαίτερα σημαντική, έκρινε την Εκστρατεία στη Μικρά Ασία και οδήγησε στην καταστροφή.
Η όλη κατάσταση ήταν κρίσιμη και η απόφαση ακόμη κρισιμότερη. Και ο χρόνος πίεζε. Ας δούμε τις συνθήκες. Ο Ελληνικός Στρατός είχε νικήσει, αλλά είχε αρκετές απώλειες. Επιπλέον, ήδη πολεμούσε επί δεκαετία, ήταν κουρασμένος και ζητούσε απόλυση. Ο Γούναρης, μετά την απάντηση Κορζόν, ήξερε ότι μείναμε μόνοι και ήθελε μια καίρια νίκη. Ο Παπούλας ήταν διστακτικός, αλλά δεν μπορούσε και να διαφωνήσει. Το Επιτελείο πίστευε ότι μπορεί να κυκλώσει τους Τούρκους, παρά τις τεράστιες δυσκολίες του εγχειρήματος. Πίστευαν ότι ο Στρατός μας θα πολεμούσε με αυτοθυσία για τη νίκη που θα τελείωνε τον πόλεμο. Διερωτήθηκα πολλές φορές για τη στάση του βασιλέως Κωνσταντίνου. Την απάντηση δίνει το ιστορικό αφήγημα του αδελφού του Ανδρέα. Αφού δηλώνει ότι ο βασιλεύς ουδεμία ευθύνη φέρει, στη συνέχεια σημειώνει ότι ο βασιλεύς εξέτασε λεπτομερώς όλες τις στρατιωτικές κινήσεις και τις ενέκρινε.
(Η συνέχεια στο επόμενο φύλλο)
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ