Προγραμματικές θέσεις ΣΥΡΙΖΑ – Απολογητής και απολογούμενος – Του Ν. Στραβελάκη

Προγραμματικές θέσεις ΣΥΡΙΖΑ – Απολογητής και απολογούμενος – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Η Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ τελείωσε. Από την πλευρά της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, όσοι περίμεναν ότι θα έβγαιναν μαχαίρια απογοητεύτηκαν. Από την πλευρά της Αριστεράς, όσοι περίμεναν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένας ζωντανός οργανισμός με αριστερά έστω αντανακλαστικά απογοητεύτηκαν επίσης.

Οι μόνοι που φαίνεται πως έμειναν ικανοποιημένοι είναι τα στελέχη των πολιτικών ομάδων που υπάρχουν στο κόμμα, είτε βρίσκονται κοντά στην ηγεσία είτε την αντιπολιτεύονται. Θεωρούν ότι μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν ό,τι έκαναν μέχρι χθες, χωρίς να επηρεάζονται από τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης. Το τελευταίο είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα κατά τη γνώμη μου, ότι δηλαδή η πολιτική του κόμματος υποτάσσεται στις ισορροπίες των ομάδων, χάνοντας την όποια δυνατότητα να αναδείξει κάποιο πολιτικό επίδικο. Αυτό φαίνεται από το κείμενο των προγραμματικών θέσεων, στο οποίο θα σταθώ για να υποστηρίξω το επιχείρημά μου.

Το κείμενο των θέσεων ξεκινά με μια εκτενή αναφορά στην κρίση που ζούμε από το 2008 και μετά. Οι παράγραφοι 1.1 – 1.5 περιλαμβάνουν ατυχείς αναφορές, όπως η υποτιθέμενη «σύγκλιση των οικονομιών» τα τελευταία 30 χρόνια, κάτι που αρνούνται (από το 1988, βρε παιδιά) ακόμη και νεοκλασικοί οικονομολόγοι, όπως ο νομπελίστας οικονομολόγος του Σικάγο Ρόμπερτ Λούκας. Περιλαμβάνουν βέβαια και σωστές επισημάνσεις για τον ρόλο της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στην ένταση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Όμως το σημαντικό κατά τη γνώμη μου είναι ότι από την αρχή οι «θέσεις» χαρακτηρίζουν την κρίση ως «κρίση του νεοφιλελευθερισμού» και όχι ως «καπιταλιστική κρίση». Αυτό σημαίνει ότι αν ξεφορτωθούμε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, θα ξεφορτωθούμε και την κρίση. Είναι μια λογική που θέλει να αποσιωπήσει τη σημασία των τεράστιων κοινωνικών/ταξικών συγκρούσεων, συγκρούσεων συμφερόντων καπιταλιστικών επιχειρήσεων και κρατών στην κατά καιρούς εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε ανταγωνισμούς χαρακτηρίζει και την ανάλυση της ελληνικής οικονομίας (παράγραφοι 1.5 – 1.7) στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού. Η λογική του κειμένου είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η ελληνική οικονομία περιορίσθηκε σε εσωστρεφείς δραστηριότητες, όπως, π.χ., οι κατασκευές, τα logistics ή οι τράπεζες, λόγω λανθασμένων επιλογών. Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ηττήθηκε στη μάχη του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της κρίσης του 1970 και αυτό εντάθηκε από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της εισόδου στο ευρώ. Κατέφυγε στους προαναφερθέντες κλάδους όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη, ώστε να συντηρήσει την όποια κερδοφορία του. Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση απουσιάζει και ως λέξη από αυτήν την ενότητα του κειμένου – για την ακρίβεια, πρωτοεμφανίζεται στην πέμπτη ενότητα των θέσεων, σε ένα ευχολόγιο για «την Ευρώπη που έχουμε ανάγκη». Αναφέρονται μόνο τα Μνημόνια, τα οποία ενέτειναν την κρίση, εκτός από το τρίτο Μνημόνιο, φυσικά, το οποίο εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το τελευταίο άνοιξε, υποτίθεται, τον δρόμο για την έξοδο από την κρίση και τη βιώσιμη μεγέθυνση, βασισμένη στις εξαγωγές. Διέφυγε μάλλον από τους συντάκτες του κειμένου ότι το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας έγινε ελλειμματικό με το που εμφανίσθηκαν κάποιοι αναιμικοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης και αυτό ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία των Μνημονίων.

Συνολικά ο απολογισμός (ενότητα 1) είναι το σημαντικότερο κομμάτι των θέσεων. Από τη μια προσπαθεί, μέσα από μια αριστερή φρασεολογία, να συντηρήσει την ανάμνηση ενός αριστερού κόμματος και παράλληλα απολογείται για την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά είναι και τα δύο στοιχεία που τονίζει η αντιπολίτευση της ομάδας-«ομπρέλα» στην κριτική της προς την ηγεσία του κόμματος και τη λεγόμενη «προεδρική» ομάδα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι προγραμματικές θέσεις δεν περιγράφουν μια σοσιαλδημοκρατική στροφή. Ο λόγος είναι ότι με την έντεχνη απομάκρυνση της σημασίας τόσο των ταξικών όσο και των επιχειρηματικών ανταγωνισμών από την ανάλυση της ασκούμενης πολιτικής αυτό που μένει είναι μια οικονομική πολιτική «για το κοινό καλό», όπως επιχειρηματολογεί και ο νεοκλασικός νομπελίστας οικονομολόγος Ζαν Τιρόλ. Η λογική είναι ότι το κράτος παρεμβαίνει για να διορθώσει τις αποτυχίες αγοράς στους τομείς της εισοδηματικής ανισότητας, της περιβαλλοντολογικής καταστροφής και της αναιμικής μεγέθυνσης. Είναι μια πολιτική που αποδέχονται (και μάλιστα έμπρακτα), σε διάφορες εκδοχές της, από τον Πρόεδρο Μπάιντεν μέχρι του Γερμανούς «Πράσινους» και τμήματα του SPD. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα η προτεινόμενη πολιτική υστερεί έναντι των προαναφερθέντων. Έχει τον χαρακτήρα ευχολογίου, αφού από τη συζήτηση απουσιάζουν ακόμα και αναφορές στα δημοσιονομικά πλεονάσματα, που έχει δεσμευθεί να φέρει η χώρα και που θα επανέλθουν μετά το τέλος της πανδημίας αλλά και στο δημόσιο χρέος, που βρίσκεται στο 220% του ΑΕΠ. Απέναντι στα ζητήματα αυτά δεν στέκεται κανένα μέρος του προγράμματος ούτε καν η πέμπτη ενότητα, που αφορά την ΕΕ, που επίσης έχει χαρακτήρα ευχολογίου.

Δεν θα αναφερθώ στην έκτη ενότητα, που αφορά τα γεωπολιτικά και την εξωτερική πολιτική, γιατί χρήζει ειδικής αναφοράς. Από τις πέντε ενότητες των προγραμματικών θέσεων, στις οποίες σταθήκαμε, ακροθιγώς προκύπτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ολοκληρώσει τη σοσιαλδημοκρατική του στροφή και αυτό που μένει είναι τα προσχήματα. Η διατήρηση των προσχημάτων όμως δίνει έναν απολογητικό τόνο στον λόγο του, που σίγουρα δεν βοηθά την κυβερνητική επάνοδο που επιδιώκει. Αντίστοιχα, η προσπάθεια να χωρέσει ένα σύνολο προτάσεων κοινωνικής πολιτικής στον κορσέ των επιχειρηματικών συμφερόντων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον εμποδίζει να παραδεχθεί ότι ακόμα και αυτές οι ρεφορμιστικές πολιτικές απαιτούν συγκρούσεις. Η αποσιώπηση των συγκρούσεων από απολογούμενο τον κάνει και απολογητή του συστήματος.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ