Ο παράγοντας «χρόνος» και η πολιτική ωριμότητα, αποφασιστικοί συντελεστές για την ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας

Ο παράγοντας «χρόνος» και η πολιτική ωριμότητα, αποφασιστικοί συντελεστές για την ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ


Η διεξαγωγή του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου, στο οποίο συμμετείχε και η Βόρεια Μακεδονία, αναζωπύρωσε τις συζητήσεις και τις αντιδράσεις για την ορθή χρήση της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας, όπως αυτή καθιερώθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αιτία και αφορμή αποτέλεσε η αναγραφή της λέξης «Μακεδονία» στις φανέλες των παικτών της Εθνικής τους ομάδας, αντί του ορθού όρου «Βόρεια Μακεδονία».

Οι ευθύνες για την παραποίηση –σίγουρα σκόπιμη– βαρύνουν εξίσου τη διοργανώτρια UEFA, την ομοσπονδία ποδοσφαίρου της συμμετέχουσας χώρας και τους κυβερνητικούς υπεύθυνους φορείς της. Οι δίκαιες αντιδράσεις από ελληνικής πλευράς, από το υπουργείο Εξωτερικών και τον υφυπουργό Αθλητισμού, ήταν οι αρμόζουσες και στο ύψος των περιστάσεων. Ασφαλώς δεν έλειψαν και οι ακραίες θέσεις, με επανάληψη των γνωστών αιτιάσεων και επικρίσεων κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, χωρίς όμως να ζητάνε και την ακύρωσή της. Η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», όπως τελικά διαμορφώθηκε με τη Συμφωνία των Πρεσπών, ήταν αποτέλεσμα εκατέρωθεν υποχωρήσεων, υπό την πίεση και εξωτερικών παραγόντων για συμβιβαστική λύση. Οι αρνητικές θέσεις της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης και άλλων μικρότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων πήγαζαν περισσότερο από αντιπολιτευτικούς λόγους. Έλειπαν τα πειστικά επιχειρήματα για τη διαιώνιση της εκκρεμότητας και την εύρεση ονομασίας κοινά αποδεκτής, όπως προέβλεπε η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995. Κυρίως δε για το αν η Ελλάδα θα μπορούσε να επιβάλει τις δικές της αποκλειστικά προτάσεις.

Το λεγόμενο «Μακεδονικό» (ακριβέστερα ψευδο-Μακεδονικό) χρήζει προσεκτικότερης προσέγγισης και ανάλυσης. Ο σφετερισμός και η χρήση των ονομασιών «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» δικαίως προκαλούν την αγανάκτηση και τις α­ντιδράσεις του ελληνικού λαού. Ωστόσο οι συναισθηματικές μόνο αντιδράσεις βλάπτουν, παρά ωφελούν. Η σωστή προσέγγιση για την εύρεση κοινά αποδεκτής λύσης απαιτούσε να ληφθεί υπόψη και η πραγματικότητα, όπως και οι συνθήκες που συντέλεσαν στη δημιουργία του προβλήματος της ονομασίας και της εθνικής καταγωγής των σλαβόφωνων γειτόνων μας.

Το αποκαλούμενο «μακεδονικό πρόβλημα» εμφανίζεται ιστορικά –σε εμβρυώδη και ασαφή μορφή– στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, όταν οι υποτελείς ακόμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βαλκανικοί λαοί επιζητούν την απεξάρτησή τους από τον Σουλτάνο και την απόκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας. Η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας για ορισμένες ομάδες των Νοτίων Βαλκανίων γίνεται εντονότερη με την αναγνώριση του Βουλγαρικού Εξαρχάτου (1870) από τον Σουλτάνο. Πραγματική όμως εθνογένεση ή «ληξιαρχική πράξη γεννήσεως» των λεγόμενων «Μακεδόνων» αποτελεί η δημιουργία από τον Τίτο, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του κράτους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ), στην οποία μετέχει και η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΟΔΜ). Ο Τίτο, Κροάτης στην καταγωγή, έχει κάθε συμφέρον να ονοματίσει τους κατοίκους της «Μακεδόνες», αντί Σέρβους ή Βουλγάρους, που αντίστοιχα ανήκαν και αισθάνονταν. Επί εποχής Τίτο και στη συνέχεια οι όροι «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» μπαίνουν στα μαθητικά βιβλία και στην ιστορία τους, με τα οποία γαλουχήθηκε σειρά γενεών.

Οι τότε ελληνικές κυβερνήσεις α­ντιδρούσαν περισσότερο ακαδημαϊκά, προφανώς επειδή ήθελαν να αποφύγουν μια αντιπαράθεση με την ισχυρή πολιτικά Γιουγκοσλαβία του Τίτο αλλά και γιατί η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Μακεδονίας στερούνταν διεθνούς προσωπικότητας και αναγνώρισης. Πραγματική, όμως, «ληξιαρχική πράξη γέννησης» της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» αποτελεί η ανακήρυξη από τον Κίρο Γκλιγκόροφ της απόσπασης από την πρώην Γιουγκοσλαβία και της ανεξαρτησίας της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας συνοδεύτηκε από εθνικιστικές εξάρσεις, με ιστορικές παραχαράξεις συμβόλων και ιστορικών αληθειών. Αυτό προκάλεσε την οργή της τότε ελληνικής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, που αποφάσισε το κλείσιμο των ελληνικών συνόρων με τα Σκόπια, γεγονός που προκάλεσε έντονες ανησυχίες για την ασφάλεια και τις πιθανές γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων.

Με την ενεργή παρέμβαση των ΗΠΑ και του υφυπουργού Εξωτερικών Χόλμπρουκ υπογράφεται η Ενδιάμεση Συμφωνία (Interim Accord), με την οποία καταργείται η μέχρι τότε ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και εισάγεται η προσωρινή ονομασία ΠΓΔΜ (FYROM). Τα δύο μέρη αναλαμβάνουν να διαπραγματευθούν τη θέσπιση νέας ονομασίας, αμοιβαίως αποδεκτής. Δέκα και πλέον χρόνια συνομιλιών μέσω διπλωματικών αντιπροσώπων, με την παρουσία ειδικού εκπροσώπου του ΓΓ των ΗΕ, δεν απέδωσαν τίποτα. Στο μεταξύ, 140 περίπου κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών είχαν αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων με τη συνταγματική του ονομασία («Δημοκρατία της Μακεδονίας»), μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και οι ΗΠΑ, με απόφαση του προσφάτως τότε επανεκλεγέντος στη Προεδρία Τζορτζ Μπους Τζούνιορ.

Η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», που συμφωνήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με υπουργό Εξωτερικών τον Νίκο Κοτζιά, ήταν αποτέλεσμα γενικότερων εκτιμήσεων, που έλαβαν υπόψη τους τις ιστορικές διαστάσεις του θέματος της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας, τις σημερινές παγκόσμιες και περιφερειακές πραγματικότητες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας μας. Εναπόκειται και στους βόρειους γείτονές μας να αντιληφθούν ότι η πλύση εγκεφάλου που υπέστησαν επί δεκαετίες για δήθεν «μακεδονική» εθνότητα και ιστορικές παραχαράξεις δεν συνάδει με την ορθή αντίληψη και ερμηνεία της Ιστορίας και της δημοκρατίας. Και το στοιχείο αυτό είναι σημα­ντικό για τη δική τους επιβίωση εντός της ευρωπαϊκής οικογένειας, απαλλαγμένοι από ολοκληρωτικές αγκυλώσεις του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος τους.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: gr.euronews.com


Σχολιάστε εδώ