Θοδωρής Δρίτσας στο “Π”: Συμφωνία Πρεσπών = ειρηνική συν-ανάπτυξη των Βαλκανίων
Του
ΘΟΔΩΡΗ ΔΡΙΤΣΑ
Βουλευτή Α’ Πειραιά & Νήσων,
Τομεάρχη Εθνικής Άμυνας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία
Την ώρα που γράφω αυτό το άρθρο, ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται στη Βόρεια Μακεδονία για να συμμετάσχει στο Φόρουμ Διαλόγου των Πρεσπών. Ελπίζουμε και περιμένουμε ότι και αυτή η πρωτοβουλία θα στείλει θετικά και σημαντικά μηνύματα.
Η Συμφωνία των Πρεσπών πρέπει να στεριώσει, να μην αμφισβητείται από κανέναν και να ανοίξει τον δρόμο για την ειρηνική συνεργασία και τη συν-ανάπτυξη των βαλκανικών χωρών. Όποια δυσκολία, πρέπει να ξεπερνιέται με αμοιβαιότητα και συνεννόηση. Η Ελλάδα, ο ελληνικός λαός, η ελληνική οικονομία, η ελληνική ιστορία και ο ελληνικός πολιτισμός δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα από αυτήν την ιστορική Συμφωνία.
Κι όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν φαίνεται να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Υπό την ομηρία του Αντώνη Σαμαρά και άλλων φανατικών υπερπατριωτών, αναβάλλει διαρκώς την επικύρωση από την Ελληνική Βουλή των τριών Πρωτοκόλλων Εφαρμογής της Συμφωνίας. Μετά, μάλιστα, τις προφανείς παρασπονδίες της άλλης πλευράς στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, μοιάζει να βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε ώστε να την παραπέμψει ανεύθυνα και πολιτικάντικα σε ένα αόριστο μέλλον.
Εάν δεν υπήρχε η Συμφωνία των Πρεσπών, σήμερα πια, μετά βεβαιότητας, ακόμα και όσα ευρωπαϊκά κράτη μέχρι τότε κρατούσαν διπλωματική επιφύλαξη, θα είχαν αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το όνομα «Μακεδονία», όπως το είχαν κάνει ήδη πάνω από 150 χώρες σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων κράτη πολύ ισχυρά. Εμείς, βέβαια, επί τριάντα χρόνια, στρουθοκαμηλίζοντας, νομίζαμε ότι με το να τους ονομάζουμε μόνο εμείς «Σκοπιανούς» λύναμε το πρόβλημά μας!
Όποιος/α διαβάσει συστηματικά τη Συμφωνία των Πρεσπών, ακόμα κι αν είναι προκατειλημμένος, αλλά όχι βέβαια «στημένος», θα του είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρει το ελάχιστο σημείο που να αφήνει περιθώρια παρερμηνείας σε πρωταρχικής σημασίας ζητήματα. Στη σαφή οριοθέτηση των συνόρων, στην απόλυτη διάκριση της ιστορικής και πολιτιστικής διαδρομής των δύο λαών, στην απόλυτη επίσης δέσμευση και των δύο μερών ως προς την απαγόρευση και την καταδίκη κάθε είδους αλυτρωτισμών, στη σαφή υποχρεωτική δέσμευση του κράτους της «Μακεδονίας» να κάνει δημοψήφισμα και να ανατρέψει το μέχρι τότε ισχύον Σύνταγμά του, αλλάζοντας το όνομα από «Μακεδονία» σε Βόρεια Μακεδονία, και σε πολλά άλλα πολύ σημαντικά, μεταξύ των οποίων και η ανάληψη από την Ελλάδα της εποπτείας του FIR Σκοπίων αντί για την Τουρκία.
Όλα αυτά δεν ήταν εφευρέσεις και υποχωρήσεις και πολύ περισσότερο δεν ήταν προδοσίες του Αλέξη Τσίπρα, του Νίκου Κοτζιά και του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν επί δεκαετίες η αποφασισμένη «εθνική γραμμή» για «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων (erga omnes)». Αυτά προηγούμενες κυβερνήσεις και αρχηγοί της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ τα διακήρυτταν ως στόχους, αλλά δεν κατάφερναν να τα διεκδικήσουν. Θεωρούσαν, μάλιστα, ότι ιδιαίτερα το «erga omnes» ήταν αδύνατον να το καταφέρουν. Ο Τσίπρας, όμως, και ο Ζάεφ το κατάφεραν!
Η άθλια και ανεύθυνη αντιπολιτευτική σκοπιμότητα και οι φανατισμοί της ΝΔ, του Μητσοτάκη και των «μακεδονομάχων» μάς κατηγορούσαν ως εθνοπροδότες ή εθνομηδενιστές. Ακόμα και τώρα λένε ότι αναγνωρίσαμε «μακεδονικό έθνος», ενώ καμία Συμφωνία, όπως είναι διεθνώς παραδεκτό, δεν ρυθμίζει θέματα εθνότητας. Λένε ακόμα ότι αναγνωρίσαμε «μακεδονική γλώσσα», όταν και πάλι οι πάντες γνωρίζουν πως οι γείτονες μιλάνε μια δικιά τους γλώσσα εδώ και πάνω από έναν αιώνα, που ακόμα και δικοί μας την ονόμαζαν «μακεδονίτικα». Η Συμφωνία των Πρεσπών αποδέχεται ότι η γλώσσα είναι μεν «μακεδονική», αφού δεν θα μπορούσε να υπάρχει άλλος όρος και αφού εμείς δεν έχουμε «μακεδονική γλώσσα», προσδιορίζοντας όμως ρητά στη συνέχεια ότι η γλώσσα αυτή ανήκει στο σλαβικό αλφάβητο. Τόσο μεγάλη προδοσία!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και στη Βόρεια Μακεδονία, όπως και στην Ελλάδα, υπάρχουν εθνικιστικές δυνάμεις ή και «επαγγελματίες πατριώτες», που δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι τη Συμφωνία. Εάν αυτές επικρατήσουν, ας σκεφτεί ο καθένας τι όφελος θα έχουμε ως Ελλάδα και ποιο θα είναι το μέλλον των Βαλκανίων. Το εθνικιστικό VMRO κυβέρνησε σε αυτήν τη χώρα και ηττήθηκε από τη Συμφωνία των Πρεσπών. Τώρα θέλει να την υπονομεύσει. Θα τους κάνουμε τη χάρη και θα γίνουμε αντικειμενικά σύμμαχοί τους;
Να τελειώνουμε, λοιπόν, με τις παλινωδίες του κ. Μητσοτάκη και τις ομηρίες του, να στηρίξουμε την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών με τα μελετημένα βήματα που σχολαστικά προβλέπονται στο κείμενό της και να δυναμώσουμε δημιουργικά τη φιλειρηνική συν-ανάπτυξη όλων των βαλκανικών χωρών, διεκδικώντας ταυτόχρονα μια πολιτικά ενωμένη και αναβαθμισμένη Ευρώπη των λαών και των ανεξάρτητων κρατών της.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ