Πληθωρισμός και Bidenomics – Του Ν. Στραβελάκη
-Τα όρια των πολιτικών δημοσιονομικής επέκτασης;
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Το πακέτο δημοσιονομικών δαπανών του Προέδρου Μπάιντεν, συνολικού ύψους 6,4 τρισ. δολαρίων ή 30% του αμερικανικού ΑΕΠ, έχει θεωρηθεί από πολλούς ως επιστροφή των κεϊνσιανών οικονομικών, έπειτα από 30 χρόνια κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού.
Την υιοθέτηση αυτής της πολιτικής συνόδευσαν και κάποιες λίγες φωνές ορθόδοξων οικονομολόγων και συντηρητικών πολιτικών, όπως ο κ. Σόιμπλε, που ανησυχούσαν για επανεμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων. Κάποιες ήπιες πληθωριστικές πιέσεις της τάξης του 5% στις ΗΠΑ εμφανίσθηκαν το 12μηνο που έληξε τον Μάιο του 2021 και έφεραν έντονο προβληματισμό για την αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών. Πού βρίσκεται η αλήθεια και πού η κινδυνολογία;
Για τους ορθόδοξους οικονομολόγους οι πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται στην υπέρβαση της δυνητικής παραγωγής. Δηλαδή, μιας θεωρητικής παραγωγής που αξιοποιεί πλήρως το παραγωγικό δυναμικό και που συνεπάγεται μάλιστα, πάντα θεωρητικώς, πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού. Για τον λόγο αυτό οι διαφωνίες γύρω από το πρόγραμμα αφορούσαν το κατά πόσον η αναθέρμανση της οικονομίας είναι επαρκής ή είναι υπερβολική. Χαρακτηριστικά, πριν κάποιους από μήνες, ο σύμβουλος του Προέδρου Κλίντον, Λόρενς Σάμερς, σε άρθρο του στη «Washington Post» είχε ισχυρισθεί ότι η οικονομική ενίσχυση του πακέτου Μπάιντεν υπερβαίνει τη διαφορά ανάμεσα στην τρέχουσα παραγωγή και τη δυνητική παραγωγή και αυτό θα πυροδοτήσει, αναπόφευκτα, πληθωριστικές πιέσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος, το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του εξέφρασε την πρόβλεψη ότι η αμερικανική οικονομία θα λειτουργεί σε επίπεδα που θα υπερβαίνουν τη δυνητική παραγωγή μέχρι το τέλος του 2021. Αρκετοί πλέον ισχυρίζονται ότι τα στοιχεία τους επιβεβαιώνουν. Έχουν δίκιο;
Το κεντρικό σημείο για την κατανόηση της όλης συζήτησης είναι η νεφελώδης έννοια της δυνητικής παραγωγής και κυρίως η συσχέτισή της με τη πλήρη απασχόληση. Η αντίληψη των ορθόδοξων οικονομικών λέει ότι όταν η παραγωγή υπερβεί τα δυνητικά επίπεδα αυτό θα σημάνει σημαντική αύξηση των μισθών, πληθωρισμό, μείωση της ανταγωνιστικότητας, πιέσεις στο εμπορικό ισοζύγιο και εντέλει ύφεση. Οι εμπνευστές του πακέτου Μπάιντεν συμμερίζονται αυτήν την άποψη, αφού θεωρούν ότι η όποια αύξηση της δυνητικής παραγωγής μπορεί να προκύψει μόνο από την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων μέσω επιμόρφωσης και εκπαίδευσης. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού στο πίσω μέρος του μυαλού τους έχουν ότι μια οικονομία που αξιοποιεί πλήρως την παραγωγική της δυναμικότητα αξιοποιεί πλήρως και το εργατικό δυναμικό, αφού οι μισθοί, όπως και οι υπόλοιπες τιμές στη νεοκλασική θεωρία, εξισορροπούν την προσφορά και τη ζήτηση.
Σε πρόσφατο άρθρο του (17/6/2021) ο σημαντικός κεϊνσιανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Σκιντέλσκι επισημαίνει κάτι που γνωρίζουμε όλοι, ότι πλήρης αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού δεν σημαίνει πλήρης απασχόληση. Στις καπιταλιστικές οικονομίες ιστορικά υπάρχει ένας εφεδρικός στρατός εργασίας, που αυξομειώνεται με βάση τη φάση του οικονομικού κύκλου. Προτείνει λοιπόν το πακέτο Μπάιντεν αντί να στοχεύει σε μια νεφελώδη δυνητική παραγωγή να στοχεύσει στην απασχόληση αυτή καθαυτή. Πιστεύει ότι αν το κράτος προσφέρει εργασία σε ανέργους στον βασικό μισθό όσο υπάρχει ζήτηση για αυτές τις θέσεις αυτό θα σημαίνει ότι υπολειπόμαστε από την πλήρη απασχόληση. Όταν πάψει να υπάρχει τούτο θα σημάνει ότι έχουμε φτάσει το επίπεδο πλήρους απασχόλησης, άρα και το ιδανικό επίπεδο δημοσιονομικής επέκτασης. Είναι μια πολιτική που παραπέμπει στο New Deal και τη δεκαετία του ’30. Τότε, μέχρι να υπάρξει σημαντική αντίδραση από επιχειρηματίες, ο Ρούσβελτ ακολούθησε ένα πρόγραμμα κυβερνητικής απασχόλησης, με πολύ θετικά αποτελέσματα.
Όμως, προτάσεις όπως αυτή του Σκιντέλσκι στην ουσία παραπέμπουν σε έναν διαφορετικό τύπο δημοσιονομικής πολιτικής. Αντί το κράτος να κάνει δαπάνες, ευελπιστώντας ότι κάποια από αυτά τα χρήματα θα καταλήξουν σε παραγωγικές επενδύσεις και αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης, να προχωρήσει το ίδιο σε επενδύσεις με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας. Είναι μια πολιτική επαναβιομηχάνισης, που βρίσκεται στις επιδιώξεις του πακέτου Μπάιντεν. Όμως ο τελευταίος ευελπιστεί να την πραγματοποιήσει μέσα από τις δυνάμεις της καπιταλιστικής αγοράς. Σε αυτήν την περίπτωση θα έχει πάντα ένα όριο στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής του και αυτό δεν είναι άλλο από την αύξηση των μισθών. Κοντολογίς, οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν και πολλά από το πακέτο Μπάιντεν.
Γυρνώντας στο αρχικό ερώτημα περί πληθωρισμού, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι προφανώς οι ισχυρισμοί του κ. Σάμερς και του κ. Σόιμπλε ελέγχονται. Η ήπια αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ μάλλον οφείλεται στην εξάντληση των αποθεμάτων το διάστημα της πανδημίας και όχι στην υπερθέρμανση της οικονομίας λόγω δημοσιονομικής επέκτασης. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το πακέτο Μπάιντεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, για εντελώς όμως διαφορετικούς λόγους, όπως επισημάναμε παραπάνω.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: athina984.gr