Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο χωρίς θεατές – Η διεξαγωγή τους προβάλλει την Ελλάδα

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο χωρίς θεατές – Η διεξαγωγή τους προβάλλει την Ελλάδα


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Έπειτα από διαβουλεύσεις μεταξύ της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ), της Ολυμπιακής Επιτροπής της Ιαπωνίας και των Αρχών της πόλης του Τόκιο, αποφασίστηκε η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων (23 Ιουλίου – 8 Αυγούστου) οι οποίοι έπρεπε να είχαν τελεσθεί τον περασμένο χρόνο, αλλά είχαν αναβληθεί λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.

Εκείνο που θα τους διαφοροποιεί από όλες τις προηγούμενες Ολυμπιάδες είναι το γεγονός ότι θα διεξαχθούν χωρίς την παρουσία φίλαθλου κοινού! Οι λόγοι; Ασφαλώς η αποφυγή συνωστισμών, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μετάδοση της νόσου και όχι μόνο στους κατοίκους της ιαπωνικής πρωτεύουσας. Προφανώς συνετέλεσε και το ενδεχόμενο ότι μια περαιτέρω αναβολή θα απογοήτευε τους αθλητές που προετοιμάζονται πυρετωδώς από καιρό, ενώ για πολλούς ίσως να αποτελεί την τελευταία ευκαιρία συμμετοχής.

Πιθανόν, επίσης, να ελήφθησαν υ­πόψη αιτήματα και πιέσεις από διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα, που αναμένουν να αποκομίσουν σχετικά οικονομικά οφέλη από την αναμετάδοση των αγώνων και τις σχετικές διαφημίσεις. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες γεννήθηκαν, ως γνωστόν, στην Αρχαία Ελλάδα και διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Ολυμπία. Καταργήθηκαν, ύστερα από 1.200 και πλέον χρόνια συνεχούς διεξαγωγής, το 394 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) Θεοδόσιο, επειδή τους συνέδεαν με την πολυθεϊστική ελληνική αρχαιότητα. Αναβίωσαν το 1896 με πρωτοβουλία του γάλλου αρχαιολάτρη Πιέρ ντε Κουμπερτέν, ο οποίος λίγα χρόνια πριν είχε συγκαλέσει στη Σορβόννη μια ομάδα από εκπροσώπους 14 χωρών, οι οποίοι εισηγήθηκαν την αναβίωση των Αγώνων.

Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξήχθησαν, ως γνωστόν, στην Αθήνα, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, το οποίο κατασκευάστηκε με δωρεές Ελλήνων και ομογενών, με κύριο δωρητή τον μεγάλο εθνικό ευεργέτη από το Μέτσοβο Γεώργιο Αβέρωφ, τον οποίο είχε επισκεφθεί και πείσει για τη μεγάλη σημασία της αναβίωσης των αγώνων για την Ελλάδα ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ποιητής και λογοτέχνης από τη Σύρο, Δημήτρης Βικέλας. Καινοτομία των σύγχρονων Ολυμπιάδων αποτελεί το γεγονός της μη μόνιμης έδρας διεξαγωγής, αλλά της συνεχούς εναλλαγής, που αποφασίζεται από τη ΔΟΕ, η οποία εξετάζει τις υποψηφιότητες κά­θε πόλης.

Η αφή της φλόγας στην Ολυμπία και η μεταφορά της στη επιλεγείσα πόλη σε εύλογο χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη των αγώνων αποφασίσθηκε μόλις το 1936, για την Ολυμπιάδα του Μονάχου. Βέβαια, σε πολλές σύγχρονες Ολυμπιάδες δεν τηρήθηκε το ολυμπιακό πνεύμα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, το 1980, δεν συμμετείχαν οι Η­νωμένες Πολιτείες της Αμερικής, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία. Οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού –πλην της Ρουμανίας του Τσαουσέσκου– α­νταπέδωσαν, με την αποχή τους από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, το 1984.

Οι τελευταίοι συνοδεύτηκαν και από ένα γεγονός που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία των Ολυ­μπιακών Αγώνων. Και δεν ήταν άλλο από την εμπορευματοποίηση της μεταφοράς της ολυμπιακής φλόγας, που πρόσκαιρα επηρέασε δυσμενώς και τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Η Ολυμπιακή Επιτροπή της πόλης του Λος Άντζελες, με το πρόσχημα ότι ήθελε να διέλθει η ολυμπιακή φλόγα από όλες τις ομόσπονδες πολιτείες των ΗΠΑ, ζήτησε την αφή και παράδοσή της πολύ νωρίτερα από τον καθιερωμένο χρόνο. Όταν ικανοποιήθηκε, εν μέρει, το αίτημά τους, ανήγγειλαν το πρόγραμμα μεταφοράς της ολυμπιακής φλόγας (torch relay programme), που παρείχε τη δυνατότητα μεταφοράς σε όποιον το επιθυμούσε και ανεξαρτήτως ηλικίας, έναντι καταβολής συγκεκριμένου ποσού!

Η δημοσιοποίηση του προγράμματος, που σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, προκάλεσε την άμεση αντίδραση του τότε δημάρχου της Αρχαίας Ολυμπίας, ο οποίος απείλησε να μην επιτρέψει την αφή και τη παράδοσή της αν οι οργανωτές της Ολυμπιάδας δεν προέβαιναν στην άμεση ακύρωση του προγράμματος. Το θέμα έλαβε μεγάλες διαστάσεις και στον αμερικανικό Τύπο και ορισμένα δημοσιεύματα απέδιδαν το γεγονός στον αντιαμερικανισμό που, όπως έγραφαν, διέκρινε τότε την ελληνική κοινωνία και αγνόησαν ότι η αντίδραση του δημάρχου της Αρχαίας Ολυμπίας δεν πήγαζε από αντιαμερικανισμό αλλά είχε ευγενή κίνητρα: Τη διαφύλαξη και τον σεβασμό σύμβολων και αξιών και την άρνηση ότι όλα μπορεί να αγοράζονται και να πωλούνται.

Το θέμα λύθηκε έπειτα από επέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή και του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ μετέβη στο Σαν Φρανσίσκο η τότε υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, η οποία με το γνωστό εκρηκτικό ταμπεραμέντο της ανήγγειλε ότι η παράδοση της φλόγας ήταν δεδομένη. Η συμβιβαστική λύση ήταν η άμεση διακοπή του προγράμματος μεταφοράς της, αλλά με αποδοχή όσων είχαν συμφωνηθεί στο μεταξύ.

Με αφορμή το επεισόδιο εμπορευματοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων και τα μποϊκοτάζ των δύο Ολυμπιάδων, Μόσχας και Λος Άντζελες, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής συνέλαβε την ιδέα για μόνιμη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Τα μηνύματα όμως από τις σχετικές βολιδοσκοπήσεις πολιτικών και αθλητικών παραγόντων διαφόρων χωρών ήταν αρνητικά. Ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής Νικόλαος Φιλάρετος, σε σχετική συνομιλία μας, μου έλεγε ότι είχε εκφράσει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τους ενδοιασμούς του για δύο βασικά λόγους:

Πρώτον, γιατί κάθε μεγάλη πόλη φιλοδοξεί να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και, δεύτερον –και κυριότερο–, γιατί η εναλλαγή συνδέεται με την εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής, όπως στάδια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι κ.ά., που ενδιαφέρουν και εμπλέκουν πολλές εθνικές και πολυεθνικές κατασκευαστικές εταιρείες. Τελικά, επίσημη πρόταση δεν υποβλήθηκε ποτέ. Η ιδέα ήταν πολύ καλή, αλλά ουτοπική.

Οι επικείμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο θα μοιάζουν περισσότερο με προπόνηση παρά με αθλητική γιορτή. Ας ελπίσουμε ότι οι πολυμήχανοι Ιάπωνες θα σοφιστούν κάτι που θα αναπληρώσει τη ζωντάνια και τη λαμπρότητά τους. Ω­στόσο, η διεξαγωγή τους με ή χωρίς φιλάθλους θα ωφελήσει την Ελλάδα. Και αυτό διότι υπενθυμίζουν στο παγκόσμιο κοινό το κλέος της Αρχαίας Ελλάδας, το πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων, που τόσο παραστατικά εξέφρασε ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς στον ύμ­νο που γράφτηκε για τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες των Αθηνών και μελοποίησε ο κερκυραίος μουσικός Σπύρος Σαμάρας και από το 1958 είναι ο μόνιμος ολυμπιακός ύμνος: «Αρχαίο πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα, του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού, κατέβα κι άστραψε εδώ πέρα στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού…».

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ