Δημήτρης Κωνσταντόπουλος στο “Π”: Αλλαγές στα εργασιακά δίχως πνεύμα προόδου
Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Βουλευτή Κινήματος Αλλαγής & Υπεύθυνου Τομέα Πολιτισμού και Αθλητισμού
Η εργασία στο πέρασμα των αιώνων βρίσκεται σε έναν διαρκή μετασχηματισμό. Οι ανακαλύψεις και η τεχνολογική πρόοδος συνέβαλαν τόσο στη μείωση του χρόνου της εργασίας όσο και του κόπου που απαιτείται από τον άνθρωπο.
Τις τελευταίες, μάλιστα, δεκαετίες οι ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση, είναι η βάση μιας ριζικής αλλαγής στην παραγωγική διαδικασία και κατ’ επέκταση στη διάθεση των προϊόντων και των υπηρεσιών. Αυτό που αποκαλούμε σήμερα 4η Βιομηχανική Επανάσταση αναμένεται σε λίγα χρόνια να αλλάξει δραματικά κάθε πτυχή του κοινωνικού και οικονομικού βίου. Το είδαμε στην πανδημία, η τηλεργασία τέθηκε ως απαιτούμενο μέτρο για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, αλλά σήμερα βλέπουμε τους γίγαντες της ψηφιακής οικονομίας να θεωρούν την εφαρμογή της ως μια απαραίτητη πρόοδο.
Τα αιτήματα για ίσες ευκαιρίες για όλους στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας, για την καταπολέμηση της ανεργίας, των διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού, για ποιοτικές θέσεις και συνθήκες εργασίας, για έντιμη διευθέτηση μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας, για καλύτερη εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση αλλά και για ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής τίθενται τα τελευταία χρόνια από την πλευρά των εργαζομένων όλο και πιο έντονα σε παγκόσμιο επίπεδο. Και αυτό γιατί την ίδια περίοδο η κρίση δημιούργησε το υπόβαθρο για να επικρατήσει η νεοφιλελεύθερη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας ανάγεται σε κυρίαρχη αξία, σε βάρος των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Στην ελληνική περίπτωση αυτή η αντίληψη έγινε κεντρικό αφήγημα της «τρόικας» («θεσμών»). Στα χρόνια της κρίσης επιβλήθηκαν πολιτικές που αποδυνάμωσαν τον θεσμό της πλήρους και σταθερής απασχόλησης, σε όφελος των ευέλικτων μορφών εργασίας. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έδωσαν τη θέση τους στις ατομικές συμβάσεις, ενώ ο καθορισμός του κατώτατου μισθού ως κεντρική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων καταπατήθηκε και οι μισθοί κατέρρευσαν, αλλάζοντας άρδην το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται την τελευταία δεκαετία μεταξύ του 16% – 26%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού αυξάνεται συνεχώς μετά την πανδημία. Όμως, οι αριθμοί είναι η μία όψη του θέματος.
Η άλλη όψη του εργασιακού σχετίζεται με τις ποιοτικές μεταβολές στις εργασιακές σχέσεις, με κυριότερη εξ αυτών τη συναντίληψη της κοινωνίας ότι το πτυχίο δεν εξασφαλίζει εργασία. Στην πραγματικότητα, η κρίση αποδόμησε την κεντρική προσπάθεια μιας ολόκληρης γενιάς να επενδύσει στη μόρφωση των παιδιών της, προσδοκώντας οικονομική και κοινωνική κινητικότητα. Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ότι η τεχνολογική πρόοδος και η πρόοδος της επιστήμης δεν επιδρούν θετικά στην εργασία. Ο κόσμος της εργασίας δεν αποκομίζει τα πολλά οφέλη. Αντιθέτως, αντί να εργάζεται λιγότερο, εργάζεται περισσότερο. Αντί να αισθάνεται ασφάλεια, αισθάνεται ανασφάλεια λόγω των ρευστών εργασιακών σχέσεων. Αντί να προοδεύει, μένει στάσιμος, όπως οι μισθοί και οι ευκαιρίες.
Το νέο πλαίσιο που έφερε πρόσφατα η κυβέρνηση στα εργασιακά επί της ουσίας δεν αντιμετωπίζει κανένα από αυτά τα ζητήματα, ούτε και τις νέες προκλήσεις λόγω της ψηφιακής οικονομίας και της δημογραφικής γήρανσης. Όσο αντιμετωπίζουμε την εργασία με τη λογική περασμένων εργασιών, το μόνο που θα καταφέρνουμε θα είναι να διώχνουμε τις νέες γενιές Ελλήνων στο εξωτερικό, παγιώνοντας την κατάσταση του brain drain. Υπάρχουν πολλά πετυχημένα παραδείγματα, όπως αυτό της Ισλανδίας, που υλοποίησε ένα πιλοτικό πρόγραμμα 4ημερης εργασίας με τις ίδιες οικονομικές απολαβές, μια πρόταση στην οποία κατέληξαν ύστερα από πραγματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Αιτιολογικό πλαίσιο αυτής της μεταρρύθμισης η αύξηση της παραγωγικότητας, η βελτίωση της ψυχικής υγείας των εργαζομένων και η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Από την ξένη αρθρογραφία βλέπουμε ότι ο ιδιωτικός τομέας δείχνει έτοιμος να ακούσει το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας, καθώς μια σειρά μεγάλων εταιρειών ανά τον κόσμο εφαρμόζει ήδη πιλοτικά προγράμματα τετραήμερης εργασίας, ενώ πολλές είναι και οι χώρες που συζητούν την καθιέρωσή της.
Χρειάζεται να προβληματιστούμε από το γεγονός ότι η Γερμανία, η ισχυρή του Βορρά, είναι η χώρα στην οποία οι εργαζόμενοι δουλεύουν λιγότερο κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση. Ο μέσος όρος ωρών εργασίας στην Ελλάδα ετησίως (1.728), πάνω και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (1.513), δείχνει ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που έχει παρέλθει. Μπροστά σε αυτούς τους προβληματισμούς, χρειάζεται να εργαστούμε συλλογικά για να ανοικοδομήσουμε την ελληνική αγορά εργασίας, με όρους προόδου, προς το συμφέρον των εργαζομένων αλλά και της ίδιας της χώρας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ