Ελίζα Βόζεμπεργκ στο “Π”: Βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια του Ελληνισμού το Δημογραφικό
Της
ΕΛΙΖΑΣ ΒΟΖΕΜΠΕΡΓΚ
Ευρωβουλευτού της Νέας Δημοκρατίας
Το 2011, για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι θάνατοι στην πατρίδα μας σε ετήσια βάση ήταν περισσότεροι από τις γεννήσεις, μια τάση που συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια της κρίσης.
Η οικονομική αβεβαιότητα, η εργασιακή ανασφάλεια, το υψηλό κόστος ζωής και η δυσκολία εναρμόνισης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής κατέστησαν την υπογεννητικότητα υπ’ αριθμόν «1» εθνικό κίνδυνο, που τείνει να εξελιχθεί σε βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του Ελληνισμού.
Ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη, δοθέντος ότι έχει πέσει στα 1,34 παιδιά ανά γυναίκα, όταν το όριο διατηρησιμότητας του πληθυσμού είναι τα 2,1 παιδιά.
Ο ελληνικός πληθυσμός βαίνει συνεχώς μειούμενος και με τους σημερινούς ρυθμούς από 10,7 εκατομμύρια που ήταν το 2019 αναμένεται να μειωθεί σε 8,5 εκατομμύρια το 2060, όταν ο πληθυσμός της γειτονικής Τουρκίας υπολογίζεται ότι θα έχει αυξηθεί στα 95 εκατομμύρια.
Όμως, εκτός από τη δραματική μείωση του πληθυσμού, θα μεταβληθεί σημαντικά και η ηλικιακή του δομή, αφού σταδιακά θα καταστούμε κοινωνία γερόντων, με καταλυτική επίδραση σε κρίσιμους τομείς, όπως η εθνική ασφάλεια, το σύστημα υγείας και το ασφαλιστικό.
Μέχρι το 2060 υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός 20 – 64 ετών θα έχει συρρικνωθεί κατά 35% και οι Έλληνες άνω των 65 ετών θα αποτελούν περίπου το 40% του συνολικού πληθυσμού.
Είναι προφανές ότι κανένα οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να συντηρήσει τους πολίτες του, όταν ένα τόσο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού αποτελείται από ηλικιωμένους και συνταξιούχους, καθώς οι εισφορές των εργαζομένων μειώνονται, ενώ οι συνταξιοδοτικές ανάγκες και οι ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης συνεχώς αυξάνονται.
Περαιτέρω, η απώλεια της νεανικότητας του πληθυσμού οδηγεί σταδιακά σε εξασθένηση του οικονομικού δυναμισμού και σε πτώση της δημιουργικότητας και της καινοτομίας, επηρεάζοντας αρνητικά την πραγματική οικονομία και το ΑΕΠ.
Το δημογραφικό πρόβλημα απασχολεί ολόκληρο τον Δυτικό Κόσμο και κυρίως την Ευρώπη, η οποία από το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού κατά τον περασμένο αιώνα εκτιμάται ότι θα αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 4% μέχρι το 2070, καθώς στην Ασία και στην Αφρική η πληθυσμιακή τάση ακολουθεί την ακριβώς αντίθετη πορεία.
Όμως το ζητούμενο δεν είναι να διαπιστώνουμε την ύπαρξη του προβλήματος για να προβληματιστούμε, αλλά να αναλαμβάνουμε δράση για την αντιμετώπισή του.
Η ΝΔ, αντιλαμβανόμενη την κρισιμότητα του Δημογραφικού, είχε θέσει ως βασική της προτεραιότητα τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας και η κυβέρνηση Μητσοτάκη αμέσως μετά την εκλογή της έλαβε την πρώτη σειρά μέτρων, όπως το επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται, την υπαγωγή όλων των βρεφικών ειδών σε χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ, το πρόσθετο αφορολόγητο 1.000 ευρώ για κάθε παιδί και το μηνιαίο κουπόνι 180 ευρώ για κάθε οικογένεια που το παιδί της δεν θα βρίσκει θέση σε δημοτικό παιδικό σταθμό.
Τα μέτρα στήριξης της οικογένειας συνεχίστηκαν στο πρόσφατο Εργασιακό, με την άδεια πατρότητας μετ’ αποδοχών, τη γονική άδεια τεσσάρων μηνών και για τους δύο γονείς, με πληρωμή από τον ΟΑΕΔ, την άδεια υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στον ιδιωτικό τομέα και τις ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας και για τους δύο γονείς παιδιών έως 12 ετών.
Μετά τη δύσκολη περίοδο που βιώσαμε εξαιτίας της πρωτόγνωρης κρίσης της πανδημίας, το επόμενο μεγάλο στοίχημα με στόχο την αντιστροφή του brain drain και τη στήριξη του θεσμού της οικογένειας είναι η δημιουργία πολλών, νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, που θα βοηθήσουν τους νέους να μείνουν στην Ελλάδα και να κάνουν οικογένεια.
Η κυβέρνηση έχει ήδη κάνει σοβαρά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, με τη μείωση φορολογίας επιχειρήσεων, τη μείωση ασφαλιστικών εισφορών, την απλοποίηση αδειοδότησης επιχειρήσεων, τη μείωση της γραφειοκρατίας, τα άλματα στην ψηφιοποίηση, το ξεμπλοκάρισμα ήδη υπαρχουσών επενδύσεων, την εκκίνηση μεγάλων έργων και τις διεθνείς επαφές για προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Οι εκτιμήσεις της ΕΕ και των οίκων αξιολόγησης συγκλίνουν στο ότι φέτος η ελληνική οικονομία, μετά την περιπέτεια της πανδημίας, θα επιστρέψει σε ανάπτυξη άνω του 4%, κινούμενη στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, όμως για το 2022 οι αντίστοιχες προβλέψεις είναι εξαιρετικά αισιόδοξες, αφού ανεβάζουν τον πήχη για την Ελλάδα στο 6%, πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των πόρων του πακέτου ανάκαμψης μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία δεκάδων χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας, που αποτελεί το πρώτο μεγάλο βήμα για τη στήριξη της οικογένειας και την ανάσχεση της δημογραφικής απειλής.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ