Το θέμα της Μακεδονίας δεν έκλεισε και δεν θα κλείσει για τον ελληνικό λαό

Το θέμα της Μακεδονίας δεν έκλεισε και δεν θα κλείσει για τον ελληνικό λαό

-Μειοδοσία και εθνικό όνειδος η Συμφωνία των Πρεσπών


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Δεν χρειάσθηκε να παρέλθει πολύς χρόνος για να επιβεβαιωθούν θλιβερά τα όσα καταγγέλλονταν κατά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και να αποκαλυφθούν τα ψεύδη με τα οποία περιβαλλόταν, για να προβληθεί ως δήθεν συμβιβαστική και συμφέρουσα λύση. Το μεγάλο επιχείρημα που προβαλλόταν ήταν η υποτιθέμενη εγκατάλειψη από τα Σκόπια του μονολεκτικού ονόματος Μακεδονία και η αποδοχή του γεωγραφικού προσδιορισμού «Βόρεια Μακεδονία», ώστε να διαχωρίζεται από την Ελληνική Μακεδονία.

Για όσους όμως γνωρίζουν στοιχειωδώς Ελληνική ιστορία, δεν υπάρχουν πολλές Μακεδονίες, ώστε να διαχωρίζονται σε Βόρεια και Νότια. Υπάρχει μόνο μία Μακεδονία και αυτή είναι Ελληνική. Με το δεδομένο αυτό, ο γεωγραφικός προσδιορισμός Βόρεια ή Νότια αφορά, στην πραγματικότητα, τις αντίστοιχες περιοχές της Ελληνικής Μακεδονίας. Η χρήση, επομένως, του όρου αυτού για να προσδιορισθεί ένα ξένο κράτος και ένας ξένος λαός, που διεκδικεί μάλιστα, με πλαστογραφία, τη Μακεδονική ιστορία, ταυτότητα και κληρονομιά, είναι προδοσία σε βάρος του Ελληνικού λαού και της ιστορίας του. Προεβλήθη ως άλλοθι ότι η συμφωνία για χρήση της ονομασίας «Βόρεια Μακεδονία» ανέστρεψε το τετελεσμένο γεγονός της αναγνωρίσεως των Σκοπίων ως «Μακεδονίας» από περισσότερες από εκατό χώρες-μέλη του ΟΗΕ. Το επιχείρημα όμως είναι διάτρητο. Πρώτ’ απ’ όλα, από το γεγονός ότι δεν αναιρεί με αυτό το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού, που είναι η ρίζα του προβλήματος. Αντιθέτως, αυτό ενισχύεται με την επίσημη αναγνώριση από την Ελλάδα Μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας.

Εφόσον, λοιπόν, δεν αναιρείται η θεωρία που υποστηρίζει αυθαιρέτως ότι οι Μακεδόνες δεν είναι δήθεν Έλληνες, η αποδοχή από τα Σκόπια του ονόματος Μακεδονία, με γεωγραφικό προσδιορισμό, συνιστά απλώς κίνηση τακτικής. Πολύ περισσότερο όταν η αναγνώριση από την Ελλάδα Μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας αφήνει ανεξέλεγκτη την προπαγάνδα για μοιρασμένη δήθεν Μακεδονία και για επιβεβλημένο αλυτρωτικό αγώνα για την επανένωσή της, υπό την αιγίδα των Σκοπίων, που αντιπροσωπεύουν σήμερα μόνο μέρος και όχι το όλον της Μακεδονίας. Η προπαγάνδα αυτή δεν είναι υπόθεση του μέλλοντος. Είναι το επίσημο αφήγημα, που προβάλλεται ήδη επί δεκαετίες και διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαιδεύσεως.

Προβάλλεται, κατά δεύτερο λόγο, το επιχείρημα ότι ένας μεγάλος αριθμός χωρών είχε ήδη αναγνωρίσει τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία και ότι θα έπρεπε να σπεύσει η Ελλάδα να ανακόψει και να ανατρέψει αυτήν τη δυναμική με την αποδοχή ενός ονόματος γεωγραφικού προσδιορισμού. Το επιχείρημα όμως δεν ευσταθεί, γιατί η Ελλάδα δεν δέχθηκε απλώς ένα όνομα γεωγραφικού προσδιορισμού, όπως θα ήταν, π.χ., το όνομα Μαρδαρία, που ήταν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το επίσημο όνομα της περιοχής, ή Δημοκρατία των Κεντρικών Βαλκανίων, που είναι ένα όνομα ανόθευτου και καλώς νοούμενου γεωγραφικού προσδιορισμού. Δέχθηκε, δυστυχώς, το όνομα Μακεδονία, με γεωγραφικό προσδιορισμό, που δεν είναι απαλλαγμένος από την ιδεολογία του Μακεδονισμού. Η αναγνώριση, επιπλέον, Μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας ενίσχυσε, όπως αναφέρθηκε, αντί να αναιρέσει το ιδεολόγημα ότι δήθεν η Μακεδονία δεν είναι Ελλάδα και ότι υπάρχει δήθεν χωριστή Ελληνική και Μακεδονική ταυτότητα, την οποία δεύτερη εκπροσωπούν τα Σκόπια.

Αναγνωρίζοντας «Μακεδονική» γλώσσα και ταυτότητα, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έλυσε κανένα πρόβλημα. Α­ντιθέτως, ενίσχυσε τις προϋποθέσεις ώστε οι νέες γενεές των Σκοπίων να συνεχίσουν να εμποτίζονται με το δηλητήριο ενός μνημειώδους ιστορικού ψεύδους και πλαστής ταυτότητας, την οποία παραδέχθηκε ο ίδιος ο ιδρυτής και πρώτος Πρόεδρος του κράτους των Σκοπίων Γκλιγκόροφ. Ο τελευταίος, σε συνέντευξή του στο Λονδίνο, που μέχρι προσφάτως απαγορευόταν να προβληθεί στα Σκόπια, είπε ευθαρσώς και εντίμως ότι: «Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο. Είμαστε Σλάβοι και ήρθαμε στα Βαλκάνια μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ.». Η παρρησία και η εντιμότητά του βρήκε και νεότερους μιμητές, μεταξύ των πολιτικών ηγετών των Σκοπίων, στο πρόσωπο, μεταξύ άλλων, δύο πρώην υπουργών Εξωτερικών.

Ποια απήχηση όμως μπορεί να έχει η φωνή τους, όταν έρχεται η ίδια η Ελληνική κυβέρνηση και αναγνωρίζει στα Σκόπια τίτλους Μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας; Όταν, δηλαδή, η ίδια η Ελλάδα ενισχύει μια ιστορική πλαστογραφία, που χαλκεύθηκε, σε άλλους καιρούς, από τον Τίτο για προφανείς λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, όπως όλοι σήμερα γνωρίζουν και παραδέχονται;

Μόνη κοινή βάση συζητήσεως για την Ελλάδα θα έπρεπε να είναι η παραδοχή Γκλιγκόροφ, ότι δηλαδή τα Σκόπια δεν έχουν καμιά σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο και την Ελληνική Μακεδονία. Ασφαλώς, συνιστά πρόβλημα η διεθνής αναγνώριση των Σκοπίων ως «Μακεδονίας», αλλά δεν είναι άμοιρες σ’ αυτό διαδοχικές Ελληνικές κυβερνήσεις, που επέδειξαν ενδοτισμό απέναντι στον ξένο παράγοντα και ύποπτη ολιγωρία και ανοχή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα του ονόματος τίθεται κυρίως γι’ αυτόν που θίγεται από την πλαστογράφησή του. Δεν έχει πρόβλημα, ασφαλώς, η Νορβηγία, η Δανία, η Φινλανδία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, η οποία δεν θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την αλήθεια και την αντικειμενική ιστορική πραγματικότητα, αν και θα έπρεπε, για λόγους πολιτισμού και διεθνούς δικαίου.

Η Ελλάδα όμως δεν είναι μια ασήμαντη χώρα. Από πλευράς ιστορίας και πολιτισμού, ζυγίζει όσο μια αυτοκρατορία, έστω και αν δεν το συνειδητοποιούν, δυστυχώς, οι πολιτικοί της ιθύνοντες. Συμμετέχει επίσης στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου διαθέτει δικαίωμα βέτο για την ένταξη νέων μελών. Είναι ένα όπλο που μετρά πολύ διαφορετικά από τις διεθνείς αναγνωρίσεις για τα Σκόπια. Αυτό το όπλο είχε ως στόχο να αφαιρέσει από τα χέρια της Ελλάδος η Συμφωνία των Πρεσπών, με απάτη για αλλαγή δήθεν του ονόματος με γεωγραφικό προσδιορισμό και ταυτόχρονη διατήρηση του ιδεολογήματος του Μακεδονισμού, που συντηρεί και επιδεινώνει το πρόβλημα.

Η σύγκριση και η σύγχυση μεταξύ της αναγνωρίσεως των Σκοπίων από άλλους και της αναγνωρίσεώς τους από την Ελλάδα είναι άτοπη και παραπλανητική. Το βάρος της Ελλάδος, που είναι ο νόμιμος κληρονόμος και ιδιοκτήτης του ονόματος Μακεδονία, δεν το ισοφαρίζουν ούτε όλοι οι άλλοι μαζί, γιατί η ιστορία δεν αναστρέφεται και γιατί, εκτός από τους ιδιοτελείς, τους κυνικούς προπαγανδιστές και τους πολιτικούς υπολογιστές, υπάρχουν και θα υ­πάρχουν πάντα και αντικειμενικοί και έ­ντιμοι ιστορικοί, που δεν καταδέχονται να επικυρώσουν ως ιστορική πραγματικότητα τα πλαστογραφήματα και τα μυθεύματα των Σκοπίων. Είναι όμως χρέος της Ελλάδος να αμύνεται των εθνικών της δικαίων και να αντιμετωπίζει ενεργά και αποφασιστικά την καταγέλαστη, άλλωστε, παραχάραξη και προπαγάνδα ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν δήθεν Έλληνας και ότι οι Μακεδόνες ήταν δήθεν άλλο έθνος, κληρονόμοι του οποίου είναι τα Σκόπια και όχι Έλληνες.

Η απόρριψη του προσωπείου με την ευκαιρία του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου και η προκλητική προβολή των Σκοπίων ως Μακεδονίας, πρωτοστατούντος μάλιστα του πρωθυπουργού Ζάεφ, που διαπραγματεύθηκε τη Συμφωνία των Πρεσπών, είναι μια εύγλωττη ένδειξη των πραγματικών προθέσεων των Σκοπίων και των πολύ δυσμενών εξελίξεων που κυοφορούνται ως συνέπεια της ανιστόρητης και μειοδοτικής για την Ελληνική πλευρά Συμφωνίας των Πρεσπών. Εάν τα Σκόπια συμπεριφέρονται με τον τρόπο που το κάνουν σήμερα και παραβιάζουν ευθέως τη Συμφωνία που υπέγραψαν, πριν ακόμη την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναλογίζεται κανείς το θράσος με το οποίο θα δρουν όταν δεν θα έχουν ανάγκη την Ελληνική συναίνεση για την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αποτελεί όνειδος για την Ελλάδα το γεγονός ότι προβάλλει η Βουλγαρία βέτο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ Σκοπίων και Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αρνείται η Βουλγαρία να αναγνωρίσει αυτό που, δυστυχώς, ανεγνώρισε, με ασύλληπτη επιπολαιότητα και ενδοτισμό, η Ελλάδα. Τη δήθεν «Μακεδονική» δηλαδή γλώσσα και ταυτότητα. Αντί η Ελλάδα να υπερασπίσει την εθνική της ιστορία και κληρονομιά, αναπόσπαστο μέρος της οποίας είναι η Μακεδονία, έσπευσε να ανοίξει Κερκόπορτα, με την αναγνώριση Μακεδονικής δήθεν γλώσσας και ταυτότητας, για την οποία διαμάχονται τώρα τα Σκόπια με τη Βουλγαρία.

Η είσοδος της Βουλγαρίας, έστω και με τον τρόπο αυτό, στο λεγόμενο Μακεδονικό, δεν είναι καλός οιωνός για τις μελλοντικές εξελίξεις, μπορεί να αφυπνίσει παλαιούς δαίμονες και να καταστήσει πάλι εθνικό θέμα για τη Βουλγαρία το θέμα της Μακεδονίας, που συνδεόταν στο παρελθόν με εθνικές βλέψεις και διεκδικήσεις της χώρας αυτής. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα πράγματα θα γίνονταν πολλαπλασίως πιο δύσκολα, περίπλοκα και επικίνδυνα.

Ένα άλλο επιχείρημα της προηγουμένης κυβερνήσεως, που έσπευσε να κάνει κάθε είδους υποχώρηση και να υπογράψει τη Συμφωνία των Πρεσπών, ήταν ο ισχυρισμός ότι θα έκλεινε, με τον τρόπο αυτό, ένα μέτωπο στα βόρεια της χώρας, για να είναι απερίσπαστη στην αντιμετώπιση του κύριου κινδύνου για την Ελλάδα, που είναι ο Τουρκικός επεκτατισμός. Ισχυριζόταν επίσης ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα έκλεινε τον δρόμο στην Τουρκική διείσδυση και παρουσία στα Σκόπια. Τι διαπιστώνει κανείς εκ των υστέρων; Τα Σκόπια θεωρούν δεδομένη την Ελληνική υποστήριξη, σε κάθε περίπτωση, γιατί εκτιμούν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πει όχι στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, όταν η Βουλγαρία το μπορεί. Η εκτίμηση αυτή δεν είναι, ασφαλώς, κολακευτική για την κυβέρνηση και τη θέλησή της να υπερασπισθεί τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα απέναντι σε ξένες πιέσεις. Τα Σκόπια, όμως, διαπράττουν και άλλο ατόπημα κατά της Ελλάδος. Χρησιμοποιούν τις σχέσεις με την Τουρκία του Ερντογάν ως μοχλό πιέσεως κατά της Ελλάδος. Ο Πρόεδρος των Σκοπίων Στέβο Πενταρόφσκι δήλωσε προσφάτως ότι η χώρα του θα προμηθευτεί οπλικά συστήματα από την Τουρκία.

Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η προηγούμενη κυβέρνηση, φιλήκοος των ξένων και των στρατηγικών τους επιδιώξεων στα Βαλκάνια, ενέπλεξε τη χώρα σε μια ταπεινωτική κατάσταση, που δεν μπορεί, δυστυχώς, να βελτιωθεί, ούτε να εξυπηρετήσει, κατ’ ελάχιστον, τα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα, γιατί διετήρησε ακέραιο τον πυρήνα του προβλήματος, που είναι η χονδροειδής πλαστογραφία για τη Μακεδονία. Ο σημερινός πρωθυπουργός, ως ηγέτης της αντιπολιτεύσεως, είχε ασκήσει αυστηρή κριτική στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα ευθυγραμμίζεται, στην πράξη, με την Συμφωνία αυτή, υποχωρώντας στις πιέσεις των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Το πρωτοφανές διάταγμα Μπάιντεν για τα Δυτικά Βαλκάνια, το οποίο αναφέρεται ρητά στη Συμφωνία των Πρεσπών και απειλεί με κυρώσεις όσους την αμφισβητούν, είναι μια σαφής ένδειξη ότι η Ελληνική πλευρά υπεχώρησε για να εξυπηρετηθούν ξένα στρατηγικά συμφέροντα στα Βαλκάνια.

Ως έχουν σήμερα τα πράγματα, το ελάχιστο που έχει να πράξει η κυβέρνηση δεν είναι απλώς η αναβολή της επικυρώσεως των τριών πρωτοκόλλων συνεργασίας με τα Σκόπια. Είναι η αναδίπλωση στο θέμα της Ελληνικής υποστηρίξεως των Σκοπίων για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα από τα τρία πρωτόκολλα αναφέρεται ακριβώς σε αυτό. Η Ελλάδα δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται σ’ έναν δρόμο που είναι γι’ αυτήν επικίνδυνο αδιέξοδο. Θα πρέπει, σταδιακά, με εύσχημο τρόπο, να επιστρέψει στο αυτονόητο, που είναι η ιστορική αλήθεια. Αυτή είναι η στέρεα βάση στις σχέσεις μεταξύ δύο γειτονικών λαών.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ