Ο ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Ο ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ


Συγγραφέας
ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΖΙΡΗΣ 


Ο Πάνος είναι ιδιοκτήτης ενός παλαιοπωλείου στο Μπιτ Παζάρ της Θεσσαλονίκης. Οι μέρες του κυλούν μονότονα, χωρίς απρόοπτα, μέχρι τη στιγμή που παρουσιάζεται στο μαγαζί του ένας μυστηριώδης άντρας, ο οποίος του αναθέτει να βρει για εκείνον ένα οποιοδήποτε παλιό αντικείμενο που να είναι μοναδικό.
Από τότε μπαίνει σε μια περιπέτεια που ανατρέπει τη ζωή τη δική του και των γύρω του. Αποκτά ένα σπάνιο, πολύτιμο δαχτυλίδι που τον καλεί σε ένα παράξενο ταξίδι στον χρόνο και στον χώρο και τον οδηγεί στη Σμύρνη, στη Βηρυτό, στη Δαμασκό και στην Αλεξάνδρεια, όπου έρχεται σε επαφή με ανθρώπους που φαίνεται να γνωρίζουν γι’ αυτό περισσότερα από όσα δείχνουν.

Μήπως πίσω από την αναζήτηση μιας σπάνιας αντίκας κρύβεται το κυνήγι της ευτυχίας; Αν ναι, μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει κάποιον το πάθος για την απόκτησή της; 

Απόσπασμα Βιβλίου

Ο παράξενος επισκέπτης 

Ο Πάνος Στρατής έκλεισε την πόρτα του μαγαζιού και πέρασε με προσοχή ανάμεσα από τις στοιβαγμένες αντίκες για να κατευθυνθεί προς το γραφείο του. Το φως που έπεφτε εκεί ήταν αρκετό, έφτανε σε κάθε γωνιά, αλλά και στο μισοσκόταδο ακόμα αυτός δεν ακουμπούσε τίποτα. Ήξερε καλά, με κλειστά τα μάτια, πού βρισκόταν κάθε πράγμα. Μία αδέξια κίνηση και τα μεταλλικά θα διαλύονταν, ενώ όσα ήταν από γυαλί ή από πορσελάνη θα γίνονταν κομμάτια. Άξιζαν ένα σωρό λεφτά, θα ήταν μεγάλη η ζημιά. Τελευταία αγόραζε κυρίως ακριβά αντικείμενα. Είχε επιλέξει να κρατήσει μόνο την πλούσια πελατεία του. Παρότι δούλευε λιγότερο, κέρδιζε περισσότερα χρήματα. Επιπλέον ταξίδευε μονάχα σε συγκεκριμένα μέρη, χωρίς να τον απασχολούν τα έξοδα. Δεν έχανε τον καιρό του ψάχνοντας φτηνότερα πράγματα και παζαρεύοντας με τις ώρες. Το μόνο που τον δυσκόλευε ήταν ότι, όταν έφευγε, άφηνε πίσω τη μάνα του, που είχε γεράσει. Γι’ αυτό και είχε βρει μια γυναίκα, να τη βοηθά. Οι πελάτες, λοιπόν, που είχαν απομείνει άνοιγαν με ευκολία το πορτοφόλι. Ο Πάνος ήξερε φυσικά ότι οι αντίκες είναι κυρίως για γεμάτες τσέπες, αλλά στην αρχή τον είχε φάει το φιλότιμο, ότι επιτέλους κάθε άνθρωπος δικαιούται να έχει ένα μεράκι, το χόμπι της συλλογής παλιών αντικειμένων. Γι’ αυτόν, πάντως, η συλλογή αντικών ήταν κάτι περισσότερο, ένας σκοπός ζωής.
Κάποια απογεύματα, τις Τρίτες συνήθως, επισκεπτόταν άλλα παλαιοπωλεία, ψάχνοντας να βρει κάτι ενδιαφέρον να αγοράσει. Στο σινάφι του δεν εκτιμούσαν πάντα σωστά την αξία των παλιών αντικειμένων. Μερικοί ήταν και άσχετοι, χώρια που δεν είχαν όλοι τους πλούσια πελατεία, και οι ακριβές αντίκες συνήθως τους έμεναν αμανάτι.
Το μαγαζί του Πάνου βρισκόταν στην οδό Γκαρμπολά, σε έναν πεζόδρομο που νοτιοανατολικά έβγαζε στην πλατεία της Αρχαίας Αγοράς και βορειοδυτικά στην Τοσίτσα και στο Μπιτ Παζάρ, μια περιοχή με τα περισσότερα αλλά κυρίως φτηνά παλαιοπωλεία. Οι ακριβές αντικερί ήταν πιο χαμηλά, στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Κανονικά κάπου εκεί θα έπρεπε πλέον να μετακομίσει και αυτός. Αλλά δεν του πήγαινε η καρδιά να αφήσει το μέρος του, που ήταν γεμάτο χρώματα και έμοιαζε με το Μοναστηράκι στην Αθήνα. Έπαιζαν βέβαια και οι αναμνήσεις τον ρόλο τους. Σε αυτό το μαγαζί τριγυρνούσε από μικρός, μέχρι να πάρει τη θέση της μάνας του που πλέον είχε γεράσει…
Ήταν Τρίτη, ημέρα αφιερωμένη στις επισκέψεις στα γύρω παλαιοπωλεία. Θα ήταν καλύτερα να έλειπε από νωρίς. Τις καθημερινές οι πελάτες, κυρίως γυναίκες, έρχονταν αργά. Άφησε τα φώτα αναμμένα, κρέμασε στην εξώπορτα την πινακίδα ότι θα άνοιγε στις επτά και έφυγε. Ένα δίωρο του ήταν αρκετό. Πήρε τη Φιλίππου και στη Ροτόντα έστριψε σε ένα στενό, ακριβώς πίσω από τον Άγιο Παντελεήμονα. Το παλαιοπωλείο ήταν της Όλγας Κρεμαστινού. Η ιδιοκτήτρια είχε αρκετό καιρό στη δουλειά, αλλά μάθαινε ακόμα. Διέθετε πάντως χρήμα και μεράκι. Ταξίδευε συχνά σε εξωτικές χώρες, στην Ανατολή, να βρει ευκαιρίες. Πολλές φορές όμως οι πονηροί έμποροι την κορόιδευαν και γύριζε στο μαγαζί της με δήθεν παλιά αντικείμενα…
Η Όλγα έφτιαξε καφέ και για τους δυο τους και κάθισε στο γραφείο. Το μαγαζί διέθετε δύο μεγάλους χώρους. Στην μπροστινή πλευρά δεν έμπαινε πολύ φως, έριχνε τη σκιά της η εκκλησία, οπότε η Όλγα είχε ανάψει κάποιες από τις λάμπες που ήταν προς πώληση.
«Δεν φαντάζεσαι τι αντίκρισα στο Ταντμόρ, δηλαδή στην Παλμύρα!» του είπε. «Υπάρχουν κρυφά πατάρια στα παλαιοπωλεία. Περισσότερα αρχαία κοσμήματα βλέπεις εκεί παρά στο μουσείο της Δαμασκού! Και στον Λίβανο το ίδιο συμβαίνει περίπου».

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα 

Ο Αλέκος Κιτζίρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησε από το Τμήμα Φυσικής του ΑΠΘ και δίδαξε σε σχολεία της Κωνσταντινούπολης, της Γερμανίας και της Θράκης. Επέστρεψε στη γενέτειρά του όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα.
Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Δίδυμα τείχη (Κέδρος, 2000), Ανατολική Εποχή (Κέδρος, 2002) και Σκοτεινός βυθός (Θερμαϊκός – ΙΑΝΟΣ, 2018). Ο παλαιοπώλης της Μεσογείου είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική Πεζογραφία
ISBN: 978-960-04-5174-0


Σχολιάστε εδώ